bull4cuck
Ενεργό Μέλος
- Εγγρ.
- 12 Μαΐ 2012
- Μηνύματα
- 541
- Κριτικές
- 6
- Like
- 596
- Πόντοι
- 306
Πρέπει να ήταν μέσα της δεκαετίας του ’90. Η κυρία γύρω στα 35, σύζυγος ναυτικού. ‘Υψος γύρω στο 1,85 με τακούνια, πρόσωπο έκφυλο, βυζάρες αμερικάνας πορνοστάρ, κώλος (δυστυχώς) στενός.
Οι πίσω πλευρές των διαμερισμάτων μας είχαν οπτική επαφή και συχνά ανταλλάσσαμε βλέμματα γεμάτα υπονοούμενα. Κάποια μέρα, ενώ έκανε μπάνιο, ξεπρόβαλε στο παράθυρο της τουαλέτας της και όταν είδε ότι την βλέπω, μου μοστράρισε το στήθος της φάτσα-φόρα. Δεν έχασα καιρό και της έγραψα σ’ ένα χαρτόνι το τηλέφωνό μου για να με καλέσει. Δεν πρόλαβα να πάω από την κουζίνα στο σαλόνι και το τηλέφωνο χτυπούσε ήδη. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ότι μου είπε ήταν: «Να ξέρεις ότι εγώ τον άντρα μου τον αγαπάω».
«Σκέψου τι θα γινόταν αν δεν τον αγαπούσες», σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα.
Για να μην πολυλογώ, την άλλη μέρα είχα κάποια δουλειά προς Κορωπί ή Σπάτα, δεν θυμάμαι ακριβώς. Της πρότεινα λοιπόν, αφού αφήσει τον γιο της στο σχολικό το πρωί, να έρθει μαζί μου για βόλτα και για κουβέντα. Δεν χρειάστηκε να το πω δεύτερη φορά.
Πράγματι, την άλλη μέρα, αφού είδα το σχολικό να περνάει, την έστησα λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου για ξεκάρφωμα και, μετ’ ου πολύ, που λέγανε και οι αρχαίοι, κατέφθασε η κυρία με το ανοιχτό ντεκολτέ της και την μίνι φουστίτσα της. ‘Όπως κάθισε στην θέση του συνοδηγού, προφανώς καθόλου τυχαία,φάνηκε η δαντέλα από τις κάλτσες της.
Είκοσι χρόνια πριν μου σηκωνόταν για πλάκα, οπότε το επόμενο διάστημα οδηγούσα περισσότερο με το καυλί και λιγότερο με τα χέρια.
Τέλος πάντων, έκανα την δουλειά για την οποία είχα ξεκινήσει, πήγα την κυρία για καφεδάκι κάπου απόμερα και την ξαναέβαλα στο αυτοκίνητο για την επιστροφή, χωρίς να κάνω κάποια κίνηση.
Προφανώς, αυτή την φαινομενική αδιαφορία μου δεν την άντεξε η κυρία και σε μια στιγμή, τελείως απροκάλυπτα και απρόσμενα, μου λέει: «Θέλω να με πηδήξεις ΤΩΡΑ».
Παρ’ ότι έπαθα την πλάκα μου, βγήκα με το αυτοκίνητο από τον κεντρικό δρόμο και χώθηκα σε κάποια στενά στα Μεσόγεια, όπου δίπλα σ’ ένα γιαπί την ξεμούνιασα κατ’ αρχήν, με κάποιους αλβανούς εργάτες, εκτός από κολατσιό, να απολαμβάνουν και θέαμα.
‘Όμως το αυτοκίνητο ήταν μικρό, η κυρία γύρω στο 1,85 και ‘γω γύρω στο 1,90 και η διαδικασία ήταν επίπονη. Της πρότεινα λοιπόν να πάμε σε κάποιο ξενοδοχείο, για να συνεχίσουμε με περισσότερη άνεση.
«Και γιατί δεν πάμε σπίτι μου;», μου λέει.
«Κι αν έρθει ο άντρας σου, που τον αγαπάς;», της λέω.
«Το πρωί που του μίλησα, ήταν στον Ειρηνικό. Δεν νομίζω να προλαβαίνει», μου ξαναλέει.
Την πήγα, λοιπόν, στο σπίτι της, ανέβηκε πρώτη εκείνη κι αργότερα, με χίλιες προφυλάξεις, για να μην γίνουμε βούκινο στην γειτονιά, ακολούθησα κι εγώ.
Η κυρία είχε προλάβει να γδυθεί, είχε φορέσει κάτι πολύ ελαφρύ και καυλιάρικο και με περίμενε. Εγώ όμως δεν περίμενα ούτε λεπτό. Την πήρα σε τραπέζια, σε καναπέδες, σε πολυθρόνες, σε γραφεία και σε κρεβάτια. Παντού υπήρχε μια φωτογραφία του «καπετάνιου» να μας βλέπει, αλλά στ’ αρχίδια μου. Εξ άλλου, η κυρία τον αγαπούσε, οπότε εμένα δεν μου έπεφτε λόγος. Οι φωνές της ξεσήκωναν την γειτονιά κι εγώ, από την μια φοβόμουν μην μας κάνουν τσακωτούς, κι από την άλλη καύλωνα απίστευτα. Πρέπει να «ξεφόρτωσα» τουλάχιστον τρεις φορές, αλλά η μία θα μου μείνει αξέχαστη, αφού άδειασα ανάμεσα στα βυζιά της, πασαλείβοντας τα χείλη της, ενώ εκείνη με κοίταζε κατ’ ευθείαν στα μάτια.
Αξέχαστο πήδημα.
