Το νήμα αυτό είναι ολίγο ψυχοθεραπεία. Αλλά όποιος έχει την υπομονή να το διαβάσει κι έχει άποψη, μπορεί να πει δυο κουβέντες.
Καλές και χρυσές οι επαγγελματίες αλλά εδώ και πολύ καιρό τραβάω ΜΕΓΑΛΟ ζόρι με τη διπλανή μου στο γραφείο. Πολύ γλυκό κορίτσι, πρέπει να είναι 35-40, ψηλή με κορμί λαμπάδα. Χωρίς να κάνει κραυγαλέα προκλητικές εμφανίσεις, είναι όσο πρέπει σέξυ για να με κόβει κρύος ιδρώτας για πάρτη της. Σήμερα ας πούμε την έβλεπα όλη μέρα με άσπρο εφαρμοστό τοπ με τιραντάκι, αρκετά ανοιχτό κι από μέσα cups αντί για σουτιέν. Και ξεφυσούσα. Όπως και πολλές άλλες μέρες με άλλα συνολάκια, μην τα γράφω όλα και μακρηγορώ.
Γιατί δεν της την πέφτω; Διότι είμαι παντρεμένος, το καθημερινό μου πρόγραμμα δεν μου αφήνει πολλά περιθώρια για εξόδους και φλερτάκια, ενώ το αντικείμενο του πόθου γνωρίζει και τη σύζυγο, λόγω επαγγελματικού χώρου.
Εν τω μεταξύ σίγουρα έχει καταλάβει ότι τη γουστάρω, δεν δείχνει να της κακοφαίνεται, όμως δεν νοιώθω ότι έχω πάρει κάποιο σήμα της που να μου λέει «προχώρα». Σαν να κρατάει μια απόσταση ασφαλείας, με τον γνωστό γυναικείο αριστοτεχνικό τρόπο. Σ’ αυτό τη βοηθάει και το ότι είμαι ιδιαίτερα διακριτικός τρομάρα μου.
Μέχρι σήμερα δε, δεν έχει τύχει να την ξεμοναχιάσω κάπου εκτός χώρου εργασίας, ώστε να κάνω πιο σαφείς τις προθέσεις μου.
Οι επιλογές μου λοιπόν είναι οι εξής:
α) Κάθομαι και βράζω στο ζουμί μου, έως ότου κάποτε πατσαβουριάσει λόγω ηλικίας και σταματήσω να ζορίζομαι για κείνη. Κι εν τω μεταξύ δίνω τον οβολό μου σε 1-2 επαγγελματίες τη βδομάδα, όπως κάνω τον τελευταίο καιρό.
β) κάνω το απονενοημένο διάβημα και πέφτω κατευθείαν στο ψητό: «Κ. μου, μετά τη δουλειά πάμε κάπου ήσυχα να μείνουμε λίγο μόνοι μας, να χαλαρώσουμε, να καθαρίσει το κεφάλι μας από τη βαβούρα του γραφείου», εννοώντας σαφώς ξενοδοχείο, μπανάκι κι ό,τι ήθελε προκύψει.
Εδώ εκτιμώ ότι έχω πιθανότητα χυλόπιτας 70-80%, καθώς οι γυναίκες είναι τραβάτε με κι ας κλαίω κι έχουν πολύ εύκολο το όχι, ειδικά όταν τους την πέφτεις με λόγια.
Αν όμως δεν την πέσω, θα μείνω με το γαμώτο ότι δεν προσπάθησα καν.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, λοιπόν. Τι κάνουμε, οέο;