Δεν είμαι επικριτικός με τον εαυτό μου. Να στα εξηγήσω χοντρικά. Δεν ξέρω αν έχεις δει μία ταινία που λέγεται "Σπιρτόκουτο" που οι πρωταγωνιστές ουρλιάζουν συνέχεια. Έτσι ήταν το σπίτι μου αλλά σε πιο βαριά εκδοχή. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος μεγαλομανής που για όλες τις αποτυχίες και τις απογοητεύσεις που είχε εισπράξει απ' τη ζωή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έφταιγε ο πατέρας του που "τον πάντρεψε" με τη μάνα μου. Είχε αποκτήσει μία αρρωστημένη εμμονή με αυτή την ιδέα που τον είχε οδηγήσει να ξεσπάει στα παιδιά του. Φαντάσου έναν άνθρωπο να βρίζει και να ωρύεται επί ώρες και με την παραμικρή αφορμή να γίνεται βίαιος. Όταν ήμουν 15 είχε βγάλει μαχαίρι να με μαχαιρώσει, για το καλό μου, γιατί πήγα να φάω ένα αυγό που είπε ότι ήταν χαλασμένο, όταν ήμουν 13 είχε ορμήξει στο δωμάτιο μου με μια πένσα την ώρα που κοιμόμουν και πήγε να μου σπάσει το πόδι γιατί, δε θυμάμαι τι έγκλημα είχα κάνει, είχα φάει όλο το τυρί ή κάτι τέτοιο, κυνήγαγε τη μάνα μου με το τσεκούρι... Τέτοιου είδους καταστάσεις. Συν το ότι δεν ήθελε να έχω φίλους και να βγαίνω έξω, που ίσως ήταν χειρότερο κακό από την κατάσταση μέσα στο σπίτι. Ο ίδιος μοιρολογούσε κάθε φορά που ετοιμαζόταν να βγει, ότι ο πατέρας του τον καταδίκασε να ζει σε έναν τάφο, αλλά του άφησε και ένα βίντσι να βγαίνει στην επιφάνεια (το καφενείο). Για εμένα βίντσι δεν προβλεπόταν.
Εγώ από τη μεριά μου, όσο μπούλης και αν ήμουν, που ήμουν μπούλης δηλαδή, ένα παιδί δειλό και ενοχικό, αντιδρούσα, με αποτέλεσμα οι τσακωμοί να γίνονται χειρότεροι. Θυμάμαι που έλεγε "από 10 χρονών είσαι Ρωχάμης" άρα από τότε μάλλον ξεκίνησα να αντιδράω. Με απειλούσε αυτός, μου έλεγε "θα σε βάλω στο αναμορφωτήριο και θα σε γαμήσουνε από την πρώτη μέρα", "θα σε βάλω στο άσυλο και θα σε πηδήξουνε από την πρώτη μέρα", έβαζε κάτι ρεμάλια του καφενείου να τηλεφωνάνε και να μου λένε "είμαι ο εισαγγελέας και έχω μάθει κάτι πολύ κακά πράγματα για σένα", με έπαιρνε απ' το χέρι να με παραδώσει στην αστυνομία και αφού γυρνούσαμε στο κέντρο με εμένα να καρδιοχτυπώ, καταλήγαμε στο καφενείο να παίξει πόκα. Η καθημερινή επωδός του ήταν "έχω προμαντεύσει το μέλλον σου, θα καταλήξεις στις φυλακές, θα καταλήξεις στα ψυχιατρεία, θα καταλήξεις στα ναρκωτικά και θα σε πηδάνε οι κωλομπαράδες για τη δόση σου. Αυτό είναι το μέλλον σου, είσαι τελειωμένος". Όταν πήγα 18 στις μαντείες προστέθηκαν και τα οράματα, "βλέπω το θάνατο σου, ο χάρος φτερουγίζει από πάνω σου, αυτοκτόνα, πήδα απ' την Ακρόπολη, δέσε μια πέτρα απ' το λαιμό σου και πήδα στη θάλασσα".
