αφιερωμενο σε μια γλυκια υπαρξη
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα
(Πράξη Β΄, σκηνή 2)
ΡΩΜ. Κυρά μου, μα το ευλογημένο αυτό φεγγάρι
που ασημοβάφει τις κορφές των δέντρων –
ΙΟΥΛ. Όχι , μην παίρνεις όρκο στο φεγγάρι, το άστατο,
που με τον μήνα αλλάζει κάνοντας το γύρο του,
μήπως κι η αγάπη σου αλλάξει σαν κι αυτό.
ΡΩΜ. Σε τι να σου ορκιστώ;
ΙΟΥΛ. Μην ορκιστείς καθόλου· ή, αν θέλεις,
ορκίσου στον χαριτωμένον εαυτό σου,
που ’ν’ της λατρείας μου ο θεός, να σε πιστέψω.
ΡΩΜ. Αν η καρδιά μου, αγάπη μου–
ΙΟΥΛ. Άσε, μην ορκιστείς. Μ’ όλη μου τη χαρά για σένα,
δε χαίρομαι τη συμφωνία μας τούτη απόψε:
πολύ ’ρθε ορμητικά, πολύ αναπάντεχα, πολύ άξαφνα·
πολύ σαν αστραπή, που χάνεται προτού
να ειπείς αστράφτει. Καληνύχτα, αγάπη μου!
Μπορεί τούτ’ το μπουμπούκι της αγάπης μας
να ’ναι όμορφος ανθός όταν ξανανταμώσουμε.
Καλή σου νύχτα, καληνύχτα! Κι η γλυκιά γαλήνη
που νιώθω στην καρδιά μου και δικιά σου ας γίνει!
ΡΩΜ.. Ω! θέλεις να μ’ αφήσεις έτσι απαρηγόρητον;
ΙΟΥΛ. Σαν τι παρηγοριά θέλεις ετούτ’ τη νύχτα;
ΡΩΜ. Σού ’δωσα την πίστη μου αγάπη, δώσ’ μου τη δικιά σου.
ΙΟΥΛ. Εγώ σ’ την έδωσα προτού μου την ζητήσεις·
και πάλι θα ‘θελα να ’ταν δικό μου χτήμα.
ΡΩΜ. Να μου την πάρεις θέλεις; Και γιατί καλή μου;
ΙΟΥΛ. Για να φανώ απλοχέρα να σ’ την ξαναδώσω.
Μα κάνω ευκή για κάτι που έχω δα: η απλοχεριά μου
έχει της θάλασσας την άπλα, και η αγάπη μου
το βάθος της· όσο περσότερη σου δίνω,
τόσο περσότερη έχω, τι άπειρα είναι και τα δυό.
(Φωνή της παραμάνας από μέσα.)
Κάποιον ακούω μέσα· χαίρε, αγάπη μου ακριβή!
–Αμέσως παραμάνα μου!– Γλυκέ Μοντέγο,
να ’σαι πιστός. Περίμενε λιγάκι, θα ξανάρθω. (Βγαίνει.)
ΡΩΜ. Ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα! Πώς φοβάμαι,
μην, όντας νύχτα, όλ’ αυτά είναι μόνον όνειρο
πάρα πολύ γλυκό για να ’ναι αλήθεια.