Το πάγωμα των τραπεζικών καταθέσεων
Σύμφωνα με τη θεωρία «Ice Nine», όταν ένα μέρος του συστήματος κλείνει, τότε η «ρευστότητα» μετακινείται πανικοβλημένη σε ένα άλλο, το οποίο «στεγνώνει» με τη σειρά του και κλείνει – έως ότου κλείσει και το τελευταίο, αφού το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι διασυνδεδεμένο σε μεγάλο βαθμό.
.
Άρθρο
Το τραπεζικό πρόβλημα της Ευρωζώνης, λόγω του οποίου ουσιαστικά απομονώθηκε η Ελλάδα από τις αγορές και καταδικάστηκε στην κυλιόμενη χρεοκοπία, στον αργό θάνατο που βιώνει από το 2010 και μετά, συνεχίζει να υπάρχει – ενώ δεν αφορά μόνο τις ιταλικές τράπεζες, τις ελληνικές ή τη Deutsche Bank, τη βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά πολλές άλλες.
Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται από την πρόταση της επικεφαλής της ευρωπαϊκής αρχής διακανονισμού των τραπεζών, της γερμανίδας κυρίας E. Koenig (όλες οι ευρωπαϊκές θέσεις κλειδιά έχουν στελεχωθεί από Γερμανούς, οπότε λογικά αναφερόμαστε σε μία γερμανική Ευρώπη), σύμφωνα με την οποία οι προβληματικές τράπεζες θα πρέπει να προστατεύονται από τις μαζικές αναλήψεις των καταθετών τους, καθώς επίσης από τους πιστωτές τους – μεταξύ άλλων με το πάγωμα των καταθέσεων και των λοιπών υποχρεώσεων τους, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (πηγή).
Με απλά λόγια η γερμανίδα προτείνει το ολοκληρωτικό πάγωμα των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων των προβληματικών τραπεζών – κάτι που ο εξειδικευμένος σε χρηματοπιστωτικά θέματα κ. J. Rickard έχει περιγράψει στη θεωρία του με την ονομασία «Πάγος Εννέα» (Ice Nine).
Σε γενικές γραμμές ο Αμερικανός θεωρεί πως ένα σημαντικό συμβάν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν μπορεί να είναι μεμονωμένο – πως μεταδίδεται, εξαπλώνεται καλύτερα νομοτελειακά, σε ολόκληρο το σύστημα (πηγή). Αυτό συμβαίνει επειδή, όταν κλείσει ξαφνικά ένα μέρος του συστήματος, τότε όλοι αναζητούν πανικόβλητοι ένα άλλο μέρος – στην προσπάθεια τους να εισπράξουν τα χρήματα τους, για να μην τα χάσουν.
Στη συνέχεια όλοι πουλούν μετοχές, χρήματα, ομόλογα, τα πάντα – πιστεύοντας πως πράγματι μπορούν να πάρουν τα χρήματα τους πίσω. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι σε θέση να το κάνουν – αφού τα επενδυτικά κεφάλαια κλείνουν, οι τράπεζες επίσης, τα χρηματιστήρια κοκ. Απλούστερα, όταν ένα μέρος του συστήματος κλείνει, τότε η ρευστότητα μετακινείται σε ένα άλλο που «στεγνώνει» με τη σειρά του και κλείνει – έως ότου κλείσει και το τελευταίο, αφού το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι διασυνδεδεμένο σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Ως εκ τούτου ο συγγραφέας, ο οποίος περιγράφει όλες τις λεπτομέρειες στο βιβλίο του «Ο δρόμος προς την καταστροφή» (πηγή), θεωρεί πως το ασφαλέστερο μέρος για να τοποθετήσει κανείς τα χρήματα του είναι οι τράπεζες, για ποσά όμως που εγγυάται το κράτος (100.000 € στην ΕΕ) – εάν βέβαια υποθέσει κανείς πως θα τιμήσει τις υποσχέσεις του, αφού πολλές χώρες δεν έχουν εγγυητικά χρήματα, αντίστοιχου ύψους.
Προτείνει λοιπόν για μεγαλύτερα ποσά τις χωριστές καταθέσεις σε περισσότερες τράπεζες, το μοίρασμα τους σε άλλα μέλη της οικογενείας κοκ. – ενώ αναφέρει το παράδειγμα της Κύπρου, στην οποία τα ποσά άνω των 100.000 € κατασχέθηκαν. Οφείλουμε δε να σημειώσουμε εδώ πως ένας από τους βασικότερους λόγους, για τους οποίους η Κύπρος ανέκαμψε γρηγορότερα από την Ελλάδα, είναι αυτός ακριβώς – ενώ οι Ρώσοι καταθέτες πλήρωσαν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους διάσωσης.
Ολοκληρώνοντας, η κυρία Koenig θέλει να κλείνουν από τις Αρχές οι προβληματικές τράπεζες για δύο έως επτά ημέρες, έτσι ώστε να προστατεύονται από τους πιστωτές τους – σημειώνοντας πως οι καταθέτες είναι στην ουσία πιστωτές των τραπεζών. Εντός αυτού του χρονικού διαστήματος, το οποίο ονομάζεται «Μορατόριουμ» (χρεοστάσιο, δικαιοστάσιο) θα μπορούν, για παράδειγμα, οι επιτηρητές ή οι σύνδικοι να αποφασίζουν τη διάσπαση της τράπεζας σε μία βιώσιμη και σε μία «κακή» – εναλλακτικά να οργανώνουν την πώληση της σε μία άλλη.
Με βάση τώρα το υφιστάμενο σχέδιο της Ευρωζώνης, οι αναλήψεις μπορούν να απαγορευθούν για πέντε εργάσιμες ημέρες – ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις η απαγόρευση επιτρέπεται να διαρκέσει έως είκοσι ημέρες.
Με δεδομένα πάντως τα βουνά των κόκκινων δανείων των τραπεζών (γράφημα), τα οποία υπολογίζονται επίσημα στα 800 δις € (κατά την άποψη μας πλησιάζουν στα 3 τρις €), οι επιτηρητές πιέζουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ενεργήσουν γρήγορα – αφού οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα του συστήματος είναι μεγάλοι. Πιέζει επίσης η ΕΚΤ, η οποία τα τελευταία τρία χρόνια ελέγχει τις 120 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωζώνης – γνωρίζοντας πως εάν συμβεί κάτι σε κάποια από αυτές, θα ακολουθήσει ένα ντόμινο εξελίξεων, πολύ δύσκολο να ελεγχθεί. Εκτός αυτού εμποδίζεται η ανάπτυξη της οικονομίας – επειδή το τραπεζικό σύστημα δεν είναι σε θέση να δανείζει επιχειρήσεις και νοικοκυριά, λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει.