Βίος & Πολιτεία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1918 στα Χανιά, και από εκείνη την ημέρα όλοι αποκαλούν την Κρήτη «λεβεντογέννα». Είναι Ζυγός με ωροσκόπο Αιγόκερω -που αποστατεί προς τον Υδροχόο-, και την ώρα που γεννιότανε σχολάγανε οι μοίρες. Οι μοίρες των άλλων, όχι οι δικές του.
Ήταν ανιψιός του Ελευθερίου Βενιζέλου –τους συγγενείς δεν τους διαλέγουμε-, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον τελευταίο να κάνει μεγάλη καριέρα στην πολιτική. Οι δυο άνδρες θα συναντηθούν και πάλι στο Μουσείο της Μαντάμ Τισό, αφού το πιο πιθανό είναι πως το κέρινο ομοίωμα του θα τοποθετηθεί δίπλα σε αυτό του θείου του, για να το βλέπουν οι τουρίστες, να γοητεύονται από το ελληνικό του κάλλος και να επισκέπτονται την Ελλάδα.
Σπούδασε Νομικά, Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με χρήματα του Ελευθερίου Βενιζέλου – τα δικά του τα έτρωγε με τις γκόμενες. Παράλληλα έμαθε γερμανικά, αγγλικά και γαλλικά για να κάνει καμάκι στις τουρίστριες.
Πολέμησε στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της εισβολής των Γερμανών, οπότε τα γερμανικά τού φάνηκαν χρήσιμα γιατί τους έκανε τράκα κανα τσιγαράκι, ενώ τα υπόλοιπα φανταράκια μας -που δεν ήξεραν γερμανικά- έμεναν ρέστα και είχαν τα νεύρα τους.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συμμετείχε στην Αντίσταση, κι έτσι οι Γερμανοί πήραν ανάποδες και τον καταδίκασαν δυο φορές σε θάνατο αλλά αυτός τους έλεγε γερμανικές βρισιές και κατάρες, με αποτέλεσμα αυτοί να σκιάζονται και να αναβάλλουν συνεχώς την εκτέλεσή του.
Στις εκλογές του ’46 εξελέγη βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, σε ηλικία 28 ετών- στα ντουζένια του. Τέσσερα χρόνια αργότερα εξελέγη πρώτος βουλευτής Χανίων – ήταν και δύσκολα τα δρομολόγια των πλοίων τότε, οπότε οι Χανιώτες μπορεί να τον ψήφισαν για να μην έχουν μες στα πόδια τους.
Σε ηλικία 32 ετών έγινε υφυπουργός Οικονομικών και κόντεψε να μετατρέψει την Ελλάδα σε Ελβετία - ο τότε πρωθυπουργός το εκτίμησε ιδιαίτερα και του ανέθεσε τα υπουργεία Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων για να βάλει κι εκεί μια τάξη.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δούλευε όλη μέρα στο υπουργείο και γυρνούσε κομμάτια στο σπίτι του μετά τα μεσάνυχτα αλλά δεν εύρισκε ένα πιάτο φαΐ και μια αλλαξιά εσώρουχα, οπότε αποφάσισε να παντρευτεί για να νοικοκυρευτεί. Επειδή δεν είχε χρόνο για να γαμπρίζει δεξιά κι αριστερά, αποφάσισε να απευθυνθεί σε μια προξενήτρα για να του βρει μια προκομμένη κοπέλα για σπίτι.
Έτσι, το 1953 παντρεύτηκε τη Μαρίκα Γιαννούκου που από τότε τη λένε «Μαρίκα Μητσοτάκη», γιατί εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες ήταν υπό και έπαιρναν, αναγκαστικά, το επίθετο του συζύγου τους. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά : τη Ντόρα, την Αλεξία, την Κατερίνα και τον Κυριάκο. Όπως καταλαβαίνετε πήγαινε για το γιο – ευτυχώς που γεννήθηκε ο Κυριάκος, γιατί ακόμα θα γεννούσε η Μαρίκα Μητσοτάκη.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποφάσισε να δουλέψει σκληρά για να αποκτήσει μια βίλα στα Χανιά με πολλούς καμπινέδες γιατί, όταν ήταν παιδί, δεν είχαν τουαλέτα στο σπίτι και ήταν αναγκασμένος να πηγαίνει πίσω από τα κυπαρίσσια – του είχε μείνει παιδικό τραύμα.
Το 1955 υπερασπίστηκε στο Κοινοβούλιο τον Νίκο Καζαντζάκη που ήταν υπό διωγμόν και μετά από δυο χρόνια πέθανε. Ο Καζαντζάκης, όχι ο Μητσοτάκης. Στη συνέχεια πήρε αμπάριζα όποιον κεντρώο σχηματισμό υπήρχε και κατέληξε στην Ένωση Κέντρου με την οποία επανεξελέγη βουλευτής.
Το 1963 ο Γεώργιος Παπανδρέου του ανέθεσε το υπουργείο Οικονομικών για να μην ακούει άλλο την γκρίνια του. Μετά από τα Ιουλιανά, απέκτησε το προσωνύμιο «αποστάτης», το οποίο τον συντρόφευε μέχρι να γίνει πρωθυπουργός – από τότε και μετά όλοι τον αποκαλούν «γκαντέμη» ή «γρουσούζη». Πάντως, το 2001 –αφού, δηλαδή, το σκέφτηκε επί 26 χρόνια – δήλωσε πως είχε μετανιώσει για την «αποστασία».
Στη συνέχεια, συμμετείχε ως υπουργός Συντονισμού σε δυο κυβερνήσεις – εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα άλλαζε τις κυβερνήσεις σαν τα πουκάμισα – και κατόπιν προανήγγειλε την ίδρυση του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος. Το ’50 και το ’60, άμα ήθελες να κάνεις κόμμα, έβαζες ένα «Φιλελεύθερο» στο όνομα και καθάριζες.
Στις 21 Απριλίου του 1967 συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Γουδί μαζί με άλλους πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι χάρηκαν πολύ όταν τον είδαν. Η Χούντα τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό και τα παιδιά του είχαν φρικάρει γιατί δεν μπορούσαν να ξεπορτίσουν για γκομενοδουλειές. Το 1968 αναγκάστηκε να διαφύγει με πλοίο από τη Ραφήνα στην Τουρκία κι από εκεί στο Παρίσι, όπου ήταν μαζεμένοι οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί και την περνούσαν τζάμι.
Συμμ
ετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα – μαζευόντουσαν οι Έλληνες σε σπίτια ή καφενεία, όπου κάπνιζαν σαν Τούρκοι και ξεσήκωναν τον κόσμο όλο με τις αγριοφωνάρες τους. Η Χούντα για να τον εξαναγκάσει να επιστρέψει έθεσε σε περιορισμό την οικογένειά του, και τα παιδιά του την περνούσαν φίνα που δεν έπρεπε να ξυπνάνε από τα άγρια χαράματα για να πάνε σχολείο. Την επόμενη χρονιά, η οικογένειά του πήγε στο Παρίσι - ακόμα θυμούνται οι Παριζιάνοι την αίγλη που είχε η πόλη τους, όταν ζούσε εκεί το Μητσοτακέικο.
Στο Παρίσι, συνεργάστηκε στενά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή – παίζανε καμιά πρέφα και κανα τάβλι να περνάει η ώρα. Το ’73 επέστρεψε στην Ελλάδα – δεν μπορούσε να κάτσει με τίποτα σ’ ένα μέρος-, όπου συνελήφθη εκ νέου αλλά με την πτώση της Χούντας τον άφησαν ελεύθερο γιατί είχαν κόψει φλέβες οι έρμοι οι δεσμοφύλακες.
Ο Καραμανλής δεν τον συμπεριέλαβε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας γιατί τον είχε μάθει καλά αλλά και οι Χανιώτες δεν τον ψήφισαν, για να τον τιμωρήσουν που τους άφησε κι έτρεχε στα Παρίσια. Τότε κι αυτός νευρίασε κι έφτιαξε το Κόμμα των Νεοφιλελεύθερων αλλά, επειδή δεν έβλεπε προκοπή, προσχώρησε τη Νέα Δημοκρατία για να γίνει υπουργός και να πηγαίνει ταξιδάκια στο εξωτερικό.
Το 1984 ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος γιατί θεωρήθηκε ο καταλληλότερος να αντιμετωπίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου με τον οποίο τον ένωνε μεγάλη φιλία – ο Ανδρέας ποτέ δεν του συγχώρησε το γεγονός πως δεν πήγε στο ΠαΣοΚ, για να έχει τη χαρά να τον βλέπει κάθε μέρα και να τα λένε.