Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως λέμε Λατινική Νομισματική Ένωση;
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Όσο πυκνώνουν τα μαύρα σύννεφα πάνω από την Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο ανθούν σενάρια Αποκάλυψης που εμφανίζουν μια πιθανή διάλυσή της ΕΕ, η οποία φέτος γιορτάζει τα 60 της χρόνια, ως ενδεχόμενο ισοδύναμο με πλανητική καταστροφή.
Κι οι αφορμές κάθε άλλο παρά λίγες ή ήσσονος σημασίας είναι. Μένοντας μόνο στα σημαντικότερα ξεχωρίζουμε:
Πρώτο, την άνοδο της εκλογικής επιρροής μιας σειράς κομμάτων που προέρχονται συνήθως αλλά όχι πάντα από το χώρο της Άκρας Δεξιάς, τα οποία θέτουν ακόμη και αίτημα εξόδου της χώρας τους από την ευρωζώνη και την ΕΕ. Από την Ολλανδία και τη Γαλλία, μέχρι την Ιταλία και την Αυστρία πολιτικοί ευρείας απήχησης που διεκδικούν ακόμη και την πρωθυπουργία (πχ Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία) ή την προεδρία (Λε Πεν στη Γαλλία) χαρακτηρίζουν απερίφραστα επιζήμια τη συμμετοχή της χώρας τους προπαγανδίζοντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, που είναι σίγουρο ότι θα προκρίνει την έξοδο.
Η δεύτερη αμφισβήτηση της ΕΕ προέρχεται από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, με προεξάρχουσα την κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, που αρνήθηκαν το 2016 να αποδεχθούν την μεταναστευτική πολιτική που υιοθέτησαν οι Βρυξέλλες. Στο απόγειο εκείνης της κρίσης πήγαν οι Βρετανοί στις κάλπες ψηφίζοντας μαζικά την έξοδο της χώρας τους από την ΕΕ, τον Ιούλιο του 2016.
Η τρίτη αμφισβήτηση της ΕΕ, όπως τουλάχιστον την ξέραμε, προέρχεται από το στενό της πυρήνα. Οι αναφορές της Μέρκελ στην ΕΕ των πολλών ταχυτήτων, η Λευκή Βίβλος του Γιουνκέρ με τα πέντε σενάρια εξέλιξης της ΕΕ και η μίνι σύνοδος στη γαλλική πρωτεύουσα του άτυπου διευθυντηρίου (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία) έδειξαν πως οι αρχές της τυπικής ισότητας που προβλέπονται στα καταστατικά έγγραφα της Ένωσης πλέον παραβιάζονται και δημοσίως. Γιατί, πίσω από τις κουρτίνες, κανείς δεν αμφέβαλε πώς η Γερμανία αποφάσιζε για τα πάντα…
Τέλος, η τέταρτη πίεση που δέχεται η ΕΕ είναι εισαγόμενη και προέρχεται από τις ΗΠΑ. Οι επιθέσεις του Τραμπ, με αφορμή το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας για παράδειγμα, οξύνουν τις φυγόκεντρες τάσεις στην Ένωση, εμφανίζοντας ως πιθανό ακόμη και ευκταίο σενάριο τη διάλυσή της. Προοπτική που εμφανίζεται ως η συντέλεια του κόσμου. Διπλωμάτες και διεθνής Τύπος, ειδικά το 2012 και 2013, παρομοίαζαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη και με τη Σοβιετική Ένωση το 1987 ή το 1988, δηλαδή λίγους μήνες πριν αρχίσει η αποσύνθεσή της, για να ακολουθήσουν πόλεμοι κι εμφύλιοι που προκάλεσαν χιλιάδες νεκρούς…
Δε θα είναι και το τέλος του κόσμου…
Μια ματιά ωστόσο στην ιστορία είναι αρκετή για να δούμε ότι ένα πιθανό τέλος της ΕΕ δεν θα ισοδυναμεί με το τέλος του κόσμου, όπως, κατά συμμετρικό τρόπο, κι η ίδρυσή της δεν σήμανε την αρχή του κόσμου. Πριν φτάσουμε στον 20 αιώνα, πολλές φορές υιοθετήθηκαν μορφές οικονομικής ολοκλήρωσης, με την οικειοθελή προσχώρηση ανεξάρτητων κρατών, στο πλαίσιο των οποίων όχι μόνο καταργήθηκαν εμπορικοί φραγμοί, αλλά επίσης επήλθαν και νομισματικές ενοποιήσεις. Η πιο προωθημένη ενοποίηση εξ αυτών ήταν η Λατινική Νομισματική Ένωση, που ιδρύθηκε το 1865, χωρίς ωστόσο ποτέ να λάβει την αυστηρή και σε βάθος ενοποίηση που έλαβε η ευρωζώνη. Όπως αναφέρει ο Λευτέρης Τσουλφίδης στο βιβλίο του Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας (Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2003) «η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι τα ιδρυτικά μέλη της ένωσης, δηλαδή η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Ιταλία, είναι χώρες που η γλώσσα της καθεμιάς από αυτές έχει λατινικές ρίζες». Στη Λατινική Νομισματική Ένωση συμμετείχε, κατόπιν πολλών προσπαθειών και διαμαρτυριών και η Ελλάδα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Στο σπουδαίο βιβλίο του με τίτλο Μια ιστορία των νομισματικών ενώσεων (εκδ. Routledge, 2003) ο βρετανός συγγραφέας Τζον Τσόουν διακρίνει σε δύο κατηγορίες τις νομισματικές ενώσεις. Στην πρώτη γενική κατηγορία υπάγονται εκείνες οι ενώσεις μεταξύ κρατών που συνδέονται υπό ένα χρυσό (ή αργυρό) κανόνα, με το κάθε νόμισμα να προσδιορίζεται σε όρους χρυσού (ή αργύρου), υπό την έννοια ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι σταθερές. Οι ενώσεις «δεύτερου τύπου» είναι πιο ελεύθερες, με ανεξάρτητες νομισματικές πολιτικές και απαντώνται μεταξύ χωρών που συνδέονται με «γάμο ή κατάκτηση» ή είναι δημιουργήματα αγώνων ανεξαρτησίας. Η Λατινική Νομισματική Ένωση άνηκε στην πρώτη κατηγορία.
Επιχειρώντας μια αποτίμηση της ανόδου και της πτώσης της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, μόνο και μόνο για να φανεί ο ιστορικός, δηλαδή πεπερασμένος, χαρακτήρας κάθε τέτοιας μορφής οικονομικής συνεργασίας κι ενοποίησης, μπορεί να ειπωθεί σε αδρές γραμμές ότι τέσσερις ήταν οι δυνάμεις που οδήγησαν κι επέβαλαν τη δημιουργία της: Η ταχεία φιλελευθεροποίηση των οικονομιών και του εμπορίου, η ραγδαία άνοδος της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, οι τριγμοί που δεχόταν το διμεταλλικό νομισματικό σύστημα και οι αλλεπάλληλοι κλυδωνισμοί που δοκίμαζαν την κοινωνική ζωή μέσω οικονομικών κρίσεων και επαναστάσεων. Στο έδαφος που διαμόρφωσαν οι τέσσερις αυτές δυναμικές δημιουργήθηκε η Λατινική Ένωση, που μπορεί να χαρακτηριστεί πρόδρομος του ευρώ.
Αποτέλεσμα της εξωστρέφειας
Μια από τις πιο γλαφυρές περιγραφές που περιλαμβάνονται στην Εποχή του κεφαλαίου 1848-1875 (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 1994), του Έρικ Χομπσμπάουμ αφορά την ιλιγγιώδη ανάπτυξη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Της έκρηξής του προηγήθηκε κατά τον βρετανό ιστορικό «ο νομικός ενταφιασμός του μεσαιωνικού και μερκαντιλιστικού πνεύματος» που το πρώτο μισό του 19ου αιώνα αγκάλιασε πλήθος τομέων: από την απελευθέρωση της ιδιωτικής επιχείρησης με την διευκόλυνση της ίδρυσης εταιρειών, που χαρακτηρίστηκε ο μοχλός της βιομηχανικής ανάπτυξης, μέχρι την κατάργηση των νόμων για την τοκογλυφία και την εξάλειψη κάθε περιορισμού στην εξορυκτική και μεταλλευτική δραστηριότητα. Μάλιστα, η επέλαση του οικονομικού φιλελευθερισμού δεν περιορίστηκε μόνο στις χώρες όπου πολιτικά είχε θριαμβεύσει ο φιλελευθερισμός, όπως στην Αγγλία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Παρατηρήθηκε ακόμη και στις απόλυτες μοναρχίες και ηγεμονίες της Κεντρικής Ευρώπης. Μάλιστα η φιλελεύθερη προέλευση εκείνη της εποχής μοιράζεται κάτι κοινό με τη σύγχρονη φιλελεύθερη προέλαση: Η τάση κατάργησης κάθε εμπορικού ή άλλου φραγμού και η πρόωρη παγκοσμιοποίηση δεν υποκινούταν μόνο από ιδεολογικές επιλογές. Πιο σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε η ανάγκη εύρεσης νέων αγορών δεδομένης της φτώχειας στο εσωτερικό των χωρών που προήλαυνε το φιλελεύθερο άρμα. «Η εγχώρια αγορά των φτωχών, στο βαθμό που οι ανάγκες της δεν ικανοποιούνταν από τους αγρότες και τους μικροτεχνίτες, δεν θεωρούνταν ακόμη σημαντικό υπόστρωμα για πραγματικά θεαματική οικονομική πρόοδο… Η τεράστια εξωστρεφής διεύρυνση της αγοράς τόσο για τα καταναλωτικά αγαθά όσο και, ίσως πάνω απ’ όλα, τα αγαθά που χρειάζονταν για να κατασκευαστούν οι καινούργιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, να εξοπλιστούν οι εταιρείες μεταφορών, να αποδώσουν οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, να χτιστούν οι καινούργιες πόλεις, ήταν απαραίτητη», γράφει ο βρετανός ιστορικός που έφυγε από τη ζωή το 2012, για να συμπληρώσει: «Ό,τι μπορούσε να πουληθεί πουλιόταν, ακόμη και προϊόντα που συναντούσαν έντονη αντίσταση στις χώρες αποδέκτες, όπως το όπιο, του οποίου οι εξαγωγές από τη βρετανική Ινδία στην Κίνα υπερδιπλασιάστηκαν σε ποσότητα και σχεδόν τριπλασιάστηκαν σε αξία». Σε αυτό ακριβώς το οικονομικό περιβάλλον συγκλήθηκε το 1865 στο Παρίσι το συνέδριο που σήμανε την επίσημη ίδρυση της Λατινικής Ένωσης, ένα χρόνο αργότερα, την 1η Αυγούστου 1866.
Γαλλικό σχέδιο
Το ζητούμενο ωστόσο δεν ήταν μόνο να ρυθμιστούν οι λεπτομέρειες ενός νομισματικού συστήματος που δεν ανταποκρινόταν πλέον στις ανάγκες της οικονομίας. Το ζητούμενο, επίσης, ήταν να κατοχυρωθεί κι η γαλλική ηγεμονία. Όπως ακριβώς η μεταπολεμική νομισματική τάξη, η οποία καθορίσθηκε επί αμερικανικού εδάφους στη συνάντηση του Μπρέτον Γουντς το 1945, έφερε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της αναδυόμενης αμερικανικής ηγεμονίας για το Δυτικό ημισφαίριο με την ίδρυση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπως ακριβώς η ίδρυση του ευρώ συμπυκνώνει και προωθεί περαιτέρω τα σχέδια της σύγχρονης γερμανικής επέκτασης εντός κι εκτός ηπείρου, έτσι προς τα μέσα του 19ου αιώνα, το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803-1815) έβρισκε τη Γαλλία στη θέση του ρυθμιστή των ευρωπαϊκών πραγμάτων.
«Είναι πιθανό ότι η Λατινική Ένωση ήταν ένα από τα κύρια πολιτικά σχέδια του αυτοκράτορα Ναπολέοντα. Όπως ο Ναπολέων ο Πρώτος, επεδίωκε να καθορίσει τη νομοθεσία των άλλων χωρών και θεωρούσε βοήθεια στη γαλλική επιρροή ότι η νομισματική μονάδα και ο νομισματικός κανόνας της Γαλλίας θα επιβάλλονταν σε άλλα κράτη ως το καλύτερο που θα μπορούσε να επινοηθεί. Θεωρούταν, δίχως άλλο, ότι μια τέτοια επέκταση των γαλλικών νόμων θα προσέφερε εμπορική και βιομηχανική επιρροή που θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη περισσότερης ή λιγότερης πολιτικής ισχύος για τη Γαλλία στις χώρες που θα συμμετείχαν στη νομισματική ένωση. Ασαφή όνειρα για επέκταση που μπορεί να είχαν προσδοθεί στο νέο νομισματικό σύστημα φαίνεται πως είχαν ικανοποιηθεί και αφειδώς είχαν διανεμηθεί προσκλήσεις συμμετοχής στην ένωση προς όλους» (Ιστορία της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, Henry Parker Willis, 1901). Δεν ξενίζει επομένως που στο τέλος η Λατινική Ένωση, πριν διαλυθεί επίσημα το 1928, αριθμούσε δεκάδες χώρες. Η Ελλάδα ενδεικτικά υπέγραψε τη συμφωνία στις 10 Απριλίου 1867, ενώ η υιοθέτηση του συστήματος έγινε 15 ολόκληρα χρόνια αργότερα: το Νοέμβριο του 1882.
Η τρέλα του διμεταλλισμού
Σε υλικό επίπεδο η προώθηση των γαλλικών συμφερόντων περνούσε μέσα από την υιοθέτηση του διμεταλλικού νομισματικού συστήματος. Ο Τζον Τσόουν, διεθνής φορολογικός σύμβουλος ο ίδιος (δεν του λείπουν δηλαδή οι γνώσεις για να αντιληφθεί και να αξιολογήσει ακόμη και τα πιο περίπλοκα νομισματικά συστήματα) στο βιβλίο του που προαναφέραμε παραθέτει μια ρήση, βάσει της οποίας «τρεις είναι οι δρόμοι που σε οδηγούν στην τρέλα: η αγάπη, η φιλοδοξία και η μελέτη του διμεταλλισμού»…
Με πολύ απλά λόγια το διμεταλλικό σύστημα βασιζόταν στον άργυρο και το χρυσό. Ο λόγος για τον οποίο ήταν αναγκαία, τότε, και τα δύο μέταλλα εξηγείται πολύ παραστατικά από τους Γ. Αλογοσούφη και Σ. Λαζαρέτου στο βιβλίο τους Η δραχμή (εκδόσεις Αθηναϊκή Οικονομική, 1997): «Αν και για την αποτελεσματικότητα του νομισματικού συστήματος απαιτείται μία μόνο μορφή χρήματος, στα αμιγώς μεταλλικά συστήματα δεν ήταν δυνατό να εξυπηρετηθούν όλες οι οικονομικές συναλλαγές με μία μορφή μετάλλου. Το ποσό του χρυσού που ήταν αναγκαίο για την διεκπεραίωση πολλών καθημερινών συναλλαγών ήταν πολύ μικρό. Η κοπή τόσων μικρών χρυσών νομισμάτων δεν ήταν ούτε τεχνικά εφικτή, αλλά ούτε εξυπηρετούσε τις συναλλαγές. Από την άλλη πλευρά, για μεγάλες συναλλαγές, το βάρος των αργυρών νομισμάτων που απαιτείτο, ήταν υπερβολικά μεγάλο. Έτσι στην πράξη ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό να υπάρχουν αργυρά νομίσματα για μικρές συναλλαγές και χρυσά για μεγάλες».
Από δω και πέρα όμως αρχίζουν τα προβλήματα γιατί η σχετική τους τιμή έπρεπε διαρκώς να κρατείται σταθερή και η ισοτιμία που είχε επιβληθεί (15,5 μέρη αργύρου προς 1 μέρος χρυσού) δεν μπορούσε να μένει απαράλλαχτη στο πέρασμα του χρόνου για πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος ήταν οι νέες ανακαλύψεις κοιτασμάτων χρυσού ή αργύρου, που άλλαζαν την σχετική τιμή. Για παράδειγμα οι ανακαλύψεις τεράστιων κοιτασμάτων χρυσού στη Ρωσία, την Αυστραλία και την Καλιφόρνια αύξησαν την προσφορά χρυσού, με αποτέλεσμα να μειωθεί η τιμή του, ως προς τον άργυρο, τις δεκαετίες του 1850 και 1860.
Δύο παραδείγματα είναι αρκετά για να φανεί το χάος που συχνά προκαλούταν κι έχρηζε ρύθμισης με ένα διεθνές σύστημα, όπως επιχείρησε να κάνει η Λατινική Ένωση. Και τα δύο αφορούσαν λάθη στον υπολογισμό της σχετικής τιμής που ως πρωταγωνιστές είχαν τα δύο σπουδαιότερα, από οικονομική άποψη, κράτη τα οποία δεν συμμετείχαν στη Λατινική Ένωση. Το αμερικανικό νομισματοκοπείο χαρακτηριστικά με αφορμή μια υπερτίμηση του αργύρου, στο επίπεδο 15 προς 1 (κι όχι 15,5 προς 1) προκάλεσε την εξαφάνιση των χρυσών νομισμάτων καθώς οι κερδοσκόποι της εποχής τα αγόραζαν από τις ΗΠΑ έναντι αργύρου για να τα εξάγουν στη Γαλλία, όπου τα πουλούσαν έναντι 15,5 μερών αργύρου, για να επανεξάγουν τον άργυρο στις ΗΠΑ, κοκ. Το δεύτερο παράδειγμα ως επίκεντρο έχει το νομισματοκοπείο της Αγγλίας, όταν διευθυντής ήταν ο Ισαάκ Νεύτων, το 1717 για την ακρίβεια. Συγκεκριμένα, ο ορισμός πολύ χαμηλής τιμής για τον άργυρο (σε σχέση πάντα με το χρυσό) οδήγησε σε εξαφάνιση τα αργυρά νομίσματα. Έγιναν ανάρπαστα, με άλλα λόγια. Το πάθημα του Νεύτωνα εξελίχθηκε σε μάθημα για την Αγγλία που πολύ γρήγορα εγκατέλειψε το διμεταλλικό σύστημα, και υιοθέτησε από το 1821 τον κανόνα του χρυσού ως το εθνικό νομισματικό της σύστημα.
Το ίδιο έκαναν σιγά – σιγά και τα υπόλοιπα μέλη της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης καθώς παρά τις επίμονες προσπάθειες της Γαλλίας να κλειδώσουν οι ισοτιμίες των δύο μετάλλων τα αποτελέσματα ήταν αναντίστοιχα των προθέσεων. Κι εδώ πάντως το δικό της ρόλο έπαιξε η γεωπολιτική, καθώς η νίκη της Γερμανίας στο γαλλο-πρωσικό πόλεμο και η μεγάλη αποζημίωση που εισέπραξε από τη Γαλλία έθεσε τις βάσεις για να υιοθετηθεί κι εκεί ο κανόνας χρυσού, που στη συνέχεια τον ενσωμάτωσαν κι όλες οι χώρες που συνέχιζαν να έχουν διμεταλλικό σύστημα: από τη Λατινική Ένωση μέχρι τις Κάτω και τις Σκανδιναβικές χώρες. Με αυτό τον τρόπο μετατράπηκε σε διεθνής, λόγω της ευκολίας και της σταθερότητας τιμών και ισοτιμιών που παρείχε. Επί της ουσίας ωστόσο ήταν συνώνυμος της δρακόντειας λιτότητας.
Πολιτική ένωση, η Λατινική…
Τέλος, τη δική τους σημασία στην προώθηση της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης είχαν και οι πολιτικές προτεραιότητες. Εν συντομία, η Λατινική Ένωση τότε, όπως και η ΕΕ σήμερα, αποτελούσε ένα πολιτικό πρότζεκτ για την υπέρβαση των οικονομικών κρίσεων και των αλλεπάλληλων επαναστάσεων που συγκλόνιζαν την Ευρώπη. «Η ισχύς εν τη ενώσει» θα μπορούσε να είναι το σύνθημα της Λατινικής Ένωσης. «Αυτό που μας κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση, αναδρομικά, για το πρώτο μισό του 19ου αιώνα», γράφει ο Χομπσμπάουμ, «είναι η αντίθεση ανάμεσα στο τεράστιο και ραγδαία αυξανόμενο παραγωγικό δυναμικό της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης και την ανικανότητά του, θα λέγαμε, να διευρύνει τη βάση του, να σπάσει τα δεσμά που το κρατούσαν αιχμάλωτο…
Γι’ αυτό το λόγο οι δεκαετίες του 1830 και 1840 ήταν περίοδοι κρίσης». Προς επίρρωση οι επαναστάσεις που σημάδεψαν την Ευρώπη από την μια άκρη ως την άλλη, με έτος αιχμής το 1848 το οποίο χαρακτηρίστηκε και Άνοιξη των Λαών: Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Δανία, Ουγγαρία, Σουηδία, Ελβετία, Βέλγιο, Ιρλανδία, κ.λπ.
Συμπερασματικά, ο πολυτάραχος βίος της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, δείχνει πώς κάθε σχέδιο οικονομικής ενοποίησης δε συνιστά κατ’ ανάγκην πρόοδο. Ορίζεται από τα κυρίαρχα οικονομικά συμφέροντα της εποχής του, και τις αντιθέσεις που την διαπερνούν. Ό,τι συμβαίνει και με την ΕΕ. Κι όπως το τέλος της Λατινικής Ένωσης δεν μας οδήγησε στην εποχή των σπηλαίων, έτσι κι ένα πιθανό τέλος της ΕΕ δε θα σημάνει κατ’ ανάγκη κοινωνικό πισωγύρισμα…
Πηγή: Περιοδικό Nexus - leonidasvatikiotis.wordpress