«Μιλά ελληνικά η Παναγία;»
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΑΦΚΟΥ
Υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν για να ξορκίσουν τα φαντάσματά τους και άλλοι που γράφουν για να δημιουργήσουν καινούρια. Ο Βασίλης Αλεξάκης επιμένει ότι ο ρόλος του μυθιστορήματος, σε αντίθεση με το δοκίμιο ή τη δημοσιογραφία, δεν είναι να δίνει απαντήσεις αλλά να δημιουργεί νέα ερωτήματα.
Τα πιο πρόσφατα τα προτείνει ο ίδιος μεσ' από το «μ.Χ.» (εκδόσεις «Εξάντας»), βιβλίο που του χάρισε το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας. Στη Γαλλία κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο, σ' εμάς πριν από λίγες μέρες. Οι πόλοι του είναι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, η ορθοδοξία και το Βυζάντιο. Κι όμως, όλ' αυτά δοσμένα με χιούμορ, σασπένς και, όπως ο ίδιος λέει, ηπιότητα: ένας φοιτητής από την Τήνο που μελετά τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, με μητέρα θεούσα, φιλοξενείται στην Αθήνα από μια πλούσια γηραιά κυρία, τη Ναυσικά, η οποία του ζητάει να βρει τον χαμένο αδελφό της που έχει γίνει μοναχός στο Αγιον Ορος. Ο νεαρός αρχίζει την έρευνα και μιλάει για τις μελέτες του τόσο στη Ναυσικά όσο και σε μια νεαρή θεούσα που τον έλκει ερωτικά, με αποτέλεσμα, προκειμένου να βρει τον δρόμο για το κρεβάτι της, να της λέει ιστορίες για το... άβατο, το οποίο και θα επισκεφθεί. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται στην Αθήνα αλλά και στην Τήνο και στο Αγιο Ορος. Το νησί είναι οικείο στον Αλεξάκη. Η ορθοδοξία όμως;
«Δεν γράφω για πράγματα που ξέρω, αλλά για πράγματα που θέλω να μάθω. Π.χ. με τη "Μητρική γλώσσα" ανακάλυψα τους Δελφούς και ξαναβρήκα τα ελληνικά. Αυτή τη φορά ανακαλύπτω τους προσωκρατικούς, την ορθοδοξία και το Αγιον Ορος. Κάθε φορά ανακαλύπτω».
- Και μπολιάζετε έτσι τον συγγραφέα με τον δημοσιογράφο;
«Μα ακριβώς εκεί με βοηθάει η πείρα μου από τη δημοσιογραφία. Διότι για να γράψω αυτό το βιβλίο είδα άπειρους ανθρώπους και πέρασα άπειρες ώρες σε βιβλιοθήκες. Η ειρωνεία είναι πως, όταν ήμουν παιδί, κορόιδευα τη μάνα μου, που ήταν μάλλον θρήσκα. Τη ρωτούσα, όταν προσευχόταν στην Παναγία, πώς μπορούσε να είναι σίγουρη ότι μια αγράμματη κυρία από την Παλαιστίνη μιλούσε ελληνικά. Η μάνα μου γελούσε. Θιγόταν και λίγο, αλλά κάπου τη διασκέδαζε. Εν ολίγοις, είχα μεγαλύτερα περιθώρια ως προς τη θρησκεία από τον ήρωά μου, που η μάνα του είναι πιεστική».
- Στο «μ.Χ.» λέγονται πολλά πράγματα με το όνομά τους, ιδιαίτερα για ό,τι αφορά τη μοναστική ζωή.
«Ομως επειδή μ' ενδιαφέρει περισσότερο το μυθιστόρημα από την ιστορία, διατηρώ τις ισορροπίες. Π.χ. έχω άπειρα στοιχεία για τα οικονομικά των μοναστηριών, αλλά έδωσα ελάχιστα. Το μυθιστόρημα χρειάζεται ελαφρότητα και χιούμορ. Χειρίστηκα όσο μπορούσα πιο απαλά όλα τα θέματα, δεν φταίω όμως εγώ αν είναι βαρύτατα, αν η Ορθοδοξία έχει διαλύσει και διασύρει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Συμβαίνουν εξωφρενικά πράγματα στην Ελλάδα μας που τείνει να έχει ένα είδος μουσουλμανικής συμπεριφοράς».
- Το βιβλίο επίσης καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει συνέχεια του ελληνισμού στο Βυζάντιο.
