Και για να τελειώνουμε εδώ τη μαλακία σου περί αριστερής αντίδρασης στο δεξιό παρελθόν της οικογενείας μου σου απαντώ με κομμάτι από ομιλία του Θεοδωράκη κατά την αναγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας:
... σε μια χώρα με ανεπτυγμένο οτο έπακρο το αίσθημα της ατομικότητας, σε βαθμό που αν το μπορούσε ο κάθε Ελληνας, θα ήθελε να είναι αρχηγός κόμματος και πρωθυπουργός... Φυσικά το ευπαθές μας σημείο είναι η πολιτική και η χειρότερη μορφή του ο κομματικός φανατισμός. Εκεί, όταν μπλέξεις, δύσκολα ξεμπλέκεις. Σκεφτείτε μόνο πόσα χρόνια πέρασαν για να αξιωθεί η Πολιτεία να στήσει ένα άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου και να τον κάνει και αεροδρόμιο. Σκέφτομαι ότι αν ζούσε ο παππούς μου ο Μιχαήλ Θεοδωράκης και τα έβλεπε αυτά, ίσως και να αυτοκτονούσε. Με παππού αντιβενιζελικό και με πατέρα βενιζελικό, με ξάδελφο κομμουνιστή και θείο αντικομμουνιστη, η οικογένεια μου ήταν για μένα ένα σχολείο εθνικής αυτογνωσίας. Βλέπετε, αγαπούσα όλους τους συγγενείς μου και εκτιμούσα εξίσου το ήθος και τη σκέψη tous. Τελικά τώρα που βλέπουμε τα πράγματα από απόσταση, γελάμε για τous καβγάδες που χώριζαν τότε τις οικσγένειες, πιο συχνά για ζητήματα που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων ο ρόλος των Ελλήνων πολιτικών και των κομμάτων ήταν μάλλον διακοσμητικός, μιας και τις μεγάλες αποφάσεις τις έπαιρναν και μας τις επέβαλλαν οι ξένοι. Το ίδιο περίπου μ' αυτό που γίνεται και σήμερα, με τη διαφορά ότι παλιά, πίσω από τον Βενιζέλο υπήρχαν οι Αγγλογάλλοι και πίσω από τον Κωνσταντίνο οι Γερμανοί, όπως πίσω από τous εθνικόφρονες υπήρχαν οι Αγγλοαμερικάνοι και πίσω από τous κομμουνιστές οι Σοβιετικοί, ενώ σήμερα πίσω κι απ' τα δύο μεγάλα κόμματα υπάρχει μία και μόνη δύναμη, η Αγία Υπερδύναμη.
Φανταστείτε λοιπόν τι γέλια έχουν να γίνουν μετά από 20-30 χρόνια, όταν θα μπορούν να βλέπουν καθαρά τη σημερινή πραγματικύτητα, όπου οι Έλληνες είτε το γνωρίζουν είτε όχι, είτε τo θέλουν είτε όχι, ψηφίζουν ουσιαστικά και σε ποσοστό 90% το ίδιο πράγμα, δηλαδή μια πολιτική, η oποία στους κρισιμότερους τομείς χαράζεται και επιβάλλεται από την ίδια ξένη δύναμη και τous συμμάχους της, δηλαδή τις ΗΠΑ και τις μεγάλες χώρες της Ευρώπης. Με αποτέλεσμα οι δικαιοδοσίες των δύο μεγάλων κομμάτων να συνίστανται στη διαχείριση και τη νομή του κράτους. Όμως και στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η πολιτική μας ηγεσία στο σύνολό της, πλην της Αριστεράς, έχει παραχωρήσει ένα μέρος της εθνικής περιουσίας -και όχι μόνο- στην οικονομική ολιγαρχία. Έτσι, αν υπολογιστεί το μέγεθος της εξάρτησής μας πρώτον από τα ξένα κέντρα αποφάσεων και δεύτερον από τις οικονομικές και άλλες παραχωρήσεις στους εντόπιους ισχυρούς, τότε τι μένει για εμάς, τον ελληνικό λαό, ώστε να αξίζει τον κόπο να φανατιζόμαστε για τον έναν ή για τον άλλον, αφού όλοι μας βράζουμε στο ίδιο ζουμί; Μήπως ο μοναδικός μας πια ρόλος δεν είναι να παρατηρούμε και να σχολιάζουμε χωρίς δυνατότητα να παρέμβουμε, ακόμα κι όταν πρόκειται για πράγματα ιερά για μας, όπως λ.χ. ο πολιτισμός μας και το ήθος μας που ευτελίζεται καθημερινά μπροστά στα μάτια μας από τους βαρόνους των ΜΜΕ, χωρίς ουσιαστική αντίσταση και αντίδραοη από πουθενά;