Μετά, αποκτήσαμε κι εκείνη κι εγώ κινητά και ο καπετάνιος σε κάποια επιστροφή του της σκάλισε το κινητό και βρήκε μηνύματα και κλήσεις. ‘Ετσι έληξε άδοξα η φάση, αλλά έμειναν οι αναμνήσεις.
‘Ατιμα κινητά!
Οι πίσω πλευρές των διαμερισμάτων μας είχαν οπτική επαφή και συχνά ανταλλάσσαμε βλέμματα γεμάτα υπονοούμενα. Κάποια μέρα, ενώ έκανε μπάνιο, ξεπρόβαλε στο παράθυρο της τουαλέτας της και όταν είδε ότι την βλέπω, μου μοστράρισε το στήθος της φάτσα-φόρα. Δεν έχασα καιρό και της έγραψα σ’ ένα χαρτόνι το τηλέφωνό μου για να με καλέσει. Δεν πρόλαβα να πάω από την κουζίνα στο σαλόνι και το τηλέφωνο χτυπούσε ήδη. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ότι μου είπε ήταν: «Να ξέρεις ότι εγώ τον άντρα μου τον αγαπάω».
«Σκέψου τι θα γινόταν αν δεν τον αγαπούσες», σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα.
Για να μην πολυλογώ, την άλλη μέρα είχα κάποια δουλειά προς Κορωπί ή Σπάτα, δεν θυμάμαι ακριβώς. Της πρότεινα λοιπόν, αφού αφήσει τον γιο της στο σχολικό το πρωί, να έρθει μαζί μου για βόλτα και για κουβέντα. Δεν χρειάστηκε να το πω δεύτερη φορά.
Πράγματι, την άλλη μέρα, αφού είδα το σχολικό να περνάει, την έστησα λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου για ξεκάρφωμα και, μετ’ ου πολύ, που λέγανε και οι αρχαίοι, κατέφθασε η κυρία με το ανοιχτό ντεκολτέ της και την μίνι φουστίτσα της. ‘Όπως κάθισε στην θέση του συνοδηγού, προφανώς καθόλου τυχαία,φάνηκε η δαντέλα από τις κάλτσες της.
Είκοσι χρόνια πριν μου σηκωνόταν για πλάκα, οπότε το επόμενο διάστημα οδηγούσα περισσότερο με το καυλί και λιγότερο με τα χέρια.
Τέλος πάντων, έκανα την δουλειά για την οποία είχα ξεκινήσει, πήγα την κυρία για καφεδάκι κάπου απόμερα και την ξαναέβαλα στο αυτοκίνητο για την επιστροφή, χωρίς να κάνω κάποια κίνηση.
Προφανώς, αυτή την φαινομενική αδιαφορία μου δεν την άντεξε η κυρία και σε μια στιγμή, τελείως απροκάλυπτα και απρόσμενα, μου λέει: «Θέλω να με πηδήξεις ΤΩΡΑ».
Παρ’ ότι έπαθα την πλάκα μου, βγήκα με το αυτοκίνητο από τον κεντρικό δρόμο και χώθηκα σε κάποια στενά στα Μεσόγεια, όπου δίπλα σ’ ένα γιαπί την ξεμούνιασα κατ’ αρχήν, με κάποιους αλβανούς εργάτες, εκτός από κολατσιό, να απολαμβάνουν και θέαμα.
‘Όμως το αυτοκίνητο ήταν μικρό, η κυρία γύρω στο 1,85 και ‘γω γύρω στο 1,90 και η διαδικασία ήταν επίπονη. Της πρότεινα λοιπόν να πάμε σε κάποιο ξενοδοχείο, για να συνεχίσουμε με περισσότερη άνεση.
«Και γιατί δεν πάμε σπίτι μου;», μου λέει.
«Κι αν έρθει ο άντρας σου, που τον αγαπάς;», της λέω.
«Το πρωί που του μίλησα, ήταν στον Ειρηνικό. Δεν νομίζω να προλαβαίνει», μου ξαναλέει.
Την πήγα, λοιπόν, στο σπίτι της, ανέβηκε πρώτη εκείνη κι αργότερα, με χίλιες προφυλάξεις, για να μην γίνουμε βούκινο στην γειτονιά, ακολούθησα κι εγώ.
Η κυρία είχε προλάβει να γδυθεί, είχε φορέσει κάτι πολύ ελαφρύ και καυλιάρικο και με περίμενε. Εγώ όμως δεν περίμενα ούτε λεπτό. Την πήρα σε τραπέζια, σε καναπέδες, σε πολυθρόνες, σε γραφεία και σε κρεβάτια. Παντού υπήρχε μια φωτογραφία του «καπετάνιου» να μας βλέπει, αλλά στ’ αρχίδια μου. Εξ άλλου, η κυρία τον αγαπούσε, οπότε εμένα δεν μου έπεφτε λόγος. Οι φωνές της ξεσήκωναν την γειτονιά κι εγώ, από την μια φοβόμουν μην μας κάνουν τσακωτούς, κι από την άλλη καύλωνα απίστευτα. Πρέπει να «ξεφόρτωσα» τουλάχιστον τρεις φορές, αλλά η μία θα μου μείνει αξέχαστη, αφού άδειασα ανάμεσα στα βυζιά της, πασαλείβοντας τα χείλη της, ενώ εκείνη με κοίταζε κατ’ ευθείαν στα μάτια.
Αξέχαστο πήδημα.
Μετά, αποκτήσαμε κι εκείνη κι εγώ κινητά και ο καπετάνιος σε κάποια επιστροφή του της σκάλισε το κινητό και βρήκε μηνύματα και κλήσεις. ‘Ετσι έληξε άδοξα η φάση, αλλά έμειναν οι αναμνήσεις.
‘Ατιμα κινητά!