Στα αρχαία και παλαιότερα ελληνικά η λέξη μαλακία, πέρα από την «μαλακότητα», σήμαινε, μεταξύ άλλων, την αδυναμία και ασθένεια, τη βλακεία, την εκθήλυνση, την κιναιδεία και τον γυναικείο αυνανισμό.
Στον Επιτάφιο του Περικλή του Θουκυδίδη υπάρχει η φράση «Φιλοκαλούμεν τε γὰρ μετ’ ευτελείας καὶ φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», όπου η λέξη σημαίνει την μαλθακότητα, την απώλεια της ενεργητικότητας, τη νωθρότητα. Στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την αποφυγή των κόπων και των δυσχερειών, ως αντίθετη της καρτερικότητας («τὸ φεύγειν τὰ επίπονα»). Ως λατινική λέξη η malacia υποδήλωνε την ήρεμη θάλασσα και την απόλυτη ηρεμία, σημασίες που απαντούν και στα ελληνικά, στον Καισάριο, τον 4ο αι. Η γενίκευση της σημασίας «αυνανισμός» (και για τους άνδρες) εμφανίστηκε στα μεσαιωνικά χρόνια.
Στα νεότερα χρόνια η λέξη «μαλακία» ταυτίσθηκε με την διανοητική ανεπάρκεια ή εγκεφαλική δυσλειτουργία, εξού και η φράση «μαλάκυνση εγκεφάλου». Επίσης, στην εκκλησιαστική γλώσσα διαφαίνεται η ίδια σημασιοδότηση, αντιδιαστέλλεται δηλαδή η σωματική («νόσος») από την νοητική («μαλακία») πάθηση: «από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». Την ίδια σημασία, την ταύτιση με τον «γεροξεκούτη», απέκτησε και η λέξη «μαλάκας». Η πρώτη εμφάνισή της στο γραπτό λόγο εντοπίζεται -έως τώρα- το 1888, σε μετάφραση κειμένου που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εστία και ήταν απόδοση του γαλλικού ramolli («ραμολί», «ραμολιμέντο» από τα ιταλικά). Με αυτήν τη σημασία εμφανιζόταν στον έντυπο λόγο τουλάχιστον μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αι., οπότε και κάποια στιγμή παρατηρήθηκε η ανοικτή μετατόπιση και εντέλει ταύτιση με τον «αυνανιζόμενο», μια σημασιολογική διασύνδεση που πιθανότατα υπολάνθανε.
2020 μείνε σπίτι,
Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο...