Ταμαρίλλο (Cyphomandra betacea)
http://[URL unfurl="true"]www.valentine.gr/images/Cyphomanda-betacea_1.jpg[/img[/URL]]
Το Ταμαρίλλο ( Solanum betaceum syn. Cyphomandra betacea) ή τοματόδεντρο (Tree Tomato) είναι ένα μικρό δέντρο ή θάμνος, που ανήκει στην ανθοφόρα οικογένεια φυτών Solanaceae και συγγενεύει με την πατάτα, την ντομάτα, την μελιτζάνα και την πράσινη πιπεριά. Είναι πολύ γνωστό σαν το είδος που παράγει τα ταμαρίλλος, ένα φαγώσιμο καρπό με ωοειδές σχήμα. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στις "χαμένες" τροφές τών Ίνκας και είναι γνωστό ως «tomate de Arbol», αλλά έχει εξαφανιστεί από τον ενδημικό βιότοπό του.
Το ταμαρίλλο είναι ενδημικό στις Άνδεις του Περού, στη Χιλή, στον Ισημερινό, στην Κολομβία και στη Βολιβία. Καλλιεργείται στην Αργεντινή, την Αυστραλία, τη Βραζιλία, την Ινδονησία, την Κένυα, την Πορτογαλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βενεζουέλα. Στη Νέα Ζηλανδία και στην Πορτογαλία καλλιεργείται για εμπορική συγκομιδή και διεθνή εξαγωγή. Η πρώτη παγκόσμια εμπορική καλλιέργεια που παράχθηκε στην Αυστραλία, σημειώθηκε γύρω στο 1996, αν και ο ενθουσιασμός για τα εξωτικά φρούτα του Tamarillo και η καθιέρωσή τους στον πολιτισμό της Αυστραλίας άρχισε να αναπτύσσεται όλο και περισσότερο από το μέσα του 1970 περίπου.
Τα ταμαρίλλος εισήχθησαν για πρώτη φορά στη Νέα Ζηλανδία από την Ασία στα τέλη της δεκαετίας του 1800. Αρχικά παρήχθησαν μόνο κίτρινα και μοβ μικρόκαρπα είδη. Το κόκκινο ταμαρίλλος αναπτύχθηκε το 1920 από έναν κηπουρό φυτώριου στο Auckland, από σπόρους της Νότιας Αμερικής. Άλλα κόκκινα είδη εμφανίστηκαν λίγο αργότερα και συνεχίστηκε η εκ νέου επιλογή τους από τους καλλιεργητές, που οδήγησε σε μεγάλης και υψηλής ποιότητας ποικιλίες, που καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς και σήμερα.
Πριν το 1967, το ταμαρίλλο ήταν γνωστό ως "tree tomato (τοματόδεντρο)" στην Νέα Ζηλανδία, αλλά έπειτα επιλέχτηκε ένα νέο όνομα από το Συμβούλιο Προώθησης Ντομάτας της Νέας Ζηλανδίας, προκειμένου να γίνεται διάκριση μεταξύ αυτού και της κοινής κηπευτικής ντομάτας, αλλά και να του προσδώσει εξωτική γοητεία. Η επιλογή του ονόματος επιδέχεται αρκετές ερμηνείες, από την ομοιότητά της με τη λέξη "τομάτα", την ισπανική λέξη «Amarillo» που σημαίνει κίτρινο χρώμα, και μια παραλλαγή της λέξης Μαορί "Τάμα", για την "αρχηγία". Αλλά σε πολλά μέρη του κόσμου συνεχίζεται να αποκαλείται Tree Tomato.
Οι καρποί μπορεί να έχουν μήκος μεταξύ 2 και 8 εκατοστών. Κρέμονται από το δέντρο σε συστάδες, όπως και πολλά άλλα φρούτα, σαν τα κεράσια. Τα δέντρα αυτά καλλιεργούνται από μοσχεύματα και είναι πολύ ευαίσθητα στον παγετό, κυρίως στην νεαρή ηλικία. Έχουν ρηχές ρίζες και ανταποκρίνονται θετικά στο άφθονο νερό και στην επικάλυψή τους με παχύ προστατευτικό στρώμα από σαπισμένα φύλλα (για τη συγκράτηση της υγρασίας του εδάφους). Το δέντρο μπορεί να φτάσει σε ύψος λίγο πάνω από τα 6 μέτρα, αλλά μπορεί να υποστεί ζημιές λόγω ανέμων και χρειάζεται προστασία. Θα αποδώσει καρπούς μετά από δύο χρόνια και ένα ώριμο δέντρο σε καλό έδαφος θα δώσει περισσότερους καρπούς απ' όσους μπορεί μια κανονική οικογένεια να φάει σε 3 περίπου μήνες. Ένα καλά τρεφόμενο δέντρο μπορεί να παράγει έως και 66 κιλά καρπούς σε ένα χρόνο. Όταν το δέντρο φτάσει στο 1 με 1,5 περίπου μέτρα ύψος, είναι σκόπιμο να κοπούν οι ρίζες του από τη μία πλευρά και να γείρει το δέντρο στην άλλη (με κατεύθυνση προς το μεσημεριανό ήλιο σε περίπου 30 με 45 βαθμούς). Αυτό επιτρέπει στα καρποφόρα κλαδιά να αναπτυχθούν σε από όλο το μήκος του κορμού και όχι μόνο στην κορυφή.
