Ας πω και λιγα λογια για τον βικτωρα ουγκω!
Ο Βίκτωρ Ουγκώ (γαλλικά: Victor Marie Vicomte Hugo) (26 Φεβρουαρίου 1802 – 22 Μαΐου 1885) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, ο πλέον σημαντικός και προβεβλημένος εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού.
Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του αντιλήφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο και ξεκίνησε τις μεταφράσεις έργων από τα λατινικά καθώς και δικές του πρωτότυπες ποιητικές εργασίες. Η αξία του αναγνωρίστηκε σύντομα μέσα στο γαλλικό ακαδημαϊκό κύκλο αλλά και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την πολιτική μεταλλασσόμενος βαθμιαία από φιλομοναρχικό συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό. Την τελευταία περίοδο της ζωής του γνώρισε τη λατρεία του γαλλικού έθνους, ταυτιζόμενος με την ίδια τη Γαλλία, όπως ο ίδιος έλεγε στο ποίημά του Lettre à une femme (Γράμμα σε μία γυναίκα): "Je ne sais plus mon nom, je m'appelle Patrie!" (Δε γνωρίζω πλέον το όνομά μου, ονομάζομαι Πατρίς). Προ πάντων, όμως, ως ο μεγαλύτερος Γάλλος συγγραφέας του άμεσου μετεπαναστατικού περιβάλλοντος, ήταν ο ποιητής του νέου κόσμου, ο προφητικός, παραισθησιακός φιλόσοφος και μυθοπλάστης μιας ριζικά νέας εποχής.
Γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1802 στην πόλη Μπεζανσόν του Νομού Φρανς-Κοντέ (Franche-Comté) της ανατολικής Γαλλίας και ήταν ο νεότερος γιος του Ιωσήφ Ουγκώ και της Σοφί Τρεμπισέ. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός (έγινε στρατηγός της Αυτοκρατορίας το 1809) του Ναπολέοντα και ιδεολογικά τοποθετημένος στους δημοκρατικούς ενώ θρησκευτικά δήλωνε αθεϊστής. Στο άλλο άκρο η μητέρα του, προερχόμενη από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, ήταν φιλομοναρχική και ευσεβής ρωμαιοκαθολική.
Ως αποτέλεσμα της ασυμφωνίας πεποιθήσεων του ζεύγους Ουγκώ ήρθε το 1803 ο σύντομος χωρισμός του και η μετακίνηση της Σοφί και των παιδιών στο Παρίσι. Το 1807 η οικογένεια επανενώθηκε για δύο χρόνια με την απόφαση της Σοφί να μεταβεί στην Ιταλία, όπου ο σύζυγός της υπηρετούσε ως κυβερνήτης επαρχίας. Το 1809 φεύγουν πάλι και παραμένουν για δύο χρόνια στην κωμόπολη Φεγιαντίν (Feuillantines). Όμως η πτώση του Ναπολέοντα στέρησε την οικογένεια Ουγκώ από την άνετη και πλούσια ζωή. Ο πατέρας, που είχε φτάσει τον βαθμό του κόμητος, τέθηκε υπό περιορισμό στο Μπλουά και του περιόρισαν το εισόδημα μόλις σε 40 λίρες το χρόνο. Η οριστική διάσταση των γονιών του Βίκτωρα φτάνει το 1813, οπότε και εγκαθίστανται με τη μητέρα του οριστικά στο Παρίσι, όπου μόλις που τα έβγαζαν πέρα με τα λίγα χρήματα που είχαν. Ο Βίκτωρ Ουγκώ διέμεινε από το 1815 έως το 1818 στο οικοτροφείο Pension Cordier ενώ παρακολουθούσε μαθήματα στο περίφημο Κολλέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου (Collège Louis-le Grand).
Από πολύ νωρίς ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και να μεταφράζει κλασσικούς Λατίνους ποιητές όπως ο Βιργίλιος. Η πρώιμη φιλοδοξία του τον έσπρωξε να γράψει σε ηλικία μόλις 14 ετών σε μία εφημερίδα της εποχής: "Je veux être Chateaubriand ou rien" (Επιθυμώ να γίνω ή Σατωβριάνδος ή τίποτα). Στα 1817 βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία για κάποιο ποίημά του και το 1819 βραβεύτηκε από τα Ανθεστήρια της Τουλούζης (Académie des Jeux floraux de Toulouse). Ο Σατωβριάνδος αποκάλεσε τον Ουγκώ "εξαιρετική φυσιογνωμία", προφητεύοντας έτσι το μεγάλο μέλλον του νεαρού συγγραφέα. Αυτά τα γεγονότα έπεισαν τον πατέρα του να τον αφήσει να αφιερωθεί στη λογοτεχνία παρά τα σχέδιά του να φοιτήσει ο γιος του στην Πολυτεχνική Σχολή. Λίγο καιρό αργότερα θα εγκαταλείψει και τις σπουδές του στη Νομική Σχολή. Άλλωστε τα βραβεία ποιήσεως που κέρδισε, του έδωσαν θάρρος να συνεχίσει.