Τότε μετά από 20 και 30 χρόνια, φοβάμαι πολύ ότι δεν θα γελούν μόνο με μας αλλά και θα κλαίνε. Αν και εφόσον θα υπάρχουν Ελληνες με την ιστορική σημασία που έλαβε η λέξη αυτή χάρη στα εππεύγματα και τις θυσίες των προγόνων μας. Θυμηθείτε πόσοι αγώνες έγιναν και πόσο αίμα χύθηκε για να μη χαθεί η ρίζα που μας συνδέει με την Ιστορία μας. Για να διατηρήσουμε τη γλώσσα μας την ελληνική, τα ήθη και τα έθιμά μας τα ελληνικά και τα τραγούδια μας τα ελληνικά. Θα υπάρχουν άραγε όλα αυτά στο μέλλον; Ήδη μετά τous χλευασμούς των ξένων, η χλεύη εναντίον του εαυτού μας όχι μόνο έχει ξεκινήσει από εγχώριους χλευαστές, αλλά τείνει να λάβει τη μορφή μιας ιδεολογικής τρομοκρατίας. Ο θαυμασμός προς τους ξένους και η περιφρόνηση για καθετί δικό μας έχουν ήδη ανοίξει έναν επικίνδυνο κατήφορο προς τον αφελληνισμό μας, ξεκινώντας από τη νεολαία, τη διανόηση και τους αυτοαποκαλούμενους «ευαίσθητους χώρους της κοινωνίας».
Ίσως τώρα πολλοί απ' αυτούς που με κατακρίνουν, να έχουν διαπιστώσει ότι είχα δίκιο όταν έλεγα και τότε, όπως λέω και τώρα, ότι βράζουμε -ή μάλλον μας βράζουν- στο ίδιο ζουμί. Και για να μην πάω πολύ μακριά, σας ρωτώ, σε τι τάχα ωφέλησαν οι διαμάχες στο εσωτερικό της Αριστεράς που γεννήθηκαν και κορυφώθηκαν από τον καιρό τns χούντας και μετά; Όχι μόνο δεν ωφέλησαν αλλά οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην ουσιαστική τns περιθωριοποίηση και μάλιστα σε μια στιγμή όπως η σημερινή, που ο ρόλος τns ιδιαίτερα απέναντι στα θέματα τns εξάρτησης και του κίνδυνου της παγκόσμιας ειρήνης είναι όχι μόνο μεγάλος αλλά αναγκαίος και καθοριστικός. Ακόμα ρωτώ, σε τι μας ωφέλησαν οι κομματικοί φανατισμοί την επομένη της χούντας, με τη δαιμονοποίηση του Καραμανλή και της Δεξιάς, που παραλίγο να μας οδηγήσει σε εμφύλια σύρραξη, τη στιγμή που οφείλαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις (όπως λ.χ. κάνουν σήμερα οι Γερμανοί), για να διορθώσουμε τη ζημιά της χούντας και παράλληλα να προετοιμαστούμε για τις προκλήσεις που μας περιμένουν ως έθνος και ως λαό και που δυστυχώς μας βρήκαν ανέτοιμους, με αποτέλεσμα η χώρα μας να παραμείνει σταθερά στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης. Τι κι αν οι ίδιοι που θεωρούσαν τον Καραμανλή «συνέχεια της χούντας», τον έκαναν αυτοί οι ίδιοι Πρόεδρο της Δημοκρατίας σαν να μη συνέβη τίποτα, χωρίς μια λέξη αυτοκριτικής για τον πολύτιμο χρόνο που χάθηκε και για το δηλητήριο με το οποίο ποτίσαμε ειδικά τη νεολαία, δηλαδή με τα κάλπικα οράματα, τα μεγάλα ψέματα και τους ξεπερασμένους ιστορικά φανατισμούς, με αποτέλεσμα να μην έχει ακόμα συνέλθει αντιδρώντας με την απάθεια της στα σφάλματα των υπευθύνων εκείνης της εποχής, που τη χρησιμοποίησαν για toως δικούς τους σκοπούς και τα δικά τους συμφέροντα.