Το φυτό ανθοφορεί την καλοκαιρινή περίοδο, και τα άνθη του διασκορπούν ένα υπέροχο άρωμα λεμονιού. Είναι μικρά και έχουν διακοσμητική αξία. Τα στελέχη σε όλη τη διάρκεια του έτους είναι απασχολημένα στο να παράγουν συνεχώς καινούρια μπουμπούκια, ενώ υπάρχουν ταυτόχρονα πράσινα και ώριμα σε διαφορετικές φάσεις, ώστε πάντα να υπάρχει καρπός έτοιμος προς κατανάλωση. Χαρακτηριστικό του φυτού είναι η εντυπωσιακή αύξηση του μεγέθους του και η γρήγορη ανάπτυξή του. Πολλά από τα κεντρικά φύλλα θυμίζουν φύλλα ηλίανθου, που φτάνουν τα 25 εκ. σε μήκος και τα 20 εκ. σε πλάτος, ίσως και περισσότερο. Η κύρια ανθοφορία συντελείται τον Μάϊο. Στη συνέχεια μειώνεται σταδιακά, αλλά συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του έτους, και στον αέρα υπάρχει πάντα ένα ευχάριστο άρωμα.
Αλλά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα άνθη παρουσιάζουν οι καρποί, που εκτός από διακοσμητικοί, είναι επίσης πολύ νόστιμοι. Εξαιτίας της γλυκύτητάς τους θυμίζουν περισσότερο φρούτο καρποφόρου δέντρου, παρά λαχανικό. Καταναλώνονται φρέσκοι ή επεξεργασμένοι. Για να καταναλωθεί ο φρέσκος καρπός κόβεται στη μέση και η σάρκα του αφαιρείται με τη βοήθεια ενός κουταλιού. Ο καρπός περιέχει βιταμίνη Α, βιταμίνη C και είναι πλούσιος σε βιταμίνη Ε και σίδηρο. Έχει σχήμα στενόμακρο, με μήκος 5 με 6 το πολύ εκατοστά. Το βάρος του φτάνει τα 80 με 100 γρ. και αρχίζει να ωριμάζει τον Οκτώβριο.
Η σάρκα του tamarillo είναι ήπια γλυκιά και έχει μια αψάδα στη γεύση. Μπορεί να συγκριθεί με τα ακτινίδια, την ντομάτα ή τα φρούτα του πάθους. Η φλούδα και η σάρκα κοντά στη φλούδα έχουν μια δυσάρεστη πικρή γεύση, και συνήθως δεν τρώγονται ωμά. Όταν είναι ελαφρά παγωμένη και πασπαλισμένη με ζάχαρη, η σάρκα του αποτελεί ένα δροσιστικό πρωινό πιάτο.
Χρησιμοποιούνταιι σε σαλάτες, επειδή έχουν ελαφρά αρωματική γεύση. Δίνουν μια μοναδική γεύση σε κομπόστες και μαρμελάδες. Στην Κολομβία, τον Ισημερινό (Εκουαντόρ) και τη Σουμάτρα, φρέσκα tamarillos αναμειγνύονται συχνά με νερό και ζάχαρη για να γίνουν χυμός.
----
[b]
Κουρουπίτα (Couroupita guianensis)
[/b]
[img]http://[URL unfurl="true"]www.valentine.gr/images/canonball_tree_280.jpg[/img[/URL]]
Το φυτό Κουρουπίτα ( Couroupita guianensis), που είναι γνωστό με τα κοινά ονόματα Ayahuma και το Cannonball Tree, είναι ένα αειθαλές δέντρο, συγγενικό με το βραζιλιάνικο καρύδι (Bertholletia excelsa), και ενδημικό στον τροπικό βορρά της νοτίου Αμερικής και στην νότια Καραϊβική. Στην Ινδία ευδοκιμεί τουλάχιστον τα τελευταία δύο ή τρεις χιλιάδες χρόνια, όπως αναφέρουν γραπτές πηγές, και επομένως είναι δυνατόν να θεωρηθεί ενδημικό είδος της Ινδίας επίσης. Ανήκει στην οικογένεια Lecythidaceae και το ύψος του μπορεί να φτάσει πάνω από 35 μέτρα.
Το αποκαλούν Cannonball Tree (δέντρο μπάλα κανονιού) εξαιτίας των καρπών του, που είναι καφέ και μοιάζουν με μπάλες κανονιού. Η πλειοψηφία αυτών των δέντρων, που φυτεύτηκαν εκτός του φυσικού τους περιβάλλοντος, έχει να κάνει με το βοτανικό ενδιαφέρον και την περιέργεια, καθώς παράγουν πολύ μεγάλα και εντυπωσιακά άνθη, με χρώμα πορτοκαλί, άλικο και ροζ. Τα άνθη σχηματίζουν μεγάλα τσαμπιά που το μήκος τους μπορεί να φτάνει και πάνω από τα 3 μέτρα. Παράγουν μεγάλους σφαιρικούς και ξυλώδεις καρπούς, με διάμετρο που κυμαίνονται από 15 έως 24 εκατοστά, και κάθε καρπός περιέχει 200 με 300 σπόρους.
Το βοτανικό του όνομα Coroupita Guianensis, του το έδωσε ο Γάλλος βοτανολόγος J.F. Aublet, το 1755. Το Cannonball Tree είναι ενδημικό στα βορειοανατολικά τροπικά δάση της Νότιας Αμερικής, ειδικά στη λεκάνη του Αμαζονίου. Είναι γνωστό ως Ayahuma (καθοδηγητής του πνεύματος), σ' αυτό το μέρος του κόσμου. Μεταξύ των σαμάνων του Αμαζονίου, το δέντρο θεωρείται ότι παρέχει προστασία από τα κακά πνεύματα. Το αγγλικό όνομά του προέρχεται από τούς καρπούς του, που είναι σαν τεράστια καρύδια, και μοιάζουν με σκουριασμένες μπάλες κανονιού. Χάρη στην ομορφιά του, το δέντρο έχει μεγάλη διάδοση σε όλο τον κόσμο. φυτεύεται σε κήπους άλλων τροπικών περιοχών, όπως στην Ινδία και την Ταϊλάνδη. Στην Ινδία, καθιερώθηκε εδώ και δύο με τρεις χιλιάδες χρόνια ή μπορεί να ήταν αυτόφυτο. Θεωρείται ως το ιερό δέντρο τού Σίβα και αποκαλείται Naga Linga στην Ινδία. Αυτό το μεγάλο δέντρο μπορεί να φτάσει τα 35 μέτρα (115 πόδια) ύψος και να δημιουργήσει κορμό με διάμετρο 80 εκατοστά. Το δέντρο καλλιεργείται κυρίως για την ομορφιά του, αλλά και το απαλό, ανοιχτόχρωμο ξύλο του, που χρησιμοποιείται επίσης για την κατασκευή επίπλων.
Το Cannonball Tree ανθίζει και καρποφορεί ταυτόχρονα. Τα εξωτικά κόκκινα λουλούδια μυρίζουν σαν ακριβό άρωμα και ανθίζουν μόνο για μια μέρα το καθένα. Στην Ασία, τα λουλούδια είναι ένα σύμβολο τού πλούτου. Τα άνθη του Cannonball Tree δεν έχουν νέκταρ, και γι' αυτό οι μέλισσες τα επισκέπτονται αναζητώντας τη γύρη τους. Όταν το φυτό βρίσκεται έξω από τον κύκλο τού φυσικού του περιβάλλοντος, ο κύριος επικονιαστής του είναι οι ξυλοφάγες μέλισσες. Οι καρποί και τα άνθη αναπτύσσονται σε μίσχους που φυτρώνουν απευθείας στον κορμό τού δέντρου. Τα άνθη του ξεπετάγονται πυκνά και μπερδεμένα πάνω στον κορμό, βρίσκονται ακριβώς κάτω από τα κλαδιά με το φύλλωμα, και μπορούν να εκτείνονται σε μήκος από μισό μέχρι δύο μέτρα. Τα άνθη συγκρατούνται σε έναν λευκό σαρκώδη δίσκο, που έχει ανοδική κλίση. Κάθε άνθος διαθέτει έξι μεγάλα πέταλα, σε πορτοκαλο - κόκκινο χρώμα, και με έντονο άρωμα. Στη διάρκεια της επικονίασης, οι γόνιμοι στήμονες σχηματίζουν ένα δακτύλιο γύρω από τον υποβαθμισμένο ύπερο και τους στήμονες. Η άκαρπη γύρη βρίσκεται στους ανθήρες. Καθώς εισέρχεται η μέλισσα για να γονιμοποιήσει το άνθος, το πίσω μέρος της τρίβεται πάνω στο δακτύλιο όπου βρίσκεται η γόνιμη γύρη. Αυτό επιτρέπει στη μέλισσα να μεταφέρει τη γόνιμη γύρη σε κάποιο άλλο λουλούδι. Οι διαφορές στη γύρη εντοπίσθηκαν από έναν Γάλλο βοτανολόγο, το 1825. Η ανακάλυψη έγινε από τον Antoine Porteau. Οι διαφορές στη γύρη είναι οι εξής: η γύρη στους στήμονες του δακτυλίου είναι γόνιμη, ενώ η γύρη της καλύπτρας είναι άκαρπη.
Οι καρποί και τα λουλούδια ξεφυτρώνουν κατευθείαν από τον κορμό τού δέντρου και τα παλιά δέντρα έχουν όλο το κάτω μέρος τού κορμού καλυμμένο. Οι καρποί που μοιάζουν με μπάλες κανονιού μπορεί να είναι μέχρι 20 εκατοστά. Ωριμάζουν για περίπου εννέα μήνες και στη συνέχεια πέφτουν στο έδαφος, και συνήθως σπάνε προκαλώντας συχνά έναν ήχο σαν μικρή έκρηξη. Όταν έρχονται σε επαφή με τον αέρα, η σάρκα των καρπών παίρνει ένα πρασινο-μπλε χρώμα και μυρίζει δυσάρεστα και σαν σάπια. Η σάρκα είναι φαγώσιμη για τα ζώα και για τους σαμάνους του Αμαζονίου. Αυτή η ισχυρή τροφή είναι ένα μέρος της διατροφής τους. Για άλλα άτομα τα φρούτα μπορούν ακόμη και να είναι δηλητηριώδη και ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρή αλλεργική αντίδραση. Μεμονωμένοι σπόροι μέσα στη «μπάλα» είναι επικαλυμμένοι με τριχίδια, τα οποία υπάρχουν για να προστατέψουν το σπόρο όταν καταπωθεί και μπορεί επίσης να βοηθήσει στο πέρασμα των σπόρων προς τα έντερα. Τα σκληρά κελύφη των καρπών χρησιμοποιούνται ως δοχεία ή ως στολίδια. Όπως οι κοκκοφοίνικες, τα δέντρα δεν θα πρέπει να φυτεύονται κοντά σε δρόμους ή κοντά σε περιοχές με πολύ κυκλοφορία καθώς ο βαρύς καρπός μπορεί να πέσει χωρίς προειδοποίηση και να προκαλέσει ατυχήματα.
Τα δέντρα αυτά καλλιεργούνται σε μεγάλη έκταση στους ναούς Shiva στην Ινδία. Στα Ινδικά λέγεται Shiv Kamal. Στα Ταμιλικά λέγεται δέντρο Nagalingam. Στα Βεγγαλέζικα ονομάζεται Nagkeshar. Τα άνθη ονομάζονται Shivalinga στα Ινδικά, Nagalinga Pushpa στο Kannada και Nagamalli ή Mallikarjuna στο Telugu. Οι Ινδουιστές το τιμούν ως ιερό δέντρο, επειδή τα πέταλα του λουλουδιού μοιάζουν με την κουκούλα του Naga, ενός ιερού φιδιού, που προστατεύει ένα Shiva Lingam, που αναπαριστάται με το το στίγμα. Στη Σρι Λάνκα, την Ταϊλάνδη και άλλες Βουδιστικές χώρες τα δέντρα αυτά συχνά φυτεύονται σε βουδιστικούς ναούς. Εδώ από παρεξήγηση το Shorea robusta, θεωρείται Sala tree, το δέντρο κάτω από το οποίο πέθανε ο Βούδας και από το οποίο ο Βούδας Vessabhu διαφωτίστηκε.