Αν και επί ένα έτος ήταν αναγκασμένος να μένει σε μία σοφίτα επί της οδού Ντι Ντραγκόν, παρέα με ποντίκια, έγραφε ωστόσο με μεγάλη επιμέλεια, επιμονή και αυτοπεποίθηση, αρετές που δεν του έλειψαν ποτέ στη ζωή του.
Το 1819 ιδρύει μαζί με τους αδερφούς του το περιοδικό Conservateur Littéraire όπου υποστηρίζει τις θέσεις του Σατωβριάνδου (François René Chateaubriand). Στις 27 Ιουνίου 1821 πεθαίνει η μητέρα του και ένα μήνα, περίπου, αργότερα στις 20 Ιουλίου ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται. Το 1822, δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή Nouvelles Odes et Poésies Diverses, η οποία προσήλκυσε την προσοχή και την εύνοια του βασιλές, κι έτσι έλαβε μία βασιλική επιχορήγηση από τον Λουδοβίκο. Την ίδια εποχή συνεργάζεται με το περιοδικό Muse Française και συχνάζει στο λογοτεχνικό σαλόνι του Καρόλου Νοντιέ (Charles Nodier), όπου συναναστρέφεται με τον Αλφρέδο Ντε Βινί (Alfred de Vigny) και το Λαμαρτίνο (Lamartine). Με γεμάτο τώρα το βαλάντιο, ήταν σε θέση να επιχειρήσει κάτι που πάντα σκεπτόταν, αλλά ποτέ δεν είχε τολμήσει: τον γάμο.
Στις 20 Οκτωβρίου 1822 ο Ουγκώ παντρεύεται την Αντέλ Φουσέ (Adèle Foucher), που την ήθελε από καιρό. Ένας γάμος, που όπως και αυτός των γονιών του, χαρακτηρίζεται από δυσαρμονία μεταξύ των συζύγων και οδηγεί το συγγραφέα σε μία μακροχρόνια σχέση με τη μούσα και ερωμένη του ηθοποιό Ζιλιέτ Ντρουέ (Juliette Drouet) μέχρι το θάνατό της το 1882. Πλην αυτού, όμως, ο γάμος του υποκρύπτει και μία τραγωδία μιας και ο μικρότερος αδερφός του Ευγένιος, όντας κρυφά ερωτευμένος με την Αντέλ, χάνει τα λογικά του την ημέρα του γάμου και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του σε ίδρυμα.
Το 1823 κάνει το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με το μυθιστόρημα Χαν της Ισλανδίας (Han d'Islande), το οποίο κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο σε τέσσερις μικρούς τόμους. Η συγγραφική του σταδιοδρομία τώρα είχε αρχίσει επισήμως. Η ποίηση της εποχής εκείνης ήταν έντονα ρομαντική, αλλά ρηχή και επιτηδευμένη. Ο Ουγκώ εγκατέλειψε τον παλιό αυτό ποιητικό τύπο και με το δροσερό λυρισμό του, εγκαινίασε μία νέα ποιητική τέχνη.
Η ποιητική συλλογή, που τον καθιερώνει εκδίδεται στα 1826 και είναι οι Ωδές και Μπαλάντες (Odes et Ballades), με την οποία αναγνωρίζεται σαν αξιόλογος λυρικός ποιητής και τεχνίτης του στίχου. Ακολουθεί τον ίδιο χρόνο το μυθιστόρημα Μπυγκ Ζαργκάλ (Bug-Jargal) και το 1827 το θεατρικό έργο Κρόμγουελ (Cromwell).
Ο Κρόμγουελ είναι το έργο που του εξασφάλισε τον τίτλο του επαναστάτη του ρομαντισμού και του ηγέτη των νεωτεριστικών τάσεων της τέχνης, σ' όλες τις εκδηλώσεις. Στο μνημειώδη Πρόλογο του Κρόμγουελ (Préface de Cromwell) ο Ουγκώ προτείνει στους συγχρόνους του δραματουργούς να απαλλαγούν από τις φόρμες, που επέβαλλε ο γαλλικός θεατρικός κλασικισμός, εισάγοντας στη θεατρική τέχνη το ρομαντικό δράμα. Έχοντας ήδη γνωρίσει το σαιξπηρικό έργο, τη γερμανική θεατρογραφία και τη δραματουργία του Σλέγκελ (Schlegel) με τον πρόλογό του δίνει το έναυσμα μίας πολύχρονης διαμάχης μεταξύ γαλλικού κλασικισμού και Ρομαντισμού. Επιπλέον με τον Κρόμβελ εισηγείται ένα υπόδειγμα σύγχρονου ιστορικού δράματος, που υπακούει στη σαιξπηρική τεχνική. Εν τω μεταξύ στις 29 Ιανουαρίου 1828 πεθαίνει ο πατέρας του και από εκείνη τη στιγμή ο Ουγκώ αρχίζει να αυτοαποκαλείται βαρώνος.
Το 1829 εξέδωσε τα Ανατολίτικα, ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του, εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο φιλελληνισμός του Ουγκώ, που φανερώνεται με το έργο αυτό, παρέμεινε θερμός και αγνός και δεν άφησε ευκαιρία, από το 1821 μέχρι την Κρητική Επανάσταση του 1866, να εκδηλώνεται σαν ένα ιερό σύμβολο της θρησκείας του που λεγόταν Ελευθερία.
Παρόλες τις ποιητικές του δάφνες, τα οικονομικά του Ουγκώ δεν ήταν πολύ ανθηρά μέχρι που καταπιάστηκε με το δράμα. Η περίοδος των ετών 1830 έως 1843 αποτελεί διάστημα καταξίωσης του Γάλλου λογοτέχνη με πλούσια παραγωγή έργων. Το 1830 ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία το θεατρικό του έργο Ερνάνης (Hernani), του οποίου η έκδοση τού έφερε πολλά κέρδη. Λίγο αργότερα, το 1831, κυκλοφορεί το διάσημο μυθιστόρημά του Η Παναγία των Παρισίων (Notre-Dame de Paris), που σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και τον έκανε ακόμα πιο πλούσιο. Παράλληλα δημοσιεύει έργα λυρικής ποίησης, εμπνευσμένα από το ειδύλλιό του με τη Ζιλιέτ Ντρουέ. Στα 1841, έπειτα από δύο άκαρπες υποψηφιότητες, εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie française).
Η ζωή του, εντούτοις, θα σημαδευτεί μέχρι τέλους από μία προσωπική τραγωδία, το θάνατο από πνιγμό της νεόνυμφης κόρης του Λεοπολδίνης (Léopoldine) και του συζύγου της Καρόλου Βακερί (Charles Vacquerie) στις 4 Σεπτεμβρίου 1843. Ο Ουγκώ εκείνες τις μέρες βρισκόταν σε ταξίδι στα Πυρηναία και πληροφορήθηκε το γεγονός διαβάζοντας τυχαία κάποια εφημερίδα. Η καταλυτική επίδρασή του συμβάντος πάνω του φάνηκε από το ότι δε δημοσίευσε κανένα έργο του τουλάχιστον για μία δεκαετία.
Το ενδιαφέρον του τώρα κερδίζει η πολιτική και αρχικά υποστηρίζει με θέρμη το βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο (Louis-Philippe) ενώ λίγο αργότερα συνδέεται φιλικά με τη θερμή θαυμάστρια του έργου του, δούκισσα της Ορλεάνης, προσδοκώντας την ανάθεση κάποιου υπουργείου στην περίπτωση που ο σύζυγός της αναλάμβανε την εξουσία. Ο θάνατος του δούκα της Ορλεάνης, παρά ταύτα, ακυρώνει τις όποιες φιλοδοξίες του συγγραφέα.
Στα 1845 ο Λουδοβίκος Φίλιππος τον ονόμασε Pair de France, μέλος δηλαδή της Άνω Βουλής. Εκεί εκφώνησε λόγους ενάντια στη θανατική καταδίκη και την κοινωνική αδικία ενώ υποστήριξε την ελευθερία του Τύπου και την αυτοδιάθεση της Πολωνίας. Μετά την Επανάσταση του 1848 και την ανακήρυξη της Β’ Γαλλικής Δημοκρατία εκλέγεται, με τη βοήθεια του Λέοντος Γαμβέτα, βουλευτής Παρισίων στη Συντακτική και ακόλουθα στη Νομοθετική Συνέλευση. Τότε αναδεικνύεται σε θερμό υποστηρικτή του Ναπολέοντα Γ', ανιψιού του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, συντασσόμενος ενεργά με την προώθηση της υποψηφιότητάς του για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Η πραξικοπηματική κατάλυση της δημοκρατίας από το Ναπολέοντα Γ' το 1851 και η ανάδειξή του σε Αυτοκράτορα κάνει τον Ουγκώ να αλλάξει τις φιλοβοναπαρτικές του αντιλήψεις και να στραφεί με μένος εναντίον του. Η επικείμενη δίωξή του, μετά από αυτό, τον αναγκάζει να διαφύγει στις Βρυξέλλες μεταμφιεσμένος σε εργάτη. Έτσι εγκαινίασε την μακρά περίοδο αυτοεξορίας του, που θα διαρκέσει περίπου 20 χρόνια.
Στη διάρκεια της εξορίας του δημοσίευσε δύο πολιτικά μανιφέστα ενάντια στον Ναπολέοντα Γ’, το Ναπολέων ο Μικρός (Napoléon le Petit, 1852) και το Επιστολές στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη (Lettres à Louis Bonaparte, 1855), που διαδόθηκαν ευρέως παράνομα στη Γαλλία, ενώ αργότερα συνέγραψε αναφορικά με τα γεγονότα της εποχής το έργο Η ιστορία ενός εγκλήματος (Histoire d'un crime, Α’ μέρος 1877 και Β’ μέρος 1878). Το 1853 κυκλοφορεί και την ποιητική του συλλογή Τιμωρίες (Les Châtiments) όπου με λυρισμό επαγγέλλεται το θρίαμβο της παγκόσμιας δημοκρατίας.
Αρχικά εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, το 1852, όμως, μετέβη στο βρετανικό νησί Τζέρσεϋ, το οποίο η ανησυχία των τοπικών αρχών για τη δράση του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το 1855 για να μεταβεί στο γειτονικό νησί Γκέρνσεϋ. Εν τω μεταξύ το Σεπτέμβριο του 1853 μυείται από την Ντελφίν Ντε Ζιραρντέν (Delphine de Girardin), που τον επισκέπτεται στο Τζέρσεϋ, στον πνευματισμό, την επικοινωνία δηλαδή με πνεύματα νεκρών μέσω περιστρεφόμενων και ομιλούντων τραπεζιών.
Στη διετία της παραμονής του στο Τζέρσεϋ κατατρύχεται από την εμμονή του θανάτου και τον απασχολούν τα μυστήρια της ψυχής και του κόσμου. Τότε συγγράφει τα έργα Το Τέλος του Σατανά (La fin de Satan) και Θεός (Dieu), όπου στο πρώτο μεν πραγματεύεται το πρόβλημα του Κακού και στο δεύτερο το πρόβλημα του Απείρου. Και τα δύο εκδόθηκαν μεταθανάτια και έχουν τη μορφή αποκαλυπτικών οραμάτων κινούμενα από τη λανθάνουσα τάση του Ουγκώ για ποίηση σε φόρμα ενόρασης.
Στο νησί Γκέρνσεϋ διαμένει στο Hauteville - House από όπου έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί τη θάλασσα και τις απέναντι γαλλικές ακτές. Εκεί, στρεφόμενος από τη μεταφυσική αναζήτηση στην ανθρώπινη εποποιία, συγγράφει την ποιητική συλλογή Ο Θρύλος των Αιώνων (La Légende des Siècles, 1859) και ολοκληρώνει το αριστούργημά του Οι Άθλιοι (Les Misérables, 1862). Οι Άθλιοι, που άμα τη εκδόσει τους σαγήνευσαν τα λαϊκά στρώματα, θεωρήθηκαν ως το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα και χαρακτηρίστηκαν σαν κοινωνικό ευαγγέλιο των ηθικών και πολιτικών αρετών και φραγγέλιο των κακιών της τότε αστικής κοινωνίας. Σε αυτό το έργο, το οποίο δουλεύει περίπου από το 1828, ο Ουγκώ αποτυπώνει μισό αιώνα γαλλικής ιστορίας. Αποτελεί μία επική τοιχογραφία των μεγάλων γεγονότων της Γαλλίας συνδυαζόμενων με την ιστόρηση ενός μεγάλου έρωτα. Ο Ουγκώ χρησιμοποίησε μερικές από τις δικές του περιπέτειες στην κατασκευή του πλαισίου αυτού. Η ζωή του Μάριου στην πανσιόν Γκορμπό δεν είναι παρά η ίδια η ζωή του Ουγκώ στην οδό Ντι Ντραγκόν! Το βιβλίο δεν ενθουσίασε τον κύκλο των διανοουμένων κριτικών, ενώ περιελήφθη από τον Πάπα Πίο ΙΔ’ στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Εντούτοις, το έργο αυτό εξάπλωσε σε όλο τον κόσμο τη φήμη του Ουγκώ. "Οι σελίδες του αποτελούν λυρικές εποποιΐες πρωτογενούς φύσεως" έγραψε ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς. Η έκδοση του βιβλίου σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία στα εκδοτικά χρονικά. Μία επιτυχία που κανένα άλλο βιβλίο, εκτός από την Αγία Γραφή δεν γνώρισε.
