Εγώ πήγα σήμερα στη λεγάμενη, μπαίνω στο δωμάτιο, έρχεται από πίσω μου:
«Όχι, όχι, ντε τελει λεφτά, εσύ γκαμίσι τζάμπα» μου λέει.
«Καλάααααα» λέω εγώ.
Κλείνει την πόρτα.
Βγάζω το σακάκι, ανοίγω το παράθυρο και το πετάω στο δρόμο.
Με κοιτάει περίεργα.
Βγάζω και το παντελόνι, το πετάω κι αυτό.
Παραξενεύεται πολύ, αλλά δε μιλάει.
Βγάζω το ένα λουστρίνι, το πετάω κι αυτό στο δρόμο.
Άρχισε να αναστενάζει.
Όταν πέταξα και το άλλο λουστρίνι, δεν κρατήθηκε άλλο:
«Μα γκιατί πετάει ρούχος, είναι καλά!»
«Όταν τελειώσω να σε πηδάω κούκλα μου, τα ρούχα αυτά θα είναι ντεμοντέ» της λέω εγώ.
«Όχι, όχι, ντε τελει λεφτά, εσύ γκαμίσι τζάμπα» μου λέει.
«Καλάααααα» λέω εγώ.
Κλείνει την πόρτα.
Βγάζω το σακάκι, ανοίγω το παράθυρο και το πετάω στο δρόμο.
Με κοιτάει περίεργα.
Βγάζω και το παντελόνι, το πετάω κι αυτό.
Παραξενεύεται πολύ, αλλά δε μιλάει.
Βγάζω το ένα λουστρίνι, το πετάω κι αυτό στο δρόμο.
Άρχισε να αναστενάζει.
Όταν πέταξα και το άλλο λουστρίνι, δεν κρατήθηκε άλλο:
«Μα γκιατί πετάει ρούχος, είναι καλά!»
«Όταν τελειώσω να σε πηδάω κούκλα μου, τα ρούχα αυτά θα είναι ντεμοντέ» της λέω εγώ.