Πώς διασφαλίζεται η Ελλάδα στην περίπτωση που μια άλλη κυβέρνηση επιλέξει να υπαναχωρήσει από τη Συμφωνία των Πρεσπών;
1) Στη Συμφωνία προβλέπεται σαφώς: «οι διατάξεις της Συμφωνίας είναι αμετάκλητες» και «δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της» (άρθρο 20) ως προς τα σημαντικά ουσιαστικά και διαδικαστικά άρθρα της (άρθρο 1(3), (4)).
Επίσης, η ίδια η Συμφωνία ρητά ορίζει στο άρθρο 1 (1) ότι είναι τελική, ενώ στην παράγραφο (2) του ίδιου άρθρου τα μέρη αναγνωρίζουν ως δεσμευτικό το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
2) Παράλληλα, επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε η ενσωμάτωση των συμφωνηθέντων στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, ούτως ώστε, με την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της γείτονος και με τις συνταγματικές τροποποιήσεις ως προς τα άρθρα των οποίων η διατύπωση θα ήταν δυνατό να υποκρύπτει αλυτρωτισμό, οιαδήποτε παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών να συνιστά, επίσης, παραβίαση του ίδιου του Συντάγματος της γείτονος. Η ΠΓΔΜ γνωστοποίησε επισήμως στην Ελλάδα (Ρηματική Διακοίνωση ΥΠΕΞ ΠΓΔΜ προς ΥΠΕΞ Ελλάδας από 16/1/2019) ότι ολοκλήρωσε όλες τις εσωτερικές της διαδικασίες, «βάσει του Συντάγματός της».
3) Η χώρα θα γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ αποκλειστικά με την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» και τις νέες ορολογίες και με σαφή επίκληση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο ανάγεται σε «κεκτημένο» της ίδιας της Συμμαχίας. Εφόσον διαπιστωθεί από ελληνικής πλευράς ότι δεν πληρούνται οι όροι της Συμφωνίας, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί από το ΝΑΤΟ η ενταξιακή διαδικασία.
Το Πρωτόκολλο Ένταξης θα πρέπει άλλωστε να υπογραφεί από όλα τα Κράτη-Μέλη, ενώ απαιτείται και η επικύρωσή του από όλες τις Συμμάχους χώρες.
Όσον αφορά τις μελλοντικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ, η Ελλάδα θα μπορεί να διακόψει τη διαδικασία σε κάθε στάδιο της σχετικής διαδικασίας (33 κεφάλαια) εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια της Συμφωνίας.
4) Τέλος, τυχόν παραβίαση της Συμφωνίας θα ενεργοποιούσε για την Ελλάδα τον σαφώς προβλεπόμενο από τη Συμφωνία (άρθρο 19) μηχανισμό επίλυσης διαφορών, με τον οποίο προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και, στη συνέχεια, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.