Και όμως όλα αυτά και πόσα άλλα στραβά και ανάποδα που χαρακτηρίζουν και σήμερα την επιφάνεια της πολιτικής μας κυρίως ζωής, δεν εμπόδιζαν και δεν εμποδίζουν τη χώρα και τον λαό να προχωρά. Στο σημείο αυτό θέλω να σταθώ ιδιαίτερα, γιατί η επιφάνεια της καθημερινότητας που γυαλίζει σαν το γυαλί της τηλεόρασns κρύβει το βάθος και την ουσία των πραγμάτων. Κρύβει την αλήθεια της πραγματικής πραγματικότητας, που είναι ο ρόλος του λαού, δηλαδή των απλών ανθρώπων, στη βήμα με βήμα πορεία του προς τα εμπρός.
Και θα έλεγα ακόμα ότι το ελληνικό κράτος, η Πολιτεία, οι πολιτικοί και οι παραπολιτικοί κύκλοι βάζουν φρένο σ' αυτή την πορεία. Με άλλα λόγια πιστεύω ότι δίχως αυτό το συγκεκριμένο κράτος, τη συγκεκριμένη πολιτική τάξη και οικονομική ολιγαρχία, ο λαός μόνος του θα προχωρούσε με μεγαλύτερο βηματισμό και θα πήγαινε ακόμα πιο μπροστά. Γιατί αντίθετα απ' ό,τι λέγεται κι απ' ό,τι πιστεύεται, ο ελληνικός λαός είναι φιλόπονος, εργατικός, νοικοκύρης αλλά συγχρόνως ανικανοποίητος, τολμηρός, πολυμήχανος, φιλόδοξος.
Δεν είναι τυχαίο ότι στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε μόνος να παλεύει στο πλευρό της Αγγλίας τον ναζισμό, όταν όλη η Ευρώπη είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Όπως βρέθηκε και πάλι μόνος σε όλη την Ευρώπη να διαμαρτύρεται κατά των Νατοϊκών βομβαρδισμών στο Βελιγράδι. Υπάρχει δηλαδή στη ρίζα του λαού μας ένα κρυμμένο φως, που έρχεται στην επιφάνεια κάθε φορά που θα υπάρξει κάποια μεγάλη πρόκληση που θα τον ταρακουνήσει.
Έχουμε όμως, όπως έχει αποδειχθεί, ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο ελάττωμα: Είμαστε εύπιστοι, πιστεύουμε εύκολα κι όταν πιστεύουμε τα δίνουμε όλα για όλα. «Λαέ ευκολόπιστε και πάντα προδομένε», μας προειδοποίησε εδώ και δύο αιώνες ο εθνικός μας ποιητής. Εμείς όμως τίποτα, Δεν βάζουμε μυαλό. Μετρώ πόσες φορές πήγαμε τυφλά και μαζικά με τον έναν ή τον άλλον ηγέτη, το ένα ή το άλλο κόμμα, και δεν βρίσκω λογαριασμό. Και ενώ τρώμε τα μούτρα μας, δεν βάζουμε μυαλό. Ετσι φτάσαμε έως εδώ και είναι φυσικό να είμαστε κουρασμένοι, απογοητευμένοι και να μην πιστεύουμε πια σε τίποτα.