«Μα, επρόκειτο για ξένο, θεοκρατικό κράτος, για μια δικτατορία στην οποία το ελληνικό της στοιχείο ήταν πάρα πολύ αδύναμο, σχεδόν ανύπαρκτο επί αιώνες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρώμης. Ο μέσος Ελληνας μπορεί να φαντάζεται ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ήξερε ελληνικά, κάτι που όμως δεν συνέβαινε. Λατινικά μιλούσαν, τόσο αυτός όσο και η Αγία Ελένη. Κι έπειτα, πώς θεωρείται άγιος κάποιος που έσφαξε τον έναν του γιο και έπνιξε την πρώτη του γυναίκα μέσα σε βραστό νερό; Αν αντιμετωπίσεις την ιστορία με ψυχραιμία και όχι υπό το πρίσμα του χριστιανισμού, μπορεί και να ανακαλύψεις ότι ο Κωνσταντίνος εκμεταλλεύθηκε τη θρησκεία προκειμένου να συσπειρώσει όλους αυτούς τους πληθυσμούς. Ετσι δημιουργήθηκε και το Αγιον Ορος. Διότι χάνοντας έδαφος το Βυζάντιο προς την Ανατολή, προσπάθησε να κερδίσει προς τη Δύση, στα Βαλκάνια, δημιουργώντας ένα σημαντικό πνευματικό κέντρο, που εν τέλει λειτούργησε θαυμάσια».
- Αληθεύει ότι οι χριστιανοί κυνήγησαν περισσότερο τους Εθνικούς, από ό,τι είχαν κυνηγήσει εκείνους οι Ρωμαίοι;
«Είναι γνωστότατη ιστορική αλήθεια. Μόνο στην Ελλάδα δεν την ξέρουμε. Ηδη τον 18ο αιώνα δημοσιεύθηκε η πρώτη σοβαρή μελέτη σχετικά με τους διωγμούς. Οι Ρωμαίοι, όπως και οι Ελληνες, ήταν πολυθεϊστές. Δέχονταν πολύ εύκολα νέους θεούς. Κάθε πόλη έκανε την επιλογή της από τον αχταρμά των θεών, προσέθετε και δυο τρεις ξένους, σου έβαζε κι έναν ναό αφιερωμένο στον άγνωστο θεό και πάει λέγοντας. Ο φανατισμός εισάγεται αναγκαστικά από τον μονοθεϊσμό, ο οποίος αμφισβητεί την πολιτική εξουσία, αφού υπάρχει ένας θεός που θέλει δικές του όλες τις εξουσίες και που ορίζει τα πάντα. Ο φανατισμός των χριστιανών προκάλεσε τη ζωηρή αντίδραση της Ρώμης. Τον ίδιο τον Χριστό θα τον δέχονταν χωρίς πρόβλημα. Οταν οι χριστιανοί πήραν την εξουσία, εξαπέλυσαν άγριο πόλεμο εναντίον των Εθνικών. Κάτι που η ελληνική παιδεία αγνοεί εντελώς. Τους εκτελούσαν στον σταυρό. Από το 360 μ.Χ. στο Βυζάντιο θανατώνεται όποιος εξακολουθεί να λατρεύει τους παλιούς θεούς. Η Ελλάδα αντιστάθηκε σ' αυτή τη λαίλαπα σε σημείο να εκχριστιανιστεί η Μάνη μόλις τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Το 450 μ.Χ. οι Αθηναίοι γιόρταζαν ακόμα τα Παναθήναια».
- Και η σημερινή Ελλάδα;
«Το γεγονός ότι δεν έχει γίνει διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, το γεγονός ότι τα μαθήματα αρχίζουν με προσευχή, ότι γίνεται αγιασμός στα σχολεία και ότι επιβάλλουν στην ουσία τα θρησκευτικά ως ένα μάθημα κατηχητικού και όχι ως ένα μάθημα για τις θρησκείες, δίνει το πρόσωπο της σημερινής Ελλάδας, ασχέτως αν υπάρχει και μια άλλη που μειοψηφεί. Αναφέρομαι σε εκείνη που έκανε την επανάσταση του 1821, την επηρεασμένη από τον Διαφωτισμό, που επανέφερε τους φιλόσοφους, που αισθανόταν υπερήφανη για την καταγωγή της από τους αρχαίους Ελληνες και η οποία είχε αμφισβητήσει τη θρησκεία. Ομως η επανάσταση έμεινε μισή. Απελευθερωθήκαμε από τους Οθωμανούς αλλά όχι και από το Βυζάντιο».