Το Cannonball Tree διαθέτει αντιβιοτικές, αντιμυκητιακές, αντισηπτικές και αναλγητικές ιδιότητες. Τα δέντρα αυτά χρησιμοποιούνται για θεραπείες σε κρυολογήματα και πόνους στο στομάχι. Ο χυμός που παρασκευάζεται από τα φύλλα χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ασθενειών του δέρματος, και οι Σαμάνοι της Νότιας Αμερικής έχουν χρησιμοποιήσει μέρη του δέντρου ακόμα και για τη θεραπεία της ελονοσίας. Το εσωτερικό του καρπού μπορεί να απολυμάνει πληγές και τα νεαρά φύλλα ανακουφίζουν τον πονόδοντο.
http://[URL unfurl="true"]www.valentine.gr/images/Cyphomanda-betacea_1.jpg[/img[/URL]]
Το Ταμαρίλλο ( Solanum betaceum syn. Cyphomandra betacea) ή τοματόδεντρο (Tree Tomato) είναι ένα μικρό δέντρο ή θάμνος, που ανήκει στην ανθοφόρα οικογένεια φυτών Solanaceae και συγγενεύει με την πατάτα, την ντομάτα, την μελιτζάνα και την πράσινη πιπεριά. Είναι πολύ γνωστό σαν το είδος που παράγει τα ταμαρίλλος, ένα φαγώσιμο καρπό με ωοειδές σχήμα. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στις "χαμένες" τροφές τών Ίνκας και είναι γνωστό ως «tomate de Arbol», αλλά έχει εξαφανιστεί από τον ενδημικό βιότοπό του.
Το ταμαρίλλο είναι ενδημικό στις Άνδεις του Περού, στη Χιλή, στον Ισημερινό, στην Κολομβία και στη Βολιβία. Καλλιεργείται στην Αργεντινή, την Αυστραλία, τη Βραζιλία, την Ινδονησία, την Κένυα, την Πορτογαλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βενεζουέλα. Στη Νέα Ζηλανδία και στην Πορτογαλία καλλιεργείται για εμπορική συγκομιδή και διεθνή εξαγωγή. Η πρώτη παγκόσμια εμπορική καλλιέργεια που παράχθηκε στην Αυστραλία, σημειώθηκε γύρω στο 1996, αν και ο ενθουσιασμός για τα εξωτικά φρούτα του Tamarillo και η καθιέρωσή τους στον πολιτισμό της Αυστραλίας άρχισε να αναπτύσσεται όλο και περισσότερο από το μέσα του 1970 περίπου.
Τα ταμαρίλλος εισήχθησαν για πρώτη φορά στη Νέα Ζηλανδία από την Ασία στα τέλη της δεκαετίας του 1800. Αρχικά παρήχθησαν μόνο κίτρινα και μοβ μικρόκαρπα είδη. Το κόκκινο ταμαρίλλος αναπτύχθηκε το 1920 από έναν κηπουρό φυτώριου στο Auckland, από σπόρους της Νότιας Αμερικής. Άλλα κόκκινα είδη εμφανίστηκαν λίγο αργότερα και συνεχίστηκε η εκ νέου επιλογή τους από τους καλλιεργητές, που οδήγησε σε μεγάλης και υψηλής ποιότητας ποικιλίες, που καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς και σήμερα.
Πριν το 1967, το ταμαρίλλο ήταν γνωστό ως "tree tomato (τοματόδεντρο)" στην Νέα Ζηλανδία, αλλά έπειτα επιλέχτηκε ένα νέο όνομα από το Συμβούλιο Προώθησης Ντομάτας της Νέας Ζηλανδίας, προκειμένου να γίνεται διάκριση μεταξύ αυτού και της κοινής κηπευτικής ντομάτας, αλλά και να του προσδώσει εξωτική γοητεία. Η επιλογή του ονόματος επιδέχεται αρκετές ερμηνείες, από την ομοιότητά της με τη λέξη "τομάτα", την ισπανική λέξη «Amarillo» που σημαίνει κίτρινο χρώμα, και μια παραλλαγή της λέξης Μαορί "Τάμα", για την "αρχηγία". Αλλά σε πολλά μέρη του κόσμου συνεχίζεται να αποκαλείται Tree Tomato.
Οι καρποί μπορεί να έχουν μήκος μεταξύ 2 και 8 εκατοστών. Κρέμονται από το δέντρο σε συστάδες, όπως και πολλά άλλα φρούτα, σαν τα κεράσια. Τα δέντρα αυτά καλλιεργούνται