Ηδη ειναι 2 μισθους πισω απο τον ιδιωτικο τομεα (δωρα εορτων)
Με μια εξομαλυνση μισθων και μια ανεργια κοντα στο 6-7% πολλοι θα αρχισουν να το απεχθανονται, προς χαρην του ιδιωτικου τομεα.
Μεγάλο παραμένει το μισθολογικό χάσμα που χωρίζει τους εργαζομένους στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, με την ψαλίδα να παραμένει ανοικτή παρά τις σημαντικές μεταβολές στις αμοιβές που συντελέστηκαν κατά την περίοδο της κρίσης.
Σύμφωνα με ανάλυση του ΣΕΒ, η απόκλιση που διαπιστώνεται μεταξύ των μισθών στον δημόσιο τομέα και σε αυτούς που καταβάλλονται στον ιδιωτικό, εκτιμάται σε 38%, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του εργατικού δυναμικού του β΄ τριμήνου του 2017, ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός ανέρχεται σε 874 ευρώ. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι σημαντική, με την αναλογία να είναι συντριπτικά υπέρ των εργαζομένων στο Δημόσιο. Και συγκεκριμένα, ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα ανέρχεται σε 777 ευρώ, έναντι 1.075 ευρώ για τον εργαζόμενο στο Δημόσιο.
Αλλά και η ΓΣΕΕ, στην πρόσφατη έκθεσή της για την ελληνική οικονομία, καταγράφει τις μεγάλες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, επισημαίνοντας ότι ενώ το 37,4% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με καθαρούς μισθούς έως 699 ευρώ τον μήνα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μόνο ένα μικρό ποσοστό εργαζομένων, της τάξεως του 6,4% λαμβάνει το ίδιο ύψος μισθού. Και αντίστροφα, ενώ με μισθούς μεταξύ 1.000 και 1.300 ευρώ στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αμείβεται το 38,8%, στον ιδιωτικό τομέα αντίστοιχους μισθούς λαμβάνει μόλις το 10,2% των εργαζομένων.
Να σημειωθεί, βέβαια, ότι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα εξακολουθούν να λαμβάνουν –εφόσον πληρώνονται, γιατί υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στις πληρωμές που μπορεί να ξεπερνούν και το 4μηνο– 14 μισθούς, αλλά και το γεγονός ότι στα στοιχεία των αποδοχών του ιδιωτικού τομέα συμπεριλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με μερική – ευέλικτη απασχόληση.
Τα ευρήματα της ΓΣΕΕ προκύπτουν, επίσης, από την επεξεργασία των στοιχείων του β΄ τριμήνου της έρευνας εργατικού δυναμικού και δείχνουν ότι καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 800 ευρώ λαμβάνει ένας στους δύο εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα. Και συγκεκριμένα, το 14,5% λαμβάνει μέχρι 499 ευρώ, το 22,9% μεταξύ 500-699 ευρώ και το 12,8% μεταξύ 700-799 ευρώ. Ενα ποσοστό της τάξεως του 16% λαμβάνει μεταξύ 800-999 ευρώ τον μήνα (9,6% μεταξύ 800-899 ευρώ και 6,4% μεταξύ 900-999 ευρώ), ενώ με μισθό άνω των 1.000 ευρώ αμείβεται το 17,3% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (10,3% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 7% άνω των 1.300 ευρώ). Καθώς η έρευνα στηρίζεται σε ερωτηματολόγια, υπάρχει κι ένα ποσοστό της τάξεως του 16,5% που απάντησε ότι δεν γνωρίζει/δεν απαντά.
Τα αντίστοιχα ευρήματα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δείχνουν και το μέγεθος του χάσματος που εξακολουθεί να χωρίζει τις δύο κατηγορίες εργαζομένων. Και συγκεκριμένα δείχνει ότι καθαρό μηνιαίο μισθό κάτω των 800 ευρώ λαμβάνει μόλις το 10,4% των υπαλλήλων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (το 3,1% έως 499 ευρώ, το 3,3% μεταξύ 500-699 ευρώ και 3,9% μεταξύ 700-799 ευρώ). Μισθό που κυμαίνεται από 800 έως 999 ευρώ λαμβάνει το 19,4% των υπαλλήλων (7,4% μεταξύ 800-899 ευρώ και 12% μεταξύ 900-999 ευρώ), άνω των 1.000 ευρώ λαμβάνει το 55,1% (38,7% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 16,4% άνω των 1.300 ευρώ), ενώ το 15,1% δεν γνωρίζει/δεν απαντά.
Μάλιστα, σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρήματα της ΓΣΕΕ για τους μισθούς στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πριν από την κρίση διαπιστώνεται ότι έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί λίγο το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009). Αντίθετα, έχουν μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34,3% το 2017 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009).