Στο σημείο αυτό αδυνατώ να καταπνίξω ένα αναστεναγμό. Έρχονται μέρες που με κατακλύζει ένα συναίσθημα σκοτεινότερο και από τη πιο σκοτεινή μελαγχολία –η περιφρόνηση για τον άνθρωπο. Και για να μην αφήσω τν παραμικρή αμφιβολία σχετικά με τι και ποιόν ακριβώς απεχθάνομαι: τον άνθρωπο του σήμερα εννοώ, τον προς δυστυχία μου συγκαιρινό μου. Ο άνθρωπος του σήμερα – ασφυκτιώ από την ακάθαρτη πνοή του … Απέναντι στο παρελθόν τηρώ στάση μεγάλης ανοχής, δηλαδή μεγαλόψυχης κυριαρχίας …
…
Μα το αίσθημά μου αλλάζει εντελώς, ξεσπά κυριολεκτικά μόλις φτάνω στην νεώτερη εποχή, τη δική μας εποχή. Η εποχή μας είναι τόσο γνωστική. Το κάποτε απλώς νοσηρό, σήμερα είναι πια ανάρμοστο: είναι ανάρμοστο να είναι κανείς σήμερα χριστιανός. Και εδώ ξεκινάει η αηδία μου. Κοιτάζω γύρω μου: ούτε μια λέξη δεν απέμεινε από εκείνο που ονομαζόταν κάποτε «αλήθεια». Δεν ανεχόμαστε καν τη λέξη «αλήθεια» από το στόμα ενός ιερέα. Ακόμα και τις ταπεινότερες απαιτήσεις εντιμότητας να έχει κανείς, πρέπει το δίχως άλλο να γνωρίζει ότι ένας θεολόγος, ένας ιερέας, ένα πάπας, με κάθε λέξη που προφέρει, δεν πλανάτε απλώς, αλλά ψεύδεται – ότι δεν είναι πια ελεύθερος να ψεύδεται από «άγνοια» τάχα ή «αθωότητα». Και ο ιερέας ακόμη γνωρίζει, όπως όλοι, ότι δεν υφίσταται πια κανείς «θεός», κανείς «αμαρτωλός», κανείς «λυτρωτής», - γνωρίζει ότι η «ελεύθερη βούληση» και η «ηθική τάξη του κόσμου» είναι ψέματα – η σοβαρότητα, αυτή η βαθιά αυτοκυριαρχία του πνεύματος, δεν επιτρέπει πια σε κανένα να μην τα γνωρίζει αυτά.