Την επομενη μερα σηκώθηκα πολύ πρωι. Ευτυχως δεν εβρεχε και αραξα να πιω τον καφέ μου στην αυλη του σπιτιού μου. Λιγο αργοτερα ξυπνησε και η μανα μου. Με ρωτησε τι θα εκανα. Της ειπα πως θα παω από τον ξαδερφο να παρω τη μηχανη και θa εκανα καμια βολτα προς το βουνο ή στα διπλανα χωρια.
-Να τους πεις να ερθουν το μεσημέρι να φαμε μαζι. Θα σφαξω έναν κοκορα να τον κανω με μακαρονια. Μην παρεις τα βουνα κι αργήσεις να ερθεις. Θα ξανα βρεξει.
-Εγινε mάνα.
Το κοψα με τα ποδια μεχρι το σπίτι του ξαδεφου. Δεν αργησα να φτάσω, μικρές οι αποστασεις στο χωριο, αλλα ο ξαδερφος δεν ηταν εκει. Ουτε η θεια μου. Μπηκα στην αυλη και ειδα το XT σκεπασμενο με ένα ναυλον. Κλειδι ειχα να το βαλω μπροστα. Πηρα τηλεφωνο τον ξαδεφο να του πω ότι θα το παρω και τον ρωτησα που εχει καβατζωμενη βενζινη. Ολοι στα χωρια εχουν καβατζα βενζινη και πετρελαιο. Τρελαθηκε μολις του ειπα ότι ημουν σπιτι του. Μου ειπε που ειχε μπετόνια με βενζινη και τους καλεσα για φαγητο το μεσημερι. Η αλισυδα ηταν καπως χαλαρη και στεγνη, χωρις γρασο. “Αρε ξαδερφε δε μου το προσεχεις το εργαλειο”……
Εβαλα βανζινη και πηρα το δρομο που οδηγουσε προς το βουνο. Εβλεπα τη χιονισμενη κορφη και αγαλιασε η ψηχη μου. Εδώ ειμαι παλι, στα μερη μου.
Για κανα 40 λεπτο εκανα βολτες με τη μηχανη. Ανηφορες, κατηφορες, χωματοδρομους, δάσος, δρομος, χωραφια, χωριο, άλλο χωριο, ωσπου πιαστηκε ο κωλος μου. Σταματησα σ΄ένα χωριό. Αραξα στο καφενειο ρουφηξα ένα τσιπουρο και ηπια έναν καφε ελληνικο. Σκεφτηκα να παω ως τη απεναντι κορυφη αλλα δε μου εβγαινε. Ηθελα πανω από μιση ωρα. Γαμησε τα γερνάς μαλάκα σκεφτηκα. Μπα θα παω ειπα μεσα μου. Μια άλλη μερα όχι σημερα. Τελικα δεν πηγα. Καμια μερα. Ισως όταν επιστρέψω να παω.
Το μεσημερι ο ξαδεφος και η θεια μου ηρθαν σπιτι για φαγητο. Μετα το φαι βαλαμε το Nissan μπροστα. Ekανα καποιες δουλειες που ηθελε η μάνα μου και το απογευμα πήγα στο καφενειο-ψησταριά του χωριού. Δεν ειχε αλλαξει τιποτα. Ηταν σα να μην είχα λειψει ούτε μια μερα. Τα ιδια προσωπα το ιδιο σκηνικο. Μόνο που σημερα εγώ ημουν ο πρωταγωνιστης. Ολοι με χαιρετουσαν και ολοι ηθελαν να κατσω στο τραπέζι τους.
Εκατσα σ΄ένα τραπεζι με τον Σταμάτη ένα μπατσο συνομηλικο μου κι αλλους 2 χωριανούς. Πηρα μια μπυρα που με κέρασαν. Μετα ηρθε ο Σάκης ενας ταξιτζης και ενας Αλβανός. Αργοτερα κι αλλοι. Πλακωθηκαμε στις μπυρες και στα κοψιδια. Με ρωτουσαν πως περναω, τι λενε οι Γερμανοί για τους Έλληνες. Υπηρχε ένα κλιμα αντι-γερμανικο, αντι ευρωπαικο. Καποτε ημασταν αντι-αμερικανοι, τώρα γιναμε αντι-γερμανοι. Ετσι ειμαστε οι Ελληνες, ψαχνουμε καποιους να τους φωρτωσουμε τα δικα μας λαθη. Όταν ελεγα ότι οι Γερμανοί μια χαρα είναι σαν λαος , πως δεν εχω πρόβλημα μαζι τους και το Βερολίνο είναι ωραία πολη τιγκα στο πρασινο, μου ελεγαν ότι το δικό μας το πρασινο δεν υπάρχει αλλου και μετα από πολλα ακουσα και το : Ξεπουληθηκα στη Μερκελ για μερικα ευρω.
Δε με χαλαγε όμως, περνουσα καλα. Σας αγαπαω πατριωτες.
Εσκασε μυτη και ο ξαδερφος με μια μπουκαλα τσιπουρο, δικο του.
-Για πες ρε Θανο, από πιωμα τι παιζει εκει στα ξενα ? ρωτησε ενας φιλος.
-Τα παντα. Του απαντησα.
-Βρισκεις καλη φουντα ?
-Εχουν αυτά τα “σκανκ” που παιζουν κι εδώ κατα καιρους, καλα είναι αλλα μερικα εχουν χοντρη νταγκλα. Αμα εχεις πιει και ξυδια σε στελνουν.
-E, μην αρχισετε τις μαλακιες, φωναξε ο Λάμπης ο καφετζης. Ειπαμε κομμένα αυτά εδώ μεσα.
-Κοιτα να δεις τι σου έχω εδώ. Βασικά δεν είναι και πολύ, αλλα θα τσονταρει και κανας άλλος.
Τα παλικάρια ηθελαν να mε υποδεχτουν σωστα. Αρχισαν να κολάνε τα χαρτακια να ριχνουν τον καπνό και να σπανε τους “παπαδες”. Βγήκαμε κανα 7-8 ατομα εξω στην πλατεια. Παιζαν 3 ή 4 γαρα ταυτοχρονα. Πιναμε μπύρες, σφηνακια τσιπουρο και καπνιζαμε φουντα. Κοσμος πηγαινε κι ερχοταν μεσα εξω. Κι άλλες μπυρες κι αλλους μπαφους. Κάτσαμε πανω απο μισαωρο εξω. Ειχα γίνει παρταλι, τελειως λιωμα. Κατά τις 10 το βραδυ εσουρα το ταλαιπωρο κορμί μου ως το σπιτι. Για να μη με δει η μανα στην κατασταση που ημουν ανεβηκα στο πανω σπιτι κι επεσα ξερός για υπνο.