Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944. Ο δυνατός χειμωνιάτικος ήλιος λούζει την πλατεία Συντάγματος κι αντανακλά στα κατάλευκα μάρμαρα του Άγνωστου Στρατιώτη. Το μεγάλο σιωπηλό τετράγωνο πάλλεται από ένα βουητό που έρχεται απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Τεράστιες ανθρωποθάλασσες από τη λεωφόρο Β. Σοφίας, την Ερμού, τη Συγγρού κατευθύνονται στην πλατεία. Ηλικιωμένοι, χαροκαμένες μάνες και ορφανά διαδηλώνουν τη θέληση τους να διαφεντέψουν τον τόπο τους. Στην κεφαλή της πομπής μαυροντυμένες κρατούν ένα πανό που γράφει πως «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». Ωστόσο, το πλήθος είναι άοπλο. Ανεμίζει συμμαχικές σημαίες και πλακάτ που καλωσορίζουν τους «μεγάλους μας συμμάχους», τους «μεγάλους μας ελευθερωτές». Όταν η πομπή φτάνει στο ύψος του Άγνωστου Στρατιώτη, ένας έφηβος περνά στην κεφαλή της και, μέσα στις επιδοκιμασίες του πλήθους, αρχίζει έναν ξέφρενο χορό πηδώντας κάθε τόσο στον αέρα. Ξαφνικά, παραλύει και σωριάζεται κατάχαμα ενώ στο στήθος του το άλικο λουλούδι του θανάτου μεγαλώνει. Μια ριπή από το υπουργείο Εσωτερικών τον έχει θερίσει. Από τη στέγη του παλατιού μια δεύτερη. Ύστερα συνεχόμενο πυρ χτυπά το σαστισμένο πλήθος που δεν έχει πουθενά να κρυφτεί. Πίσω, οι πομπές από το Φάληρο, την Κοκκινιά, την Καισαριανή και το Παγκράτι, μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει, σπρώχνουν τους προπορευόμενους. Μέσα σε λίγα λεπτά 28 νεκροί και 100 τραυματίες κείτονται στα οδοστρώματα. Έτσι, ξαφνικά όπως άρχισε, το πυρ σταματά. Έκπληκτο μα και βουβό το πλήθος βουτά τα μαντίλια και τα πανό του στα αίμα των νεκρών και τα στρέφει προς το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπου στεγάζονται όλες οι «διπλωματικές αποστολές» και οι ξένοι δημοσιογράφοι. Το πρώτο αίμα Ελλήνων από τους «συμμάχους» έχει χυθεί.