voltaire45
Ενεργό Μέλος
- Εγγρ.
- 1 Δεκ 2005
- Μηνύματα
- 18.212
- Κριτικές
- 1
- Like
- 1.906
- Πόντοι
- 366
Η µικρή Μόσχα βγάζει κοράκια
Πέρα στη Λέσβο, υπάρχουν άνθρωποι (; ) που περιµένουν πώς και πώς τους λαθροµετανάστες.
Εκείνοι απλώνουν τα χέρια ζητώντας βοήθεια, βλέπουν ανθρώπους χωρίς στολή και ξανοίγονται, φωνάζουν “γιουνάν”, φωνάζουν “Ελλάδα“, φωνάζουν “Οµόνοια”. Οι άλλοι, οι δικοί µας, βλέπουν τη βάρκα και τη µηχανή. Πεντάµετρη και 25άρα, καλή «ψαριά» για σήµερα. Όταν πετάγεται το σκοινί, οι πρώτοι το βλέπουν ως δέσιµο µε την ελευθερία για µια καλύτερη ζωή. Οι άλλοι, οι δικοί µας, έχουν κάνει ακόµα µια γερή µπάζα.
Οι µαρτυρίες που έφταναν από τη Λέσβο, έκαναν λόγο για µια νέα µορφή δραστηριότητας των Μυτιληνιών ψαράδων, που εκτός από ψαράδες έγιναν και «κυνηγοί», προσπαθώντας µάλλον να διαψεύσουν την παροιµία και να έχουν το πιάτο κάθε φορά γεµάτο µε τη διπλή τους ιδιότητα εις βάρος τής δυστυχίας των προσφύγων.
«Έλληνες ψαράδες τσακώνονται πάνω από τις βάρκες των µεταναστών για το ποιος θα τις πρωτοπάρει. Στη µάχη για τη διεκδίκηση, πολλές φορές πετάνε και τον κόσµο στη θάλασσα, πριν καλά καλά πατήσουν στεριά». Αυτά έλεγε η φωνή στην άλλη άκρη τής γραµµής, όταν πρωτάκουσα για το θέµα. Όταν βρέθηκα εκεί, τα στόµατα είχαν ήδη ανοίξει.
«Δεν µπορούσα να πιστέψω αυτά που έβλεπα», µου είπε ο φωτορεπόρτερ Γιώργος Μουτάφης, που βρέθηκε µπροστά στο θέαµα αυτό φέτος το καλοκαίρι. «Τη στήνουν από το βράδυ µε κιάλια, σε υψώµατα, και παρακολουθούν πότε θα φανεί µια βάρκα. Ενηµερώνουν µε κινητά τους άλλους που έχουν ήδη ξανοιχθεί και τότε αρχίζει ένας αγώνας δρόµου ποιος θα πλευρίσει πρώτος τη βάρκα. Οι µετανάστες στην αρχή νοµίζουν πως αυτοί βρίσκονται εκεί για να τους βοηθήσουν να βγουν στη στεριά».
Οι ψαράδες στη Σκάλα Συκαµιάς µιλούν για κάποιους άλλους που το κάνουν αυτό, από άλλα διπλανά χωριά, το ίδιο όµως λένε και οι δίπλα. Και οι µεν και οι δε πάντως, ξέρουν πολύ καλά το νέο σπορ και µου το περιγράφουν µε ακρίβεια.
«Πολλές φορές φωνάζουν “police” για να τους κάνουν να κατέβουν. Άλλοτε, ο ψαράς που τους έφτασε πρώτος θα δέσει τη βάρκα µε σκοινί και θα την τραβήξει, µαζί µε τους επιβάτες της, σε άλλη παραλία, εκεί που περιµένουν οι δικοί του για να µοιραστούν τα λάφυρα», µου λέει ο Μιχάλης Κατσαµπρόκος, δηµοτικός σύµβουλος στην περιοχή. «Δεν είµαστε άνθρωποι, είµαστε ζώα και κοιτάµε πώς θα κονοµήσουµε µε τον πόνο των αλλονών», συµπληρώνει.
Δεν είναι λίγες οι φορές που βρέθηκαν άνθρωποι στη θάλασσα, καθώς οι δικοί µας δια-πληκτίζονται µεταξύ τους. Άνδρες και γυναίκες, κάποιες φορές και µε παιδιά στην αγκαλιά, πετιούνται µέσα τριάντα και πενήντα µέτρα πριν την ακτή. «Δεν κινδυνεύουν να πνιγούν, πατώνουν», µου λένε όλοι όταν ρωτάω αν πέθανε κανείς µε αυτό τον τρόπο.
