φουκαράς < τουρκική fukara < αραβική فقراء (fuḳara), πληθυντικός του فقير (faḳīr) (φακίρης, με άλλη έννοια στα ελληνικά)
φουκαράς αρσενικό
κακομοίρης, άτυχος, φτωχός, δυστυχής, άτομο που η ζωή του είναι για λύπηση και που δεν μπορεί να κάνει κάτι για να βελτιώσει τη θέση του
Βοήθησέ τον, τον άνθρωπο, φουκαράς είναι, δεν έχει στον ήλιο μοίρα
άτομο που είναι αξιολύπητο επειδή ξαφνικα δεχτηκε ένα ισχυρό χτύπημα από τη μοίρα
Ρε το φουκαρά
τον μπαοκ, τι τον βρήκε!
αντε γραψτε στο θεμα της μεγαλης ομαδας της πολης...που καταντησατε εσεις οι οπαδοι του αρη....να πανηγυριζετε την νικη του ΑΕΠ ηρακλη.....και ο κατηφορος συνεχιζεται....καλησπερα μαξιμε...