Μετά και απ τη διαβεβαίωση του φίλου Αρκάνς ότι τίποτα κακό δε θα μου συμβεί είπα να γράψω λίγο ακόμα απ την ιστορία μου, που τόσο επίμονα ζητάτε να μάθετε για τη συνέχεια, παρά τις κάποιες αντιρρήσεις που βλέπω….
Κατά απαίτηση λοιπόν των τηλεθεατών μας, η σειρά συνεχίζεται! Μοντς! Τι θα γίνει με κείνα τα ποσοστά που λέγαμε??????
Είχαμε μείνει λοιπόν στην άνοιξη εκείνη που είχα ανοίξει τη δεύτερη επιχείρηση, η οποία έδειχνε πολύ καλά στοιχεία, με καλό τζίρο και προοπτικές μεγαλύτερης αύξησης!
Η γυναίκα μου εντωμεταξύ δούλευε για κάποιους μήνες σε άλλη δουλειά, και έτσι το πεδίο ήταν ελεύθερο, για μένα και την Άνι, να δουλεύουμε μαζί στο μαγαζί και να «παίζουμε» μετά το κλείσιμο!!! Άρχισα να πιστεύω ότι επιτέλους θα μπορούσα να ηρεμήσω έστω για λίγο, μια και όλα έδειχναν κάτι τέτοιο. Η γυναίκα μου ήταν ενθουσιασμένη που είχε δικιά της δουλειά (όχι δικά της λεφτά βέβαια – στο κοινό πορτοφόλι έμπαινε ο μισθός της), και απ την άλλη χαρούμενη που και το μαγαζί πήγαινε καλά. Όμως και η Άνι ήταν πολύ καλύτερη απ το παρελθόν. Οι συνεχείς γκρίνιες για τη μισητή της αντίπαλο είχαν ελαττωθεί κατά πολύ, ενώ σε ότι χρειαζόταν έδειχνε μεγάλο ζήλο αλλά και αυτοθυσία! Είχα πάρει ένα συνεργείο να μοιράσει διαφημιστικά και επειδή βλέπαμε ότι τα περισσότερα οι πιτσιρικάδες που τα μοίραζαν, τα πετάνε, πήρε δύο φίλες της και τα μοιράσανε μόνες τους. Φορέσανε μάλιστα και μπλουζάκια με τη φίρμα (πάνω απ το μπουφάν γιατί είχε ψωφόκρυο) και επί 8-10 μέρες είτε μόνη της, είτε με τις φίλες της, μοιράζανε! Κάποια στιγμή μάλιστα, σκόνταψε κάπου (είχε χιονίσει 3 φορές εκείνο το χειμώνα) και στραμπούλιξε το πόδι της. Κι όμως, με δεμένο πόδι, πήγαινε να μοιράσει! Τα υπόλοιπα που έμειναν, έβαλα αργότερα τη γυναίκα μου να τα μοιράσει!
( Ένας κολλητός μου, που στην πορεία έγινε νονός του παιδιού μου είχε πει εκείνη την περίοδο: «νόμιζα ότι η Άνι ήταν τσουλάκι, αλλά μόλις είδα πόσο πολύ σ αγαπάει, άλλαξα άποψη)
Τώρα θα αναρωτιέστε βέβαια γιατί δε μοίραζα εγώ! Μα εγώ ήμουν το μπιγκ μπος! Είναι δυνατόν η αφεντομουτσουνάρα μου να βγει και να μοιράσει? Ένας πανέξυπνος μεγαλοεπιχειρηματίας δεν κάνει τέτοια!
Και οι μέρες περνούσαν και η γυναίκα μου ήθελε κάποια στιγμή, αν και ντρεπόταν, να έρθει κι αυτή στο μαγαζί! Μόλις άκουγε κάτι τέτοιο βέβαια η Άνι έβγαζε μπιμπίκια! Όμως δεν μπορούσα να το αποφύγω. Κι έτσι όταν ήταν να έρθει η γυναίκα μου, έστελνα την Άνι βόλτα )που φυσικά έπαιρνε κάθε τρεις και λίγο τηλ να δει ανέφυγε= και μόλις έφευγε τελικά πήγαινα και την παραλάμβανα!!!
Μια μέρα όμως, όχι και τόσο συνηθισμένη, 14 Φεβρουαρίου, του Αγ. Βαλεντίνου, και ενώ η Άνι έψαχνε για να μου πάρει δωράκι, και έκανε σχέδια πού θα πάμε το βράδυ, έρχεται πάλι η γυναίκα μου στο μαγαζί. Κι εκεί που καθόταν λίγο κι έφευγε, είπε να…. μείνει μέχρι το τέλος της βάρδιας. Κάθε λίγο τηλ.
-Τι έγινε, έφυγε ή μπαστακώθηκε εκεί για πάντα? Ρωτούσε, μες τα νεύρα
-όχι ρε μωρό μου, μόλις φύγει θα σου πω, έλεγα καθησυχαστικά εγώ.
Αφού είδα ότι δε φεύγει, είπα να την πάω σπίτι και να ξαναβγώ!
-Θα μείνει μέχρι το τέλος. Δυστυχώς δεν μπορώ να την ξεφορτωθώ. Θα την πάω σπίτι και θα βρεθούμε μετά. Πήγαινε στο ¨καφέ….¨ και θα έρθω και γω.
Και πήγε. Και με περίμενε εκεί, με το δώρο στο χέρι και ένα κόκκινο μπαλόνι που έγραφε )πολύ πρωτότυπο) : κξδκσφησφκδσφγκδσγηφκδγ! Και τίποτα άλλο. Τι σήμαινε? Ότι ΅αυτό που νιώθω δεν είναι απλά ένα σ αγαπώ! Είναι τα πάντα που δεν περιγράφεται με απλά λόγια…΅