Η γενική εικόνα από τις αρχαίες πηγές είναι ότι ο γάμος δεν ήταν ισότιμος για τα δύο φύλλα. Οι άνδρες μπορούσαν να αναζητήσουν τη σεξουαλική ηδονή εκτός συζυγικού πλαισίου, οι γυναίκες όμως όχι. Η αποστολή των γυναικών ήταν να φέρουν στον κόσμο νόμιμους διαδόχους του «οίκου» και ως εκ τούτου καμία παρασπονδία δεν ήταν επιτρεπτή. Η σεξουαλική δραστηριότητα των γυναικών όφειλε να ήταν ενταγμένη στο εσωτερικό της συζυγικής σχέσης και ο σύζυγός τους να είναι ο αποκλειστικός ερωτικός τους σύντροφος. Όπως λέει ο Δημοσθένης, ο νόμος επιδιώκει «οι γυναίκες να αισθάνονται έναν αρκετά δυνατό φόβο για να παραμένουν έντιμες και να μη διαπράττουν κανένα σφάλμα». Η μοιχείας της συζύγου επιφύλασσε βαριές κυρώσεις ιδιωτικού αλλά και δημόσιου χαρακτήρα. Ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να σκοτώσει τον εραστή, εάν τον έπιανε πάνω στην πράξη, χωρίς άλλο είδος δίκης. Τις περισσότερες όμως φορές, γινόταν χρηματικός διακανονισμός αποζημίωσης ενώπιον μαρτύρων. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο απατημένος σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να διώξει τη γυναίκα του από τον οίκο του με την απειλή στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων, αν δεν το έκανε. Το σίγουρο είναι ότι η μοιχαλίδα στερούταν για πάντα κάθε συμμετοχή στις τελετές της πόλης.
Ο σύζυγος απέναντι στη σύζυγο δεσμευόταν μόνο σε ένα καθορισμένο αριθμό «συζυγικών καθηκόντων» (ο νόμος του Σόλωνα έλεγε ότι ο σύζυγος έπρεπε να είχε τουλάχιστον τρεις φορές το μήνα σεξουαλική επαφή με τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν επίκληρος), αλλά τίποτα δεν τον εμπόδιζε να έχει σεξουαλικές σχέσεις εκτός γάμου. Κάθε άνδρας θεωρητικά ήταν ηθικά υποχρεωμένος να σέβεται μία παντρεμένη γυναίκα ή ένα κορίτσι που βρισκόταν υπό την πατρική αρχή αλλά πρακτικά ήταν ευθύνη της γυναίκας να μην υποκύψει στην «παράνομη» πολιορκία. Ο Λυσίας στον λόγο του «Κατά Ερατοσθένους» λέει για τους αποπλανητές ότι «διαφθείρουν τις ψυχές των γυναικών σε τέτοιο σημείο που γίνονται κύριοι των σπιτιών τους (των γυναικών) με αποτέλεσμα να μην ξέρει κανείς ποίου είναι τα παιδιά». Αυτό ήταν και το μεγάλο θέμα για την αθηναϊκή κοινωνία: να εξασφαλίσει στους άρρενες πολίτες της, γνήσιους και νόμιμους απογόνους.
Στην πραγματικότητα, η υποχρέωση που είχε ο παντρεμένος σύζυγος ήταν να μη συνάψει δεύτερο γάμο με άλλη γυναίκα. Μπορούσε να έχει ένα δεσμό, να εγκαταστήσει στο σπίτι παλλακίδα, να συναναστρέφεται εταίρες, να ήταν εραστής αγοριού – χωρίς να υπολογίζουμε τους δούλους, άνδρες ή γυναίκες, που είχε στη διάθεσή του στο σπίτι και δεν είχαν δικαίωμα αντίστασης στις επιθυμίες του. Η μόνη επιλήψιμη μοιχεία από την πλευρά του συζύγου ήταν αυτή που διέπραττε με τη νόμιμη σύζυγο ενός άλλου Αθηναίου, κι ο λόγος ήταν πως με αυτή την πράξη αδικούσε έναν άλλο πολίτη.
Για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπήρχε η έννοια της αμοιβαίας πίστης στον έγγαμο βίο. Η γυναίκα ανήκε στον σύζυγο, ο άνδρας όμως ανήκε στον εαυτό του. Η διπλή σεξουαλική πίστη ως καθήκον, δέσμευση και κοινό συναίσθημα ανάμεσα σε ένα ζευγάρι θα εμφανιστεί πολύ αργότερα, με την επικράτηση του Χριστιανισμού.