Το πρωί, ποιο πρωί δηλαδή, περασμένες 11, ξύπνησε από τα κλάματα της Ying.
Όταν εκείνη του εξήγησε τον λόγο που έκλαιγε, αισθάνθηκε ένοχος, που δεν σκέφτηκε ότι το κορίτσι σήμερα δουλεύει και αυτός την ταλαιπώρησε τόσο χθες.
Σε σημείο που κινδύνευε να χάσει, εάν δεν είχε χάσει την δουλειά της.
Με τα χίλια ζόρια τη συνέφερε από το κλάμα και κατέβηκαν να αναζητήσουν πρωινό, μιας και η ώρα ήταν περασμένη και το ξενοδοχείο είχε σταματήσει να σερβίρει προ πολλού.
Εκεί λοιπόν που έτρωγαν το πρωινό τους, την ρώτησε για τη δουλειά της, τον μισθό της στο υποτιθέμενο γραφείο.
Έμεινε πραγματικά έκπληκτος ακούγοντας ότι αυτό το θεσπέσιο πλάσμα αμειβόταν με το ποσό των 18.000 μπάτ τον μήνα.
Δηλαδή κάτι περισσότερο από 300 ευρώ για 10ωρη - 6ήμερη εργασία.
Όταν οι γελάδες που είχε στα μαγαζιά του, έπαιρναν 800-900 ευρώ τον μήνα με 5ημερο και του έκαναν και τον βίο αβίωτο με τις απαιτήσεις τους.
(Φυσικά οι μισθοί εδώ ακόμα και σήμερα, για τη συγκεκριμένη εργασία, βρίσκονται πολύ ποιό χαμηλά, πόσο μάλλον εκείνη την εποχή).
Η ιδέα και μόνο ότι θα στερηθεί την συντροφιά της και όχι μόνο, μιας και σε άλλα πράγματα που ήλπιζε και επιδίωκε, τον γονάτισε.
Το σκέφτηκε λίγο, άλλωστε κοιτώντας την μισόγυμνη, μιας και η Ying φρόντιζε να φορά τα απολύτως απαραίτητα, ώστε να μην συλληφθεί για προσβολή δημοσιάς αιδούς.
Δεν μπορούσε και πολύ, το μυαλό του δεν ήταν ικανό για πολύπλοκες αναλύσεις και ιδιαίτερα μετά την χθεσινή νύχτα.
Διστακτικά λοιπόν της πρότεινε να καλύψει τα του μισθού και τα έξοδα της, αφού εκείνος έγινε η αφορμή να χάσει την εργασία της.
Αν ήθελε μάλιστα η Ying, θα μπορούσαν να φύγουν και από την Μπανγκόκ, μιας που όπως το κορίτσι του εξήγησε, δεν θα ήθελε να μείνουν εκεί κοντά που δουλεύει.
Γιατί ο κόσμος είναι κακός και παρεξηγεί τα πάντα.
Οπότε θα ήταν καλύτερα να γυρίσουν μια βόλτα στα τροπικά νησιά που ο φίλος του είχε αναφέρει και τόσο πολύ του άρεσαν.
Το δύσκολο αποδείχθηκε προς τα που να κατευθυνθούν, μιας και σε οποιαδήποτε πρόταση του Γιώργου η Ying επαναλάμβανε μονότονα: “Όχι εκεί. Εκεί έχω πάει”.
Τίποτα από αυτά δεν φάνηκε παράξενο στο Γιώργο, άλλωστε και αυτός είχε αποδράσει στα περισσότερα Ελληνικά νησιά, όταν αποφάσιζε να απιστήσει την Χαλκιδική, μιας και σαν την Χαλκιδική δεν υπάρχει .
Κατέληξαν λοιπόν σε ένα μικρό νησί στα σύνορα Ταϊλάνδης - Καμπότζης, που η Ying είχε ακούσει, της άρεσε, αλλά ήταν μακρυά πότε δεν πήγε μιας και τα έξοδα πολλά.
Μετά το σχετικό τηλεφώνημα στη φίλη που έμεναν μαζί για να τους ανοίξει, μιας και η Ying είχε ξεχάσει που είχε τα κλειδιά της.
Βρέθηκαν σε ένα σκοτεινό και σχετικά βρώμικο δωμάτιο κάπου στην Μπανγκόκ.
Ο Γιώργος πλήρωσε το ενοίκιο και το ρεύμα μαζί με κάτι αλλά πράγματα.
Μιας και η Ying δεν είχε πάρει τον προηγούμενο μισθό της και σίγουρα μετά την απουσία της, δεν προβλεπόταν να πάρει ούτε και τον επόμενο.
Πήραν κάποια λιγοστά πράγματα της και ξεχύθηκαν μετά στα μαγαζιά για τα αναγκαία.
Αφού τελείωσαν γύρισαν στο ξενοδοχείο, όπου η Ying έτρεξε βιαστικά, γεμάτη ευγένεια, να βρει τον “Ξάδελφο” που είχε αυτοκίνητο και θα τους μετέφερε σε χαμηλή τιμή στον προορισμό τους.
Άργησε φυσικά λίγο παραπάνω, μιας και αναγκαστικά τον περίμενε να "τελειώσει" κάποια εργασία που είχε.
Ο Γιώργος την περίμενε στο ξενοδοχείο πλημμυρισμένος από χαρά με την αναπάντεχη τύχη του .
Το κορίτσι δεν ήθελε να ανακατευτεί με τα οικονομικά.
Οπότε αναγκαστικά, λίγο μετά την επιστροφή της, έσπευσαν να συμφωνήσουν την τιμή στο μπάρ που ο “ξάδερφος” σύχναζε με την παρέα του.
Φυσικά ένας τύπος που συνοδεύει μια τόσο αιθέρια ύπαρξη πρέπει να φανεί και στους συγγενείς πόσο γαλαντόμος είναι.
Αφού έκλεισαν την τιμή γύρω στις 5-6 δόσεις αγοράς αυτοκίνητου εκείνη την εποχή εδώ.
Έφυγαν μέσα στη βραδινή μπόρα, να αποχαιρετίσουν τις φίλες στο χτεσινό μαγαζί.
Μιας και το άλλο πρωί θα έπαιρναν το δρόμο για τον επόμενο προορισμό τους.
Αργά την νύχτα γύρισαν στο ξενοδοχείο.
Ο Γιώργος την αγκάλιασε, την φίλησε, αλλά όταν προσπάθησε το κάτι παραπάνω, η Ying έβαλε τα κλάματα και με λυγμούς του εξήγησε ότι:
Μετά από μια ερωτική απογοήτευση με κάποιον συμμαθητή της, της ήταν αδύνατον να κάνει έρωτα, χωρίς να νιώσει ότι εμπιστεύεται κάποιον.
Για αυτό του ζήτησε να της δώσει λίγο χρόνο και ότι πηγαίνοντας στο νησί θα αισθανόταν σίγουρα καλύτερα.
Με το πουλί στο χέρι ο Γιώργος, έκανε ένα ακόμα κρύο ντους και ξάπλωσε στο κρεββάτι.
Την τράβηξε απαλά στην στην αγκαλιά του και έστεκε να την κοιτά, να κοιμάται αποχαυνωμένη από το κλάμα και την κούραση.