ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ ΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Κατ’ αρχήν, η έξοδος μίας χώρας από τη ζώνη του Ευρώ δεν σημαίνει ταυτόχρονα τη μη συμμετοχή της στην Ε.Ε. Περαιτέρω, τα προβλήματα ρευστότητας ενός μέλους, ιδιαίτερα το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας, συνιστούν μία τεράστια παράβαση του «συμφώνου σταθερότητας», η οποία πιθανόν θα αιτιολογούσε την «εθελουσία αποπομπή» του: να υποχρεωθεί δηλαδή το προβληματικό κράτος στην υποβολή της «παραίτησης» του, αφού κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα τη σχετική «άμβλυνση» των συνεπειών της χρεοκοπίας της συγκεκριμένης χώρας (με την έννοια που «εκφράζεται» χαρακτηριστικά από την παροιμία: «καλύτερα ένα οδυνηρό τέλος, παρά μία οδύνη δίχως τέλος), για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και τη μελλοντική σταθεροποίηση τους.
Φυσικά, κάτι τέτοιο ουσιαστικά δεν προβλέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η «εθελουσία έξοδος» όμως προβλέπεται για πρώτη φορά ρητά από τη συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία έγινε πρόσφατα αποδεκτή από όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. – βλέπε
). Αναλυτικότερα, οι «συνέπειες» για αμφοτέρους τους συμβαλλομένους έχουν ως εξής:
(α) Εξετάζοντας εν πρώτοις τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα της εξόδου από την Ευρωζώνη για το κράτος-μέλος (όσο μπορεί κανείς να θεωρήσει «πλεονέκτημα» κάτι τέτοιο, αφού ουσιαστικά θα ήταν μία επανεκκίνηση των €-ενταξιακών διαπραγματεύσεων από μηδενικό σημείο), σε γενικές γραμμές θα ήταν κυρίως «νομισματικής φύσης» (υποτίμηση του νέου νομίσματος, τεχνητός πληθωρισμός για τη μείωση του δημοσίου χρέους κλπ). Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε και τις δυνατότητες δανεισμού του «εξερχόμενου» μέλους από την Ε.Ε., ενώ θα υπήρχαν και διάφορα άλλα οφέλη (ισοτιμία ανταλλαγής νομίσματος με Ευρώ, κερδοφόρα «ανταλλαγή» ομολόγων κλπ), που θα προέκυπταν κυρίως από τη διαπραγμάτευση της «εξόδου» με την Ε.Ε.
(β) Οι «οικονομικές συνέπειες» της εξόδου ενός κράτους-μέλους για την Ε.Ε. είναι ανάλογες με το μέγεθος της Οικονομίας του. Η επαναφορά του αρχικού νομίσματος στη χώρα που εξέρχεται (για παράδειγμα, της δραχμής στην Ελλάδα), σημαίνει την ανταλλαγή του με το Ευρώ. Ανεξάρτητα όμως από την ισοτιμία ανταλλαγής που αποφασίζεται, είναι πολύ πιθανόν οι ιδιοκτήτες του Ευρώ, οι Πολίτες δηλαδή της χώρας που παύει να είναι μέλος της Ευρωζώνης, να «ξεφύγουν» από την ανταλλαγή και να διατηρήσουν στην κατοχή τους τα αποταμιευμένα €. Επειδή λοιπόν δεν θα επιστραφούν αρκετά € στην κεντρική τράπεζα της εν λόγω χώρας, δεν θα μπορέσει αυτή με τη σειρά της να εξοφλήσει τις οφειλές της απέναντι στο Ευρωπαϊκό Σύστημα των Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) – που όμως διατηρεί σαν εγγύηση (και θα παρακρατήσει «καταναγκαστικά») το σχετικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής της «τοπικής» κεντρικής τράπεζας στην ΕΚΤ.
(γ) Επόμενο πρόβλημα της μειωμένης εξόφλησης του ΕΣΚΤ από τη χώρα που εξέρχεται για τις υπόλοιπες χώρες, είναι η δημιουργία πληθωριστικών συνθηκών, οι οποίες υπολογίζονται από τη διαφορά του ποσοστού αλλαγής του - μειωμένου από την έξοδο της χώρας - ΑΕΠ της Ευρωζώνης και του ποσοστού της (μειωμένης) επιστροφής της «χρηματικής ποσότητας» των Ευρώ (προφανώς, η «ελλειμματική» ποσότητα χρημάτων στη χώρα που εξέρχεται, «καλύπτεται» διαχρονικά με την εκτύπωση νέων χαρτονομισμάτων από την κεντρική της τράπεζα, παρά το ότι δεν τα ανταλλάσσουν άμεσα οι Πολίτες που «παρακρατούν» τα Ευρώ).
Μειώνεται δηλαδή το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, ενώ δεν μειώνεται αντίστοιχα η ποσότητα των χρημάτων (€) που κυκλοφορούν, αφού δεν απορροφάται και δεν «καταστρέφεται» το σύνολο τους από την ΕΚΤ. Ένεκα τούτου, ο «πληθωρισμός εξόδου» μίας μικρής χώρας, είναι σχεδόν αμελητέος για όλες τις υπόλοιπες, ενώ μίας μεγάλης (όπως για παράδειγμα της Ιταλίας, η οποία διαθέτει πολλαπλάσια ποσότητα € από αυτήν της Ιρλανδίας), είναι εξαιρετικά επικίνδυνος.
Ανεξάρτητα με το παραπάνω θέμα, είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε εδώ το ότι, η μείωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης που ευρίσκεται σε εξέλιξη, λόγω της παρούσης χρηματοπιστωτικής κρίσης (γύρω στο -5% για τη Γερμανία κλπ), σε συνδυασμό με την αύξηση (αντί της αντίστοιχης μείωσης) της ποσότητας των χρημάτων ένεκα (1) των μέτρων στήριξης της οικονομίας (2) της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και (3) της παγίδας ρευστότητας που προκαλούν οι τράπεζες, μας «προειδοποιεί» (Ε.Ε., Η.Π.Α. κ.α.) για πολύ μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις στο μέλλον - στην περίπτωση που η ανάκαμψη ακολουθήσει (εάν) καθυστερημένα.
(δ) Τα μειονεκτήματα της εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη για την ίδια είναι το λιγότερο καταστροφικά. Κατά την άποψη μας, ισοδυναμεί στην κυριολεξία με την καταδίκη της σε θανατική ποινή – με την εν ψυχρώ εκτέλεση της. Ακόμη και η προοπτική, η διαφαινόμενη πιθανότητα δηλαδή της εξόδου μίας χώρας από τη ζώνη του Ευρώ, θα δημιουργούσε από πολύ πριν τεράστιες πιέσεις (πωλήσεις) στις αγορές κρατικών ομολόγων, γεγονός που θα είχε σαν αποτέλεσμα μία υπερβολική άνοδο των επιτοκίων τους (spread - πτώση της αγοραστικής τους αξίας). Ήδη διαπιστώνουμε όσον αφορά την Ελλάδα, ανάλογες (αν και ανεπαίσθητες ακόμη) «κινήσεις», οι οποίες δυστυχώς «ερμηνεύονται» λανθασμένα από μεγάλο μέρος του Τύπου και της Κοινής Γνώμης (όχι όμως από την αγορά ομολόγων και το χρηματιστήριο).
Οι παγκόσμιες χρηματαγορές θα αξιολογούσαν πολύ δυσμενέστερα τον κίνδυνο χρεοκοπίας και θα δυσκόλευαν κατά πολύ την παροχή νέων δανείων στο «εξερχόμενο» κράτος (αγορά καινούργιων ομολόγων του δημοσίου). Επί πλέον, είναι σχεδόν βέβαιη η συνεχής υποτίμηση του εθνικού νομίσματος της χώρας που εξέρχεται, με καταστροφικές συνέπειες για τις τράπεζες και τους εισαγωγείς της, οι οποίοι, συμβεβλημένοι σε όρους Ευρώ, θα βρισκόταν αντιμέτωποι με τεράστιες διακυμάνσεις της ισοτιμίας του εθνικού τους νομίσματος, γεγονός που θα τους δημιουργούσε δυσανάλογες ζημίες, προβλήματα ρευστότητας κλπ.
(ε) Τα μειονεκτήματα της εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη, τόσο για την Ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά (ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων κλπ), όσο και για την πολιτική της ένωση, είναι επίσης καταστροφικά.
Από η μία πλευρά δηλαδή, οι «πληθωριστικοί κίνδυνοι εξόδου» μίας χώρας για την Ε.Ε., οι οποίοι προέρχονται από τη μειωμένη επιστροφή προς την ΕΚΤ της ποσότητας των χαρτονομισμάτων (€) που ανταλλάσσονται, καθιστά υποχρεωτική την επιβολή ελέγχων διακίνησης κεφαλαίων (ειδικά όταν πρόκειται για μία μεγάλη χώρα, όπως για παράδειγμα την «παραπαίουσα» Ιταλία), με στόχο την προστασία της Ευρωζώνης από την «παράνομη» εισροή των μη νόμιμα παρακρατηθέντων από τους Πολίτες χαρτονομισμάτων (€), καθώς επίσης έλεγχο και περιορισμό των εξαγωγών των υπολοίπων μελών της Ευρωζώνης προς τη χώρα που εξέρχεται από αυτήν, έτσι ώστε να εμποδιστεί η «ανεξέλεγκτη» εκροή «περιουσιακών στοιχείων» (ΑΕΠ) των υπολοίπων χωρών – η εκροή δηλαδή «περιουσιακών στοιχείων» (παραγομένων προϊόντων κλπ), μέσω της ανταλλαγής τους με μη νόμιμα €.
Από την άλλη πλευρά, αφενός μεν οι απλήρωτες οφειλές της εξερχόμενης χώρας προς τις υπόλοιπες, αφετέρου δε οι ενδεχόμενες απαιτήσεις αποζημιώσεων των υπολοίπων κρατών εναντίον της, θα μπορούσαν να επιβαρύνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το πολιτικό «κλίμα» της Ε.Ε. Είναι επομένως φανερό το ότι, η έξοδος μίας χώρας δεν θα έθετε σε κίνδυνο μόνο τη Νομισματική Ένωση, αλλά, επί πλέον, τη διαδικασία «αφομοίωσης» της πραγματικής οικονομίας της Ε.Ε. και την πολιτική κατανόηση όλων των μελών (27) μεταξύ τους.
Κλείνοντας, θεωρούμε ότι οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης που τυχόν επαπειλούνται από τόσο σοβαρούς κινδύνους, οφείλουν να ενημερώνουν άμεσα, σωστά και αντικειμενικά τους Πολίτες τους, να συστήνουν αποτελεσματικές, εξειδικευμένες επιτροπές χειρισμού τέτοιου είδους προβλημάτων (εάν δεν θέλουν φυσικά να επιστρέψουν οι χώρες τους, εντελώς απομονωμένες από τις υπόλοιπες, σε συνθήκες διαβίωσης του παρελθόντος), καθώς επίσης να τα τοποθετούν χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ανεξαρτήτως κόστους, σε πρώτη προτεραιότητα.
Αθήνα, 23. Νοεμβρίου 2009
Βασίλης Βιλιάρδος
viliardos@kbanalysis.com