Παραδοσιακή γερμανική πρακτική η δημιουργία... καρτέλ
Η περιβόητη «αναβάθμιση λογισμικού» που ανακοίνωσαν νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα οι Γερμανοί αυτοκινητοβιομήχανοι ως λύση στις υπέρ το δέον εκπομπές ρύπων των πετρελαιοκίνητων οχημάτων τους, σύμφωνα με τους ειδικούς, θα κοστίσει στους τρεις μεγαλύτερους κατασκευαστές (BMW, Daimler, Volkswagen) τουλάχιστον… 500 εκατ. ευρώ.
Το ποσό αυτό αν μη τι άλλο προκαλεί τη νοημοσύνη. Σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί για μια σοβαρή επίλυση του προβλήματος των επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία οξειδίων του αζώτου που εκπέμπουν τα ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα.
Ισοδυναμεί μόλις με το 1/10 των κερδών που είχε πέρυσι μία μόνο εκ των παραπάνω αυτοκινητοβιομηχανιών - η χτυπημένη από το σκάνδαλο Dieselgate, Volkswagen.
Η στάση αυτή των Γερμανών αυτοκινητοβιομηχάνων -που εδώ και χρόνια απολαμβάνουν σημαντικά υψηλότερα περιθώρια κέρδους σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους- είναι ενδεικτική της απληστίας και -κυρίως- της αλαζονείας που τους διέπει. Πηγάζει από την τεράστια ισχύ τους και αυτή με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο κάνουν τις δουλειές τους.
Οι τρεις παραπάνω αυτοκινητοβιομηχανίες -μαζί με τις Porsche, Αudi- έχουν δημιουργήσει, σύμφωνα με τις αποκαλύψεις του Spiegel, για περισσότερα από 20 χρόνια καρτέλ, κανονίζοντας μεταξύ τους σε μυστικές συναντήσεις κόστη, προμήθειες, τιμές, μισθούς και δεκάδες τεχνικά θέματα των οχημάτων που παράγουν.
Μεταξύ των τελευταίων, φέρονται να είχαν συμφωνήσει κρυφά και στην από κοινού συρρίκνωση του μεγέθους των δεξαμενών ουρίας -που οι κατασκευαστές είναι υποχρεωμένοι από τον νόμο να έχουν ενσωματωμένες στα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα- με αποτέλεσμα ο καθαρισμός των καυσαερίων να μην είναι αποτελεσματικός.
Οι Volkswagen, Daimler, BMW, Audi, Porsche δεν είναι οι πρώτες, ούτε οι μοναδικές βιομηχανίες στη Γερμανία που λειτουργούν έτσι. Το σύνολο της βιομηχανικής Γερμανίας λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, μέσω δηλαδή συνασπισμών, καρτέλ και ομάδων πίεσης (λόμπι) εδώ και δεκαετίες, για την ακρίβεια από τον 19ο αιώνα.
Συνασπισμοί
Με αναβάθμιση λογισμικού ανακοίνωσαν ότι θα διορθώσουν τις υπερβολικές εκπομπές οξειδίων του αζώτου οι Γερμανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων |
Απαρχή του συστήματος των καρτέλ στη Γερμανία αποτελούν οι προστατευτικές πολιτικές του Οτο φον Μπίσμαρκ στα τέλη της δεκαετίας του 1870.
Οι υψηλοί δασμοί που εισήχθησαν εκείνη την περίοδο επέτρεψαν στην καθυστερημένη έως τότε βιομηχανικά Γερμανία να αναπτυχθεί με εκρηκτικούς ρυθμούς και να εξελιχθεί σε κορυφαία δύναμη ώς τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι επιχειρήσεις στους περισσότερους βιομηχανικούς κλάδους συνασπίστηκαν, δημιουργώντας κοινές δομές πωλήσεων, ελαχιστοποιώντας τον μεταξύ τους ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά και μέσω του ντάμπινγκ (εξήγαν τα προϊόντα τους σε υπερβολικά χαμηλές τιμές, ακόμη και κάτω του κόστους, τσακίζοντας τους ανταγωνιστές τους στις ξένες αγορές, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την Κίνα) κατέστησαν τη γερμανική βιομηχανία ανταγωνιστική παγκοσμίως.
Ως το 1901 λειτουργούσαν στη Γερμανία περί τα 450 καρτέλ. Μεταξύ άλλων δραστηριοποιούνταν στην εκμετάλλευση του άνθρακα, στον χάλυβα, τον ηλεκτρισμό, τα χημικά, την υφαντουργία, την ξυλεία, το καουτσούκ, το χαρτί, το γυαλί, τις κατασκευές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα καρτέλ αυτής της εποχής αποτελεί το Rheinisches Westfaelisches Koblensyndikat, που εκμεταλλευόταν τον άνθρακα όλων των ορυχείων. Οι μετοχές της εταιρείας ανήκαν αποκλειστικά στα μέλη του καρτέλ. Σε κανέναν άλλον δεν επιτρεπόταν η πώληση.
Το καρτέλ εξελίχθηκε σταδιακά σε μοναδικό αγοραστή των εξορυσσόμενων προϊόντων στη Γερμανία και μοναδικό πωλητή τους στο κοινό.
Στις εταιρείες-μέλη του, το καρτέλ πλήρωνε την ίδια τιμή ανεξαρτήτως του σε ποιον θα πωλούσε το προϊόν. Εφαρμόζοντας ακραία πολιτική ντάμπινγκ, πωλούσε τον άνθρακα στο εξωτερικό στη μισή σχεδόν τιμή. Στην Αυστρία, η τιμή του ήταν στα 8 μάρκα (RM), όταν στη Βαυβαρία ήταν 17 μάρκα.
Πέραν της καταχρηστικής αυτής συμπεριφοράς, στην εκτόξευση της Γερμανίας σε κορυφαία βιομηχανική δύναμη συντέλεσε και η προώθηση της έρευνας. Ελλείψει πρώτων υλών, η τελευταία δεν θα ήταν δυνατή αν δεν υπήρχαν δασμοί, καρτέλ και η βοήθεια από το κράτος.
Τα καρτέλ αγκαλιάστηκαν και από τη δικαστική εξουσία, η οποία ουκ ολίγες φορές σε ζητήματα σχετικά με πατέντες και ελεύθερο ανταγωνισμό δικαίωσε τα μονοπώλια.
Η διαδικασία στρέβλωσης της ελεύθερης οικονομίας υποβοηθήθηκε όμως και από την αλλαγή της κοινής γνώμης και την επικράτηση της αντίληψης σε μεγάλα τμήματα αυτής ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι υπεύθυνος για μια χαοτική οικονομία.
Ο Χάινριχ Κρονστάιν, επιφανής Γερμανός καθηγητής Νομικών που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ‘30 προκειμένου να αποφύγει τις διώξεις του Χίτλερ, γράφει χαρακτηριστικά σε μελέτη του το 1942:
«Ο ελεύθερος ανταγωνισμός, όπου υπήρξε, εξελίχθηκε σε αγώνα για την απόκτηση μεριδίων στο μελλοντικό καρτέλ, ενώ οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι στα πανεπιστήμια έκλεισαν τα μάτια τους και προσποιήθηκαν ότι ζουν σε εποχή ελεύθερου εμπορίου.
»Οποιοσδήποτε μηχανισμός για την προστασία του ατόμου έγινε ασυνείδητα μηχανισμός ελέγχου από τα καρτέλ και τα μονοπώλια. Η απώλεια ελευθερίας δράσης επηρέασε την όλη φιλοσοφία των ανθρώπων, ανεξαρτήτως θέσεώς τους στην κοινωνία».
Πολεμική μηχανή
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο μηχανολογικός εξοπλισμός των καρτέλ αποτέλεσε εργαλείο της κρατικής πολιτικής πολέμου.
Τα καρτέλ αποτέλεσαν τη βάση για όλες τις επιχειρήσεις πολέμου. Η υπηρεσία τους αυτή ήταν ιδιαίτερα επικερδής τόσο γι’ αυτά όσο και για τους βιομηχάνους που βρίσκονταν πίσω από αυτά.
Ακόμη και μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, την ήττα της Γερμανίας και την υιοθέτηση αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, τα καρτέλ παρέμεναν πανίσχυρα. Ο μόνος τρόπος για να τα πολεμήσει κάποιος ήταν να συνασπιστεί μαζί τους.
Ενδεικτικό είναι ότι στη δεκαετία του 1930, η ολλανδική Phillips, ενώ αρχικά ενήγαγε την Telefunken (κοινοπραξία των Siemens, AEG) για μονοπωλιακές πρακτικές, στη συνέχεια δημιούργησε μαζί της καρτέλ για το μοίρασμα της γερμανικής και της ολλανδικής αγοράς ραδιοφώνων.
Οταν οι ναζί ήρθαν στην εξουσία τη δεκαετία του 1930 ευλόγησαν και αυτοί τα καρτέλ, καθώς τα θεωρούσαν ανώτερη μορφή οικονομικής οργάνωσης σε σχέση με τον ελεύθερο ανταγωνισμό και πιο αποτελεσματικά για τη συγκράτηση του πληθωρισμού.
Οδήγησαν τις επιχειρήσεις σε ένωση των δυνάμεών τους όταν οι άλλες μέθοδοι οικονομικής τόνωσης απέτυχαν.
Την κατάργηση των μονοπωλίων και τον ελεύθερο ανταγωνισμό επεχείρησαν να επιβάλουν στη Γερμανία μετά το τέλος Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι Αμερικανοί. Ομως ο γερμανικός επιχειρηματικός κόσμος αντιστάθηκε και η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία πήρε χρόνια για να εφαρμοστεί.
Στις μεγάλες επιχειρήσεις προέκυψε τελικά ένα σύστημα αλληλοσυνδεόμενων διευθύνσεων, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Είναι αυτό που επί της ουσίας κινεί, σε άρρηκτη συνεργασία με το πολιτικό κατεστημένο, τα νήματα της οικονομίας.
Ο ερχομός της Ε.Ε., η κοινή αγορά και η ισχυρή αντιμονοπωλιακή νομοθεσία δεν άλλαξαν πολλά. Με τη βοήθεια των πολιτικών και των πανίσχυρων λόμπι, τα καρτέλ συνεχίζουν να βασιλεύουν.
Η πεποίθηση ότι οι επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου μπορούν και πρέπει να εργάζονται μαζί προκειμένου να βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους διεθνώς παραμένει ακόμη βαθιά ριζωμένη.