O Ηρακλής που απ' την κούνια του το έπνιγε το φίδι
Ήτανε του Σπανιόλου μας μια τρίχα απ' τ' αρχίδι
Κι οι Γερμανοί που κάνανε απόβαση στην Κρήτη
Ένα κακάδι ήτανε στου Μάρκου μας τη μύτη
Από ψηλά όταν θωρείς, Κρητικόπουλε Μιχάλη
Τι κάνει ο Γκονζάλες μας μ' αυτό του το κεφάλι
Τοίχο εις τον παράδεισο αναζητάς να βρεις
Να κοπανήσεις κι απ' τη ζήλια σου πια να ανακουφιστείς
Όσοι ΑΡΔ τον είδανε, χάσανε το μαρκούτσι
Άσε που ξαναφύτρωσαν τα ράστα του Μπελούτσι
Όταν τον βλέπει ο Λέτο δε, αλλάζει σαμπουάν
Κι' ευθύς αυτο-αποβάλλεται ο οικτρός Μπαρκαουάν
Όταν τον βλέπω και εγώ, με πιάνει ταραχή
Αφού το αόρατο να δεις, θέλεις ακτίνες Χ
Θέλω ευθύς ν' ανεβώ, να δω τον Πειραιά,
Να πέσω μες τη θάλασσα, και να λουστώ σκατά.