«Έχω ακούσει, έχω δει κιόλας, να τους τραβάνε, να τους πετάνε έξω για να τους πάρουν τη βάρκα. Πολλοί το έχουν δει σαν επάγγελµα αυτό. Δεν βλέπουν ανθρώπους, βλέπουν ένα χιλιάρικο να έρχεται και ορµάνε για το ποιος θα το πάρει πρώτος», µου λέει ο κύριος Νίκος, ψαράς και αυτός, στη Σκάλα Συκαµιάς.
Σύµφωνοι µε το Νόµο
Τα λάφυρα δεν κρύβονται. Σε πολλές αυλές στη Συκαµιά θα δεις δύο και τρεις βάρκες και η λεία κάθε βραδιάς θα γίνει ακόµα και θέµα στο καφενείο. Ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει παρανοµία. Ο νόµος ορίζει πως αν βρεις µια βάρκα, τότε αυτή είναι δική σου εφόσον τη δηλώσεις στις λιµενικές αρχές. Όταν ξέσπασε ο πρώτος θόρυβος, η αστυνοµία έκανε συλλήψεις. Βρήκε τις βάρκες και τις µηχανές και τις κατάσχεσε. Στη συνέχεια όµως, οι ψαράδες τις δήλωσαν κανονικά. Οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι και τα λάφυρα τους επιστράφηκαν… Στη συνέχεια οι βάρκες και οι µηχανές θα πουληθούν ως «ελαφρώς µεταχειρισµένες», σχεδόν τού κουτιού, και το κέρδος θα είναι απολύτως καθαρό και πάνω απ’ όλα νόµιµο.
Κάθε βράδυ που ο καιρός είναι καλός, τα βράχια είναι γεµάτα «κυνηγούς» µε κιάλια. Δουλεύουν ανά οµάδες και εκτός από τον ανταγωνισµό και το κέρδος, το θέµα έχει αρχίσει να έχει και… αθλητικό ενδιαφέρον. Οι επιδόσεις τής µια οµάδας θα συγκριθούν µε της άλλης την επόµενη µέρα και η συζήτηση στο καφενείο θα ανάψει. Σα να µιλούσανε για ποδόσφαιρο…
Για τους πρόσφυγες αυτή είναι η πρώτη εικόνα που παίρνουν από την Ελλάδα και από την πολιτισµένη Ευρώπη. Κάποιες φορές υπήρξαν και τραυµατισµοί. «Φωνάζουνε µες τη νύχτα και τους τροµάζουν. Αυτοί τροµοκρατούνται. Φεύγουνε και σκαρφαλώνουν όπου βρουν πάνω στα βράχια. Κάποιος έπεσε και έβγαλε τον ώµο του. Μπορεί να έχουν γίνει και χειρότερα που δεν τα γνωρίζω...», µου λέει ο Μ. Κατσαµπρόκος και αναρωτιέται: «Δεν σκέφτηκε κανένας από τους συγχωριανούς µου να τους δώσει έστω κάτι για τις βάρκες και τις µηχανές. Και αυτοί τις αγόρασαν από απέναντι και τις πλήρωσαν. Δεν µας εµποδίζει κανείς να τις πάρουµε, έτσι κι αλλιώς θα τις παρατήσουν εκεί, αλλά γιατί δεν τους δίνουµε κάτι έστω ως βοή-θεια…».
Είναι αλήθεια πως οι πρόσφυγες δεν χρειάζονται πια τις βάρκες. Πολλές φορές τις σκίζουν και οι ίδιοι για να µην τους βρει το λιµενικό µέσα σε αυτές και τους οδηγήσει πίσω στην Τουρκία. Έχουν µεγαλύτερα προβλήµατα πια. Να κρυφτούν από την αστυνοµία και να βρουν κάποιον να τους δείξει τον δρόµο προς την…Οµόνοια.
«Ήµουν εκεί και φωτογράφιζα και ήρθαν κάποιοι βρεγµένοι, από τους επιβάτες τής βάρκας και µε ρώτησαν “Οµόνοια, Οµόνοια”. Κατάλαβα ότι δεν ήξεραν πως είναι σε νησί. Νοµίζουν πως περνούν ένα µεγάλο ποτάµι και πως µπορούν να περπατήσουν µέχρι την Αθήνα. Πολλοί από αυτούς, ιδιαίτερα οι Αφγανοί, δεν έχουν ξαναδεί ποτέ θάλασσα και αυτή είναι η πρώτη βουτιά τής ζωής τους», µου λέει ο Γιώργος Μουτάφης, δείχνοντάς µου τις φωτογραφίες που έβγαλε εκείνη τη µέρα.
«Το Λιµενικό ξέρει»
Αυτό µου λένε όλοι στη Συκαµιά. «Μια βόλτα να βγει το βράδυ, θα τους δει πάνω στα βράχια να περιµένουν, αλλά τι µπορεί να κάνει, δεν κάνουν κάτι παράνοµο, τη θάλασσα αγναντεύουν..», µου λέει ο κύριος Νίκος, µπροστά στο καφενείο. «Κάνουν και τα στραβά µάτια», µου λένε άλλοι. Στον χώρο τού λιµεναρχείου υπάρχουν και εκεί στοιβαγµένες βάρκες, καλές και σκισµένες. Μάλλον µπελάς είναι και για αυτούς. Και ο χώρος δεν είναι και πολύς.
Όταν έφευγα, µου είπαν ότι το ακρωτήριο της Συκαµιάς, το πιο κοντινό σηµείο µε την Τουρκία, λέγεται «Κόρακας». Εξαιτίας τού σχήµατός του, µου εξήγησαν, αλλά σκέφτηκα πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τα πιο κοντινά κεφαλοχώρια είναι ο Μόλυβος και ο Μανταµάδος, η «µικρή Μόσχα», όπως τον έλεγαν παλιά επειδή ψήφιζαν όλοι ΚΚΕ. Σήµερα τα πράγµατα έχουν αλλάξει, και ο δήµαρχος Στέφανος Αποστόλου, βγήκε µε την υποστήριξη της Νέας Δηµοκρατίας. Τον ρώτησα αν ξέρει όσα γίνονται στην περιοχή και µου είπε πως έχει ακούσει φήµες αλλά στο γραφείο του δεν έχει φτάσει ακόµα καµία επώνυµη καταγγελία.
Στο πλοίο τού γυρισµού κοιµήθηκα βαριά...
Πέρα στη Λέσβο, υπάρχουν άνθρωποι (; ) που περιµένουν πώς και πώς τους λαθροµετανάστες.
Εκείνοι απλώνουν τα χέρια ζητώντας βοήθεια, βλέπουν ανθρώπους χωρίς στολή και ξανοίγονται, φωνάζουν “γιουνάν”, φωνάζουν “Ελλάδα“, φωνάζουν “Οµόνοια”. Οι άλλοι, οι δικοί µας, βλέπουν τη βάρκα και τη µηχανή. Πεντάµετρη και 25άρα, καλή «ψαριά» για σήµερα. Όταν πετάγεται το σκοινί, οι πρώτοι το βλέπουν ως δέσιµο µε την ελευθερία για µια καλύτερη ζωή. Οι άλλοι, οι δικοί µας, έχουν κάνει ακόµα µια γερή µπάζα.
Οι µαρτυρίες που έφταναν από τη Λέσβο, έκαναν λόγο για µια νέα µορφή δραστηριότητας των Μυτιληνιών ψαράδων, που εκτός από ψαράδες έγιναν και «κυνηγοί», προσπαθώντας µάλλον να διαψεύσουν την παροιµία και να έχουν το πιάτο κάθε φορά γεµάτο µε τη διπλή τους ιδιότητα εις βάρος τής δυστυχίας των προσφύγων.
«Έλληνες ψαράδες τσακώνονται πάνω από τις βάρκες των µεταναστών για το ποιος θα τις πρωτοπάρει. Στη µάχη για τη διεκδίκηση, πολλές φορές πετάνε και τον κόσµο στη θάλασσα, πριν καλά καλά πατήσουν στεριά». Αυτά έλεγε η φωνή στην άλλη άκρη τής γραµµής, όταν πρωτάκουσα για το θέµα. Όταν βρέθηκα εκεί, τα στόµατα είχαν ήδη ανοίξει.
«Δεν µπορούσα να πιστέψω αυτά που έβλεπα», µου είπε ο φωτορεπόρτερ Γιώργος Μουτάφης, που βρέθηκε µπροστά στο θέαµα αυτό φέτος το καλοκαίρι. «Τη στήνουν από το βράδυ µε κιάλια, σε υψώµατα, και παρακολουθούν πότε θα φανεί µια βάρκα. Ενηµερώνουν µε κινητά τους άλλους που έχουν ήδη ξανοιχθεί και τότε αρχίζει ένας αγώνας δρόµου ποιος θα πλευρίσει πρώτος τη βάρκα. Οι µετανάστες στην αρχή νοµίζουν πως αυτοί βρίσκονται εκεί για να τους βοηθήσουν να βγουν στη στεριά».
Οι ψαράδες στη Σκάλα Συκαµιάς µιλούν για κάποιους άλλους που το κάνουν αυτό, από άλλα διπλανά χωριά, το ίδιο όµως λένε και οι δίπλα. Και οι µεν και οι δε πάντως, ξέρουν πολύ καλά το νέο σπορ και µου το περιγράφουν µε ακρίβεια.
«Πολλές φορές φωνάζουν “police” για να τους κάνουν να κατέβουν. Άλλοτε, ο ψαράς που τους έφτασε πρώτος θα δέσει τη βάρκα µε σκοινί και θα την τραβήξει, µαζί µε τους επιβάτες της, σε άλλη παραλία, εκεί που περιµένουν οι δικοί του για να µοιραστούν τα λάφυρα», µου λέει ο Μιχάλης Κατσαµπρόκος, δηµοτικός σύµβουλος στην περιοχή. «Δεν είµαστε άνθρωποι, είµαστε ζώα και κοιτάµε πώς θα κονοµήσουµε µε τον πόνο των αλλονών», συµπληρώνει.
Δεν είναι λίγες οι φορές που βρέθηκαν άνθρωποι στη θάλασσα, καθώς οι δικοί µας δια-πληκτίζονται µεταξύ τους. Άνδρες και γυναίκες, κάποιες φορές και µε παιδιά στην αγκαλιά, πετιούνται µέσα τριάντα και πενήντα µέτρα πριν την ακτή. «Δεν κινδυνεύουν να πνιγούν, πατώνουν», µου λένε όλοι όταν ρωτάω αν πέθανε κανείς µε αυτό τον τρόπο.
«Έχω ακούσει, έχω δει κιόλας, να τους τραβάνε, να τους πετάνε έξω για να τους πάρουν τη βάρκα. Πολλοί το έχουν δει σαν επάγγελµα αυτό. Δεν βλέπουν ανθρώπους, βλέπουν ένα χιλιάρικο να έρχεται και ορµάνε για το ποιος θα το πάρει πρώτος», µου λέει ο κύριος Νίκος, ψαράς και αυτός, στη Σκάλα Συκαµιάς.
Σύµφωνοι µε το Νόµο
Τα λάφυρα δεν κρύβονται. Σε πολλές αυλές στη Συκαµιά θα δεις δύο και τρεις βάρκες και η λεία κάθε βραδιάς θα γίνει ακόµα και θέµα στο καφενείο. Ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει παρανοµία. Ο νόµος ορίζει πως αν βρεις µια βάρκα, τότε αυτή είναι δική σου εφόσον τη δηλώσεις στις λιµενικές αρχές. Όταν ξέσπασε ο πρώτος θόρυβος, η αστυνοµία έκανε συλλήψεις. Βρήκε τις βάρκες και τις µηχανές και τις κατάσχεσε. Στη συνέχεια όµως, οι ψαράδες τις δήλωσαν κανονικά. Οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι και τα λάφυρα τους επιστράφηκαν… Στη συνέχεια οι βάρκες και οι µηχανές θα πουληθούν ως «ελαφρώς µεταχειρισµένες», σχεδόν τού κουτιού, και το κέρδος θα είναι απολύτως καθαρό και πάνω απ’ όλα νόµιµο.