Όσο και να αντιδρούσα σε όλα αυτά, όσο και να βριζόμασταν με τον πατέρα μου, τελικά επηρεαζόμουν. Και έμενα να φαντάζομαι το μελοντικό εαυτό μου να προσπαθεί να επιβιώσει στα διάφορα σενάρια που μου παρουσίαζε.
Χειρότερη επίδραση από αυτά όμως νομίζω, και δεν ξέρω αν τους κατηγορώ άδικα, είχαν κάτι μπαρμπάδες μου που τους είχε επιστρατεύσει να μου κάνουν δίκες.
Με φώναζε στο τραπέζι, αφού τέλειωναν τα δικά τους, απήγγειλε το κατηγορητήριο και μετά άρχιζαν αυτοί, γιατί το έκανες αυτό, τι είναι αυτά που κάνεις, πρέπει να σέβεσαι τους γονείς σου, πατέρας σου είναι ας πει και μια κουβέντα παραπάνω... τα γνωστά. Εγώ που ντρεπόμουν να μιλήσω για όσα συνέβαιναν, στον οποιονδήποτε, βρισκόμουν να απολογούμαι για τα εγκλήματα μου. Αυτός ήταν ένας ρόλος που δυστυχώς μου εντυπώθηκε στη συνείδηση και συνέχισα να τον παίζω στην υπόλοιπη ζωή μου. Κάθε φορά που κάποιος μου έκανε κάτι κακό, αισθανόμουν αυτομάτως εγώ ένοχος και αντί να αμυνθώ, προσπαθούσα να απολογηθώ σε αυτόν που με έβλαψε. Συνταγή για καταστροφή για αυτονόητους λόγους.
Στα 17-18 αυτό το πανηγύρι προσπάθησα να το αποφύγω. Όταν έρχονταν οι σκατοσυγγενείς και μπορούσα, την έκανα απ' το σπίτι, αλλιώς, έχοντας αποκτήσει πλέον δωμάτιο με κλειδαριά, κλειδωνόμουν στο δωμάτιο μου μέχρι να φύγουν. Αυτό ο πατέρας μου το είδε σαν αμφισβήτηση της εξουσίας του, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα power struggle να το πω, όπου αυτός προσπαθούσε να με κάνει να ντραπώ για να ανοίξω και να... προσέλθω στο δικαστήριο, ενώ εγώ προσπαθούσα να τους γράψω στ' αρχίδια μου. Έλεγε λοιπόν ο μακαρίτης στους συγγενείς ότι είμαι ψυχοπαθής και δε βγαίνω καθόλου απ' το δωμάτιο μου και ότι δε μιλάω σε κανέναν και τους έβαζε να μου χτυπάνε την πόρτα και να με φωνάζουν να βγω έξω (για το καλό μου). Ένας παπάρας που είχε μικρά παιδιά μάλιστα τα έβαλε μια φορά να μου κλωτσάνε την πόρτα. Αυτοί όλοι ήταν συγχωριανοί του πατέρα μου που ξέραν και το χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του και τις εμμονές του και τις παιδαγωγικές του μεθόδους. Δεν ήταν άνθρωπος που έκανε πράγματα στα κρυφά άλλωστε. Απλά πάντα αναζητούσε τη συναναστροφή ανθρώπων που πήγαιναν με τα νερά του και γινόταν εκρηκτικός όταν κάποιος του έφερνε αντιρρήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τέλος της ζωής του και παρότι λόγω επαγγέλματος είχε κάνει πολύ περισσότερες φιλίες απ' ότι ο μέσος άνθρωπος, είχε καταφέρει να τσακωθεί σχεδόν με τους πάντες εκτός από αυτούς τους συγγενείς. Σε αυτούς κατέφευγε πάντα για να λάβει την ηθική νομιμοποίηση για τις πράξεις του και αυτοί συγκατάβαιναν πάντα μπροστά στη δικαιολογία "για το καλό του". Ο προφανής λόγος για τη συγκατάβαση είναι η κοινωνική υποχρέωση για υποκρισία που κουβαλάνε οι συγγένειες, αλλά εγώ πιστεύω ότι έβρισκαν ευκαιρία να εκτονώσουν και δικά τους απωθημένα. Όταν κάποτε με φιλοξένησε μια κατατρομαγμένη ξαδέρφη μου για λίγες μέρες στο χωριό, μου εξήγησε, μόλις της έφυγε ο φόβος, ότι, από όσα της είχε περιγράψει ο μπάρμπας μου για μένα, περίμενε να υποδεχθεί κάτι σαν... τον λήσταρχο Νταβέλη!
