Ο Πειραιάς δεν είναι μόνο το λιμάνι, το Πασαλιμάνι και η Καστέλλα...
Είναι ο Ολυμπιακός και το γήπεδο Καραϊσκάκη. Είναι οι σκληρές γειτονιές Τρούμπα, Δραπετσώνα, Ταμπούρια, Καμίνια, Κοκκινιά, Πέραμα και τα άγρια Μανιάτικα σφηνωμένα ανάμεσα σε βράχια και λασπόνερα.
Η πιο ζόρικη διαδρομή για τους ανυποψίαστους.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ Η ΤΑΙΝΙΑ!!!
Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι
Ήτανε όλοι εκεί
Οι αγαπημένοι από τα παλιά
Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα , τον Άγιο Δημήτρη , τα Ταμπούρια
και την Υπαπαντή
Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια
Από τη λέσχη του Σταύρου ήρθε ο έβδομος αδερφός του, ο Λουκάς , που
αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι , ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας , το δεξί
μπακ του ΠΟΑΔ , ο κουρέας ο Λοΐζος , που παιζε τερματοφύλακας ,
ο Φιρλίγκος , ο Πιεράκος , ο Γκέλος , που πέρναγε παραμάνες στα μάγουλά
του χωρίς να ματώνει , τα αδέρφια οι Αράπηδες , ένας απ τους Κριελάκους ,
ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ το τάγμα Τσιλιβαραίων βρέθηκαν εκεί .
Απ το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς , ο Θοδωρής , που κυνηγάει τους
πούστηδες , ο Στέλιος ο Υγρασίας , οι Γαργαλάκοι , ο Καραβάς , το σέντερ
φορ της ΠΟΑΔ , ο Τσούτας , ο Δρακούλης ο αστυφύλακας , χωρίς τη στολή ,
ο Μονέδας , ένας απ τους Μαριόληδες , ο Πηλάλης , ο Μπαμπάτσικος ,
ο Κατσίκας η Αλήτρα κι όσοι απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί
Απ των « Κυνηγών » ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει , ο Μαγουλάς , ο Μηνάς
κι ο γαμπρός του, ο Σπίγγος , ο Μηνάς ο νταβατζής , οι Γεωργακαράκοι ,
ο Θοδωρής το Φάντασμα , ο Γιώργος ο Τσίου , που χάθηκε τζάμπα ,
ο Μαυροειδάκος , τα Δίδυμα κι όσοι απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων
ήτανε εκεί
Ήρθανε απ του Τσέχα , του Μπαθρέλου και του Τσαπατσάρη , Ο Βαρίτης ,
οι Μελάδες , ο Πέτρος ο Κεφάλας , ο Μιχάλης , που τον κλάψανε όλα
τα Μανιάτικα . Ήρθανε οι δυο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα , κάτι
παιδιά απ την Αμφιάλη , που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι κι όσοι
απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο
Την άλλη μέρα έγραψε και το Φως τι έγινε εκεί :
Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ το ξενοδοχείο της Καστέλας ,
πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ ,
ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά κι οι πιο μικροί , με δάκρυα
στα μάτια , φωνάζανε :
- Πατέρα ! Μη φεύγεις !
Πως , όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους
ησυχάσει με τον Λάντος δίπλα του , δάκρυσε κι αυτός και έκανε και
τους μεγάλους να χτυπιούνται :
- Πατέρα ! Μη Φεύγεις, Πατέρα μη ! Μη φεύγεις !
Έγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά
τους τσαμπουκάδες που γίνανε , το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους
τις σπασμένες τζαμαρίες , το διαλυμένο καφενείο
Έγραψε μερικά το Φως
Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε !