«Μακεδονικό ζήτημα»: μια παλιά υπόθεση
Είναι εντυπωσιακό πως στο συγκεκριμένο ζήτημα η ακροδεξιά ατζέντα και μυθολογία έχει εναρμονιστεί σε πολλά σημεία με την εθνική πολιτική. Ένα από τα σημεία αυτά είναι και η πεποίθηση ότι η ονομασία «Μακεδόνες» εμφανίζεται το 1943-44 και είναι κατασκεύασμα του Τίτο. Η αλήθεια είναι ότι η ονομασία αυτή εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς τίθεται το ζήτημα της εθνικής προέλευσης των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας. Έχοντας κεντρική θέση στα Βαλκάνια, η Μακεδονία, με τα τρία βιλαέτια της Σελανίκ (Θεσσαλονίκης), του Μοναστηρίου (Βιτολίων) και του Ουσκούμπ (των Σκοπίων, που μετά το 1877 ονομάστηκε βιλαέτι του Κόσσοβου), βρισκόταν στο επίκεντρο των αντιμαχόμενων εθνικισμών. Η Μακεδονία υπήρξε ένας τόπος στον οποίο συναντήθηκαν και συμβίωσαν -ειρηνικά ως επί το πλείστον- πολλές διακριτές γλωσσικές και θρησκευτικές κοινότητες. Ο μακεδονικός χώρος διαχρονικά αποτέλεσε ένα μεγάλο χωνευτήρι λαών και πολιτισμών. Μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους, Έλληνες ή εξελληνισμένοι ντόπιοι πληθυσμοί, Ρωμαίοι ή εκλατινισμένοι Έλληνες, Ιλλύριοι, Θράκες, Παίονες, Ούννοι, Γότθοι και Βησιγότθοι, Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι συμβίωσαν, επί μακρόν ή για μικρά διαστήματα, ειρηνικά ή εχθρικά μεταξύ τους, υπό ποικίλους κυριάρχους. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ο πληθυσμός της περιοχής αποτελούνταν από διάφορες εθνοτικές ομάδες που συνέκλιναν και επικαλύπτονταν: Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι και Αλβανοί, αλλά και διάφορες παραλλαγές τους. Όλοι αυτοί συνιστούσαν το πολύχρωμο μωσαϊκό της Μακεδονίας. Είναι νομίζουμε φανερό ότι η εθνολογική διάκριση μιας τόσο πολυπολιτισμικής περιοχής δεν μπορούσε να βασιστεί σε κανένα κριτήριο (γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα), καθώς το ένα μπορούσε κάλλιστα να αντιφάσκει με το άλλο. Για παράδειγμα, ο γνωστός μακεδονομάχος καπετάν Κώττας μιλώντας προς τους προεστούς των Κορεστίων αναφέρει: «Ημείς οι Μακεδόνες διά ν' αποκτήσωμεν ελευθερίαν έχομεν δύο δρόμους ν' ακολουθήσωμεν. Ο ένας πηγαίνει εις την Βουλγαρίαν, ο άλλος πηγαίνει εις την Ελλάδα.»Η ομιλία αυτή έγινε σε μια γλώσσα την οποία ο Παύλος Μελάς που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει ως «μακεδονικά». Και είναι ο ίδιος ο καπετάν Κώττας, ο οποίος -όντας σλαβόφωνος- την ώρα που εκτελούνταν από τους Οθωμανούς φώναξε: «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς)». Οπότε έπρεπε να ξεκαθαρίσουν δυο πράγματα: ποια από τα υπάρχοντα έθνη-κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία) θα ενσωματώσει την περιοχή και σε δεύτερο χρόνο τι θα γίνει με τους πληθυσμούς που έχουν διαφορετική γλώσσα, θρησκεία κτλ. Για το πρώτο ζήτημα, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ως και τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου συγκρούστηκαν στην περιοχή τρεις επιθετικοί εθνικισμοί με αλυτρωτικές βλέψεις: η “Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου”, η “Μεγάλη Σερβία” και η “Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών” βρέθηκαν αντιμέτωπες σε μια ανελέητη σφαγή που έντεχνα ονομάστηκε μακεδονικός αγώνας. Εντέλει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος. Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα αλληλοφαγώματος και σφαγών μεταξύ των ντόπιων πληθυσμών εμφανίστηκε και ο μακεδονικός εθνικισμός που άρχισε να δημιουργεί τη δική του εθνική αφήγηση και οριστικά εκπλήρωσε τους πόθους του για κρατική υπόσταση το 1991. Από τη στιγμή της εμφάνισής του, αλλά κυρίως μετά το 1991, ο μακεδονικός εθνικισμός, όπως κάθε εθνικισμός, κατασκευάζει τη δική του εθνική αφήγηση. Μια αφήγηση γεμάτη από αναχρονισμούς, αποσιωπήσεις, αποσπάσεις από τα ιστορικά γεγονότα, και φυσικά μύθους που δομούν την εθνική ταυτότητα. Η συζήτηση γύρω από τη χρήση του ονόματος Μακεδονία αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της χειραγώγησης των ιστορικών γεγονότων για την εξυπηρέτηση των εθνικιστικών αντιλήψεων. Τα τελευταία χρόνια εκφράζει διάφορες αλυτρωτικές βλέψεις, ακολουθώντας τα χνάρια των άλλων βαλκανικών εθνικισμών, ενώ έχει προσφύγει σε μια ανιστόρητη και κιτς πολιτική προπαγάνδα με ανεγέρσεις αγαλμάτων, ονοματοδοσίες κτλ. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, είναι γνωστές οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στα Βαλκάνια: εκδιώξεις, εξοντώσεις, μαζικές εκκαθαρίσεις και βίαιες διαδικασίες ομογενοποίησης των πληθυσμών προκειμένου οι εξαιρετικά πολύπλοκες εθνοτικά, θρησκευτικά και γλωσσικά περιοχές να ενσωματωθούν σε κυρίαρχα έθνη-κράτη. Κάτι τέτοιο συνέβη και στο κομμάτι της Μακεδονίας που περιήλθε στο ελληνικό κράτος, καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού του εκείνη την περίοδο δεν ήταν ελληνική ή τουλάχιστον ελληνόφωνη.