Αυτοί οι ίδιοι συγγενείς που, απ' όσο μπορώ να γνωρίζω, μεγάλωσαν τα δικά τους παιδιά με τον αντίθετο τρόπο, σήμερα με κουτσομπολεύουν μεταξύ τους με χωριάτικη αντιζηλία κ μικροπρέπεια. Λες και δεν ήξεραν, λες και δεν συμμετείχαν.
Γιατί έγραψα ότι ίσως είχαν χειρότερη επίδραση οι συγγενείς μου επάνω μου; Γιατί αυτοί αντιπροσώπευαν τη γνώμη της κοινωνίας για ότι συνέβαινε στο σπίτι μου. Είναι αλλιώς να σκέφτεσαι ότι έχω μια προβληματική οικογένεια, αλλά ΟΚ μπορώ όταν γίνω 18 να φύγω απ' το σπίτι και να ζήσω μια φυσιολογική ζωή και αλλιώς να ασθάνεσαι ότι είσαι εσύ ο ένοχος.
Τι έκανε η μάνα σου θα με ρωτήσετε. Η μάνα μου είτε γιατί ήταν και η ίδια θύμα και ήθελε κάπου να ξεσπάσει, είτε γιατί δεν της ήταν εύκολο να αποδεχτεί ότι έκανε μια αποτυχημένη οικογένεια (μια οικογένεια δεν είναι, στα μάτια της κοινωνίας, αποτυχημένη επειδή έχει ένα κακό παιδί, αλλά είναι αποτυχημένη όταν ο σύζυγος είναι για τα σίδερα), καθρέφτιζε πλήρως τη συμπεριφορά του πατέρα μου. Σταμάταγε αυτός το βρίσιμο, το συνέχιζε αυτή. Ακόμα και σήμερα, χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου, τσακώνεται με τη γεροντοκόρη αδερφή της στο τηλέφωνο και μόλις το κλείσει αρχίζει να μου λέει ότι είμαι κι εγώ σαν την αδερφή της, τρελός, γερασμένος και εσώκλειστος, ενώ ταυτόχρονα κάθε φορά που πάω να βγω απ' το σπίτι κλαίγεται και οδύρεται ότι δε θα κοιμηθεί όλο το βράδυ και πρέπει να γίνει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος για να γυρίσω την πετούγια της πόρτας. Λες και είναι μεγαλύτερο κακό, μεγαλύτερη ανησυχία για μια μάνα, ο τριαντάρης γιος της να πάει μια βόλτα το βράδυ, απ' το να κάθεται κλεισμένος σπίτι, να μην έχει φίλους και να μην έχει κάνει ποτέ στη ζωή του σχέση με γυναίκα. Δεν είναι αυτή η ανησυχία της φυσικά, απλά είναι πιο κοινωνικά αποδεκτή δικαιολογία το ανησυχώ για το παιδί μου, απ' το συνεχίζω ψυχαναγκαστικά την καταπίεση του πατέρα του, που ήθελε να εκδικηθεί τον δικό του πατέρα στο πρόσωπο του παιδιού του και μαζί μ' αυτόν όλες τις αδικίες που πίστευε ότι του μοίρασε η ζωή.