Το 1859 ο Ναπολέων Γ’ προσφέρει αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς εξόριστους αλλά ο Ουγκώ αρνείται να επιστρέψει μην επιθυμώντας να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση έναντι του μονάρχη. Το 1863 κυκλοφορεί μία βιογραφία του από τη γυναίκα του Αδέλα, η οποία πέθανε πέντε χρόνια αργότερα. Το ξέσπασμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου τον οδηγεί στην επιστροφή του στη Γαλλία τον Αύγουστο του 1870, λίγο μετά την ανακήρυξη της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Η είσοδός του στο Παρίσι υπήρξε θριαμβευτική. Η φήμη του ήταν ήδη παγκόσμια. Οι ικανότητές του δεν είχαν αδυνατίσει από την ηλικία του. Ως βουλευτής της Εθνοσυνέλευσης ψηφίζει κατά της ειρήνης και αμέσως παραιτείται. Ακολουθούν η πολιορκία των Παρισίων και η ήττα της Γαλλίας. Ο Ουγκώ απομακρύνεται και πάλι από την πατρίδα του το 1871 κατά τη διάρκεια της επικράτησης της Παρισινής Κομμούνας και παραμένει στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Το ίδιο έτος πεθαίνει ο γιος του Κάρολος (Charles) και το επόμενο η κόρη του Αδέλα εισάγεται στο άσυλο ψυχικά ασθενών Saint-Mandé. Στα δύο προηγούμενα οικογενειακά δράματα προστίθεται το 1873 και ο θάνατος του γιου του Φραγκίσκου – Βίκτωρα (François-Victor).
Στις 30 Ιανουαρίου 1876 ο Βίκτωρ Ουγκώ ονομάζεται ισόβιος Γερουσιαστής από τη Γαλλική Δημοκρατία. Την τελευταία αυτή πολιτική περίοδο της ζωής του γίνεται το είδωλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ίδιος είναι πλέον οπαδός ενός ουτοπικού σοσιαλισμού πιστεύοντας στην κοινωνική συμφιλίωση και την ειρηνική επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, σε σχέση με την επαναστατική βία. Θεωρεί ότι ο ατομικός δρόμος προς την ηθική τελείωση, προς την καλοσύνη οδηγεί στη "σωτηρία" του ατόμου και της κοινωνίας.
Το Φεβρουάριο του 1881 οργανώνεται ένας πανεθνικός εορτασμός προκειμένου να τιμηθεί η είσοδός του στην ένατη δεκαετία της ζωής του. Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν την 25η Φεβρουαρίου με την απόδοση ενός βάζου Σεβρών, παραδοσιακού δώρου προς ηγεμόνες και την 27η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του μία από τις μεγαλύτερες παρελάσεις στη γαλλική ιστορία, όπου τον επευφήμησαν 600.000 συμπατριώτες του.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ πέθανε στις 22 Μαΐου 1885 σε ηλικία 83 ετών έχοντας λάβει εν ζωή σπάνια δόξα για πνευματικό δημιουργό. Στη Γαλλία κηρύχθηκε εθνικό πένθος και μία νύχτα η σορός του έμεινε με τιμητική φρουρά κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου, ταιριαστή τιμή στον μεγάλο άνδρα των Γαλλικών Γραμμάτων. Την ημέρα της κηδείας του (1η Ιουνίου) περίπου 2.000.000 άνθρωποι συνόδευσαν τον επιφανή νεκρό από την Αψίδα του Θριάμβου στο Πάνθεον, το οποίο ορίστηκε ως τελευταία του κατοικία.Ο Ουγκώ επαλήθευσε την πρόβλεψη του Σατωβριάνδου και έγινε μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες της Γαλλίας. Ο Ουγκώ θεωρείται ένας από τους ηγέτες της ρομαντικής κίνησης στη γαλλική λογοτεχνία καθώς επίσης και ένας από τους πλέον παραγωγικούς και πολύπλευρους συγγραφείς της. Αν και εκτός Γαλλίας είναι γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματα Η Παναγία των Παρισίων και Οι Άθλιοι, στη χώρα του διακρίνεται πρώτιστα για τη συνεισφορά του ως ρομαντικός ποιητής.
Ο στίχος του Ουγκώ έχει συγκριθεί με τα έργα του Σαίξπηρ, του Δάντη και του Ομήρου και έχει επηρεάσει διαμετρικά αντίθετους ποιητές όπως ο Κάρολος Μπωντλαίρ, ο Άλφρεντ Λορντ Τέννυσον και ο Ουόλτ Ουίτμαν. Η τεχνική δεξιοτεχνία του Ουγκώ, ο υφολογικός πειραματισμός, η ραγδαία κλιμάκωση των συναισθημάτων, η ποικιλία και η καθολικότητα των θεμάτων του όχι μόνο τον καθιέρωσαν ως ηγέτη της γαλλικής ρομαντικής σχολής αλλά και ως προπομπό της σύγχρονης ποίησης.