Κάθε βράδυ που ο καιρός είναι καλός, τα βράχια είναι γεµάτα «κυνηγούς» µε κιάλια. Δουλεύουν ανά οµάδες και εκτός από τον ανταγωνισµό και το κέρδος, το θέµα έχει αρχίσει να έχει και… αθλητικό ενδιαφέρον. Οι επιδόσεις τής µια οµάδας θα συγκριθούν µε της άλλης την επόµενη µέρα και η συζήτηση στο καφενείο θα ανάψει. Σα να µιλούσανε για ποδόσφαιρο…
Για τους πρόσφυγες αυτή είναι η πρώτη εικόνα που παίρνουν από την Ελλάδα και από την πολιτισµένη Ευρώπη. Κάποιες φορές υπήρξαν και τραυµατισµοί. «Φωνάζουνε µες τη νύχτα και τους τροµάζουν. Αυτοί τροµοκρατούνται. Φεύγουνε και σκαρφαλώνουν όπου βρουν πάνω στα βράχια. Κάποιος έπεσε και έβγαλε τον ώµο του. Μπορεί να έχουν γίνει και χειρότερα που δεν τα γνωρίζω...», µου λέει ο Μ. Κατσαµπρόκος και αναρωτιέται: «Δεν σκέφτηκε κανένας από τους συγχωριανούς µου να τους δώσει έστω κάτι για τις βάρκες και τις µηχανές. Και αυτοί τις αγόρασαν από απέναντι και τις πλήρωσαν. Δεν µας εµποδίζει κανείς να τις πάρουµε, έτσι κι αλλιώς θα τις παρατήσουν εκεί, αλλά γιατί δεν τους δίνουµε κάτι έστω ως βοή-θεια…».
Είναι αλήθεια πως οι πρόσφυγες δεν χρειάζονται πια τις βάρκες. Πολλές φορές τις σκίζουν και οι ίδιοι για να µην τους βρει το λιµενικό µέσα σε αυτές και τους οδηγήσει πίσω στην Τουρκία. Έχουν µεγαλύτερα προβλήµατα πια. Να κρυφτούν από την αστυνοµία και να βρουν κάποιον να τους δείξει τον δρόµο προς την…Οµόνοια.
«Ήµουν εκεί και φωτογράφιζα και ήρθαν κάποιοι βρεγµένοι, από τους επιβάτες τής βάρκας και µε ρώτησαν “Οµόνοια, Οµόνοια”. Κατάλαβα ότι δεν ήξεραν πως είναι σε νησί. Νοµίζουν πως περνούν ένα µεγάλο ποτάµι και πως µπορούν να περπατήσουν µέχρι την Αθήνα. Πολλοί από αυτούς, ιδιαίτερα οι Αφγανοί, δεν έχουν ξαναδεί ποτέ θάλασσα και αυτή είναι η πρώτη βουτιά τής ζωής τους», µου λέει ο Γιώργος Μουτάφης, δείχνοντάς µου τις φωτογραφίες που έβγαλε εκείνη τη µέρα.
«Το Λιµενικό ξέρει»
Αυτό µου λένε όλοι στη Συκαµιά. «Μια βόλτα να βγει το βράδυ, θα τους δει πάνω στα βράχια να περιµένουν, αλλά τι µπορεί να κάνει, δεν κάνουν κάτι παράνοµο, τη θάλασσα αγναντεύουν..», µου λέει ο κύριος Νίκος, µπροστά στο καφενείο. «Κάνουν και τα στραβά µάτια», µου λένε άλλοι. Στον χώρο τού λιµεναρχείου υπάρχουν και εκεί στοιβαγµένες βάρκες, καλές και σκισµένες. Μάλλον µπελάς είναι και για αυτούς. Και ο χώρος δεν είναι και πολύς.
Όταν έφευγα, µου είπαν ότι το ακρωτήριο της Συκαµιάς, το πιο κοντινό σηµείο µε την Τουρκία, λέγεται «Κόρακας». Εξαιτίας τού σχήµατός του, µου εξήγησαν, αλλά σκέφτηκα πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τα πιο κοντινά κεφαλοχώρια είναι ο Μόλυβος και ο Μανταµάδος, η «µικρή Μόσχα», όπως τον έλεγαν παλιά επειδή ψήφιζαν όλοι ΚΚΕ. Σήµερα τα πράγµατα έχουν αλλάξει, και ο δήµαρχος Στέφανος Αποστόλου, βγήκε µε την υποστήριξη της Νέας Δηµοκρατίας. Τον ρώτησα αν ξέρει όσα γίνονται στην περιοχή και µου είπε πως έχει ακούσει φήµες αλλά στο γραφείο του δεν έχει φτάσει ακόµα καµία επώνυµη καταγγελία.
Στο πλοίο τού γυρισµού κοιµήθηκα βαριά...