Και επειδή μερικές φορές όταν μιλάνε σπουδαίοι αθλητικογράφοι εμείς πρέπει να προσέχουμε
Γκούντγιονσεν: το μυαλό και τα πόδια
Υπήρξε ένα παιδάκι που μεγάλωσε με το κασκόλ της Αντερλεχτ στο κρεβάτι του και με τη μοβ φανέλα με το νούμερο που φορούσε ο μπαμπάς του τη δεκαετία του '80. Γιος του Αρνορ Γκούντγιονσεν, του μεγαλύτερου ονόματος που ανέδειξε τον 20ό αιώνα το ποδόσφαιρο της χώρας με τα μεγάλα ηφαίστεια, ο Εϊντορ σύντομα έδειξε την κλάση του και το 1996 έγινε και πρωταγωνιστής μιας μοναδικής ιστορίας.
Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Ψάχνοντας όλες τις πτυχές της και καταγράφοντάς την στο βιβλίο «ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ» πριν από τρία χρόνια, διαπίστωσα πως πρόκειται αληθινά για κάτι απίστευτο. Σε διεθνές ματς της Ισλανδίας το 1996 μπήκε στο γήπεδο αντικαθιστώντας τον πατέρα του, αλλά η μοίρα δεν θέλησε να τους δώσει την ανείπωτη χαρά να παίξουν και μαζί. Ο μπαμπάς Αρνορ τραυματίστηκε λίγο καιρό μετά και έτσι η συνύπαρξη δεν έγινε πραγματικότητα.
Αυτά, όμως, ανήκουν στο παρελθόν και μικρή σημασία έχουν για τον οπαδό της ΑΕΚ, ο οποίος αναρωτιέται αν ο Γκούντγιονσεν μπορεί να είναι πραγματικά μεγάλη λύση. Η απάντηση με το χέρι στην καρδιά είναι «ναι». Η ποιότητά του είναι αναμφισβήτητη και η παρουσία του στην Τσέλσι την εποχή του Μουρίνιο αποτελεί τον μπούσουλα για το πώς στο μοντέρνο ποδόσφαιρο πρέπει να παίζουν οι περιφερειακοί επιθετικοί. Στην Μπαρτσελόνα, στην οποία έγινε και πρωταθλητής Ευρώπης, μπορεί να είχε λιγότερο χρόνο συμμετοχής, αλλά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του τον μετέτρεπαν, όπως κάποτε τον Λάρσον, σε υπερπολύτιμο.
Εχει σπάνια εκτελεστική ικανότητα και με τα δύο πόδια, ξέρει όσο ελάχιστοι να κρατιέται στο όριο του οφσάιντ στις άμυνες και να εκθέτει τους αμυντικούς. Ενώ δεν είναι γρήγορος, το μυαλό του φέρνει τόσες στροφές που τελικά φτάνει πρώτος στην μπάλα. Και γενικά είναι το μυαλό του αυτό που τον κάνει να είναι πιο μπροστά από τους υπόλοιπους και όχι τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, που πάντως δεν είναι άσχημα. Ξέρει να παίζει με την πλάτη και έχει ένα τρομερό προσόν, τη διαγώνια κίνηση. Χάρισμα που ουσιαστικά του έδωσε την ευκαιρία να πάρει τη μεταγραφή του από την Μπόλτον το 2000 στην Τσέλσι, στην οποία προπονητής ήταν ο Βιάλι.
Ο Ιταλός που είδε στοιχεία του εαυτού του στον Γκούντγιονσεν ήθελε να δώσει πίσω από τον Φλο και τον Χασελμπάινκ στην ομάδα του διαφορετικό βάθος με τον Ισλανδό, αλλάζοντας ρόλο στον Τζόλα. Η αποχώρησή του και η άφιξη του Ρανιέρι κάθε άλλο παρά επηρέασαν τον Γκούντγιονσεν, που με 37 ματς από την πρώτη χρονιά καθιερώθηκε, για να γίνει αναντικατάστατος με τον Μουρίνιο το 2004.
Η ΑΕΚ με τον Εϊντορ παίρνει έναν παίκτη σε καλή ηλικία, που στο δικό μας πρωτάθλημα, που οι ομάδες βαδίζουν και δεν τρέχουν, κάλλιστα θα κάνει τη διαφορά. Προσοχή, όμως, στις απαιτήσεις. Περισσότερο θα ήταν χρήσιμος αν είχε ακόμη η «Ενωση» τον Μπλάνκο και ο Γκούντγιονσεν αγωνιζόταν πίσω του στην τρύπα, παρά μόνος ως «εννιάρι» στην κορυφή. (σημ αυτό που είχα γράψει καμιά 10αριά σελίδε πίσω
)
Κι αυτό θα είναι ένα στοίχημα για τον Χιμένεθ, να καταφέρει να βρει τον καταλληλότερο τρόπο για να του είναι αληθινά χρήσιμη η καλύτερη μεταγραφή που έχει κάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια η ΑΕΚ.