Ο Ουγκώ έφερε μια νέα αίσθηση της ομορφιάς των λέξεων, επέκτεινε τους λυρικούς πόρους του γαλλικού στίχου και ενδυνάμωσε τον αλεξανδρινό στίχο με εντυπωσιακά μετρικά διασκελίσματα και τοποθετήσεις της τομής του στίχου. Η παραγωγή του ήταν απέραντη και η ποικιλομορφία της ακόμα καταπλήσσει. Ακόμα έσπασε την παράδοση, όπου η ποιητική γλώσσα θεωρούνταν ως μια εξειδικευμένη μορφή γλώσσας μεταξύ των διάφορων άλλων τεχνικών γλωσσών. Η ποίηση ήταν, για αυτόν, τόσο ελεύθερη και κυρίαρχη όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Στη θεατρική του γραφή ο Ουγκώ αντιτάχθηκε στις φόρμες του κλασικού δράματος όπως το μέτρο, η επιλογή συγκεκριμένων θεμάτων, οι περιορισμοί στη χρήση λέξεων, εισάγοντας πρώτος στη γαλλική θεατρική παραγωγή το ρομαντικό ύφος γραφής.
Στα εικοσιέξι του χρόνια, συγγράφοντας τον Πρόλογο του Κρόμγουελ, γίνεται ο γεννήτορας ενός νέου θεατρικού είδους, του ρομαντικού δράματος. Σε αυτό το κείμενο ο νεαρός συγγραφέας αμφισβητεί το παραδοσιακό θεατρικό είδος και εισάγει στη σκηνή τη ρομαντική θεματολογία. Εντούτοις το ίδιο το έργο θεωρήθηκε αντιθεατρικό και αδύνατο να ανέβει στη σκηνή λόγω της έκτασής του και των πολλών χαρακτήρων του.
Χάρη στον Ερνάνη, όμως, το 1830 ο Ουγκώ καταφέρνει να καταξιωθεί ως θεατρικός συγγραφέας. Στην πορεία του θα συναντήσει μεγάλες επιτυχίες, όπως η παράσταση του έργου του Λουκρητία Βοργία αλλά και αποτυχίες, με το ανέβασμα π.χ. του Ο Βασιλιάς Διασκεδάζει, προτού αποφασίσουν μαζί με τον Αλέξανδρο Δουμά να ιδρύσουν ένα χώρο αποκλειστικά αφιερωμένο στο ρομαντικό θέατρο. Αυτός θα είναι το Théâtre de la Renaissance, που θα εγκαινιάσει τη σκηνή του με το έργο Ρουί Μπλας.
Συνολικά ο Ουγκώ συνέγραψε εννέα μυθιστορήματα, από τα οποία το πρώτο σε ηλικία δεκαέξι ετών και το τελευταίο εβδομήντα δύο. Το μυθιστόρημα καλύπτει όλες τις περιόδους της ζωής του συγγραφέα, όλες τις μορφές και τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του δίχως ποτέ να ταυτίζεται απόλυτα με κανένα.
Η πορεία του ως μυθιστοριογράφου χωρίζεται σε δύο περιόδους με κομβικό σημείο την εξορία του από τη Γαλλία. Η περίοδος πριν την εξορία έχει σχεδόν πειραματικό χαρακτήρα περιέχοντας πέντε μυθιστορήματα με ποικίλη έκταση και διαφορετική έμπνευση. Κορυφαίο δημιούργημα αυτής της πειραματικής φάσης είναι Η Παναγία των Παρισίων, ένα ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στα 1482 με πρωταγωνιστή το δύσμορφο κωδωνοκρούστη του ναού, Κουασιμόδο, που αποτελεί προσωποποίηση του μεσαιωνικού πνεύματος.
Την περίοδο της εξορίας του και της επακόλουθης επιστροφής του στη Γαλλία ανακαλύπτει τον πραγματικό μυθιστορηματικό του δρόμο συγγράφοντας το πλουσιότερο και διασημότερο μέρος του έργου του. Η μυθιστορηματική του φόρμα βασίζεται στην εξιστόρηση μίας απλής ανθρώπινης ιστορίας, στην οποία παρεμβάλλονται μεγάλες περιγραφές και προσωπογραφίες καθώς και παρεκβάσεις σχετικές με τα αιώνια ανθρώπινα προβλήματα και αναζητήσεις.
Το θεωρούμενο ως αριστούργημά του, Οι Άθλιοι, ακολουθεί ακριβώς αυτή τη διηγηματική μορφή συνδυάζοντας τον έρωτα, την καταδίωξη και την αθλιότητα των ανθρωπίνων πλασμάτων με την εξιστόρηση κορυφαίων ιστορικών στιγμών.
Οι θρησκευτικές, όπως και οι πολιτικές, πεποιθήσεις του Ουγκώ άλλαξαν ριζικά κατά τη διάρκεια της ζωής του. Στη νεότητά του, προσδιοριζόταν ως καθολικός και δήλωνε αφοσίωση στην ιεραρχία και την εκκλησιαστική εξουσία. Αργότερα εξελίχθηκε σε μη ενεργό καθολικό εκφράζοντας όλο και περισσότερο αντιπαπικές και αντικληρικές απόψεις. Την περίοδο της εξορίας του μυήθηκε στον πνευματισμό ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του υιοθέτησε έναν ορθολογικό ντεϊσμό, όμοιο με αυτό του Βολταίρου. Όταν ένας απογραφέας τον ρώτησε στα 1872 εάν ήταν καθολικός, απάντησε: "Όχι. Ελευθερόφρονας".
Ο Ουγκώ δεν ελάττωσε ποτέ την αντιπάθειά του προς την Καθολική Εκκλησία, οφειλόμενη κατά ένα μεγάλο μέρος στην αδιαφορία της εκκλησίας για τη δύσκολη θέση της εργατικής τάξης υπό τη μοναρχία αλλά και στη συχνότητα με την οποία τα έργα του εμφανίζονταν στις λίστες του Βατικανού με απαγορευμένα βιβλία. Στους θανάτους των γιων του Καρόλου και Φραγκίσκου - Βίκτωρα, επέμεινε να ταφούν δίχως σταυρό και την παρουσία ιερέα, και τον ίδιο όρο θέσπισε για τη δική του κηδεία. Εντούτοις, αν και θεωρούσε το καθολικό δόγμα ξεπερασμένο και νεκρό, δεν επιτέθηκε ποτέ άμεσα στον ίδιο το θεσμό. Παρέμεινε επίσης βαθιά θρησκευόμενο άτομο που πίστευε έντονα στη δύναμη και την ανάγκη της προσευχής.
Ο ορθολογισμός του Ουγκώ μπορεί να επισημανθεί σε ποιήματα όπως το Torquemada (1869, για το θρησκευτικό φανατισμό), το Le Pape (1878, έντονα αντικληρικό), το Religion et Religions (1880, αρνούμενος τη χρησιμότητα των εκκλησιών) και, τα δημοσιευμένα μεταθανάτια, La fin de Satan και Dieu (1886 και 1891 αντίστοιχα, στα οποία αντιπροσωπεύει το χριστιανισμό ως γρύπα και τον ορθολογισμό ως άγγελο).Η ζωγραφική ξεκίνησε για τον Ουγκώ ως ένα ευχάριστο πάρεργο, εξελισσόμενη σταδιακά σε σημαντική πνευματική ενασχόληση ειδικότερα το διάστημα πριν την εξορία του, όταν σταμάτησε προσωρινά τη συγγραφή με σκοπό να αναμιχθεί στην πολιτική. Το διάστημα των ετών 1848 – 1852 υπήρξε η μοναδική δημιουργική διαφυγή του.
Τα έργα του είναι δουλεμένα αποκλειστικά σε χαρτί και σε μικρή κλίμακα, συνήθως με σκούρα καφέ ή μαύρη μελάνη, παρεμβάλλοντας ορισμένες φορές λευκές πινελιές και σπανιότερα άλλα χρώματα. Οι σωζόμενες ζωγραφιές του είναι εξαιρετικά ολοκληρωμένες και μοντέρνες σε ύφος και εκτέλεση, προοιωνίζοντας τις πειραματικές τεχνικές του Σουρεαλισμού και του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού.
Ο Ευγένιος Ντελακρουά είχε γράψει για τον Ουγκώ πως αν αποφάσιζε να γίνει ζωγράφος αντί συγγραφέας, θα είχε επισκιάσει όλους τους καλλιτέχνες του αιώνα του. Στα σωζόμενα έργα του αναγνωρίζεται η δεξιοτεχνία, η τόλμη στην εκτέλεση και μία αίσθηση ισχυρής δημιουργικότητας. Ο Ουγκώ μελέτησε τα χαρακτηριστικά των υλικών και των μέσων του υπό όλες τις πιθανές προοπτικές. Υψώθηκε πάνω από τις σύγχρονες συμβάσεις και δε δίστασε να επεξεργαστεί τυχαίες φόρμες όταν αυτές ικανοποιούσαν την αισθητική του.
Ο Ουγκώ κράτησε τη ζωγραφική του δημιουργία μακριά από τη δημοσιότητα, φοβούμενος ότι θα επισκίαζε το λογοτεχνικό του έργο. Εντούτοις, απολάμβανε να μοιράζεται τα σχέδιά του με την οικογένεια και τους φίλους του, συχνά υπό μορφή περίτεχνων χειροποίητων καρτών επικοινωνίας, πολλές από τις οποίες δίνονταν ως δώρα στους επισκέπτες όταν ήταν εξόριστος.Ο Βίκτωρ Ουγκώ αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα υπήρξε από τους πλέον όψιμους Ευρωπαίους διανοούμενους, που έλαβαν φιλελληνική στάση. Παρότι, όμως, εισέρχεται αργά στον κύκλο των φιλελλήνων παραμένει ο συνεπέστερος των υποστηρικτών του νεότευκτου ελληνικού κράτους.
Η ελληνόφωνη εφημερίδα Κλειώ της Τεργέστης αποδίδει φόρο τιμής στο Βίκτωρα Ουγκώ στο φύλλο της 13ης Ιουνίου 1885.
Οι πρώτες του ποιητικές αναφορές σχετικά με τον αγώνα των Ελλήνων εμφανίζονται το 1826 με τη δημοσίευση στο γαλλικό Τύπο του ποιήματος Τα Κεφάλια του Σαραγιού (Les têtes du serail), εμπνευσμένου από την Έξοδο του Μεσολογγίου, όπου εμφανίζονται μεταξύ των 6000 κεφαλών, που είχαν αποσταλεί στο σαράγι να συνομιλούν μεταξύ τους τα τρία κεφάλια του Μάρκου Μπότσαρη, του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ και του Κωνσταντίνου Κανάρη. Το 1827 συνθέτει τα ποιήματα Ναβαρίνο (Navarin) και Ενθουσιασμός (Enthousiasme) και την επόμενη χρονιά τα Κανάρης (Canaris), Λαζάρα (Lazzara) καθώς και το περίφημο Ελληνόπουλο (L' enfant). Όλα τα παραπάνω ποιήματα περιελήφθησαν στη συλλογή Τα Ανατολίτικα.
Στα 1829 ο κορυφαίος των Ελλήνων διαφωτιστών Αδαμάντιος Κοραής δηλώνει την αντίθεσή του προς το ρομαντικό κίνημα, του οποίου αρχηγέτης είναι ο Ουγκώ. Παρά ταύτα στην Αθήνα τα μέλη του λογοτεχνικού ρεύματος της Αθηναϊκής Σχολής στρέφονται προς το ρομαντισμό. Ο Νικόλαος Σούτσος είναι ο πρώτος που μεταφράζει ποιήματα του Ουγκώ στα 1842.
Κατά τη δεκαετία του 1850 πραγματοποιούνται αρκετές μεταφράσεις θεατρικών έργων του στην ελληνική αρχής γενομένης με το Angelo, tyran de Padoue, και μέσω αυτών καθίσταται γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως ως δραματικός συγγραφέας. Στα 1862 έρχεται η μετάφραση των Αθλίων από τον Ιωάννη Ισιδωρίδη - Σκυλίτση σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία τους στα γαλλικά. Το μυθιστόρημα ενθουσίασε τους Έλληνες αναγνώστες και επηρέασε πολλούς εγχώριους λογοτέχνες.
Το ενδιαφέρον του Ουγκώ για την ελεύθερη πλέον Ελλάδα φάνηκε ιδιαίτερα σε σχέση με το κρητικό ζήτημα. Το διάστημα της Κρητικής Επανάστασης του 1866 – 1869 δημοσιεύει τρεις επιστολές υπέρ των Κρητών στον ευρωπαϊκό τύπο το Δεκέμβριο του 1866, το Φεβρουάριο του 1867 και το Φεβρουάριο του 1869, παρά το γενικότερο αρνητικό για τα ελληνικά ζητήματα κλίμα της εποχής. Εκτός της συμπαράστασης προς τους Κρήτες έδειξε ενδιαφέρον και για την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα κατηγορώντας τον Έλγιν για αυτή του την πράξη, στη βάση της αντίληψής του ότι η πολιτιστική κληρονομιά ενός λαού δεν πρέπει να γίνεται κτήμα ενός άλλου.
Ο θάνατός του, τέλος, είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα και στο σύνολό του σχεδόν ο ελληνικός Τύπος κάλυψε το γεγονός της απώλειας του διακεκριμένου φιλέλληνα συγγραφέα. Μάλιστα πραγματοποιήθηκαν τελετές προκειμένου να τιμηθεί ο μεγάλος νεκρός αντίστοιχες με αυτές, που έλαβαν χώρα στη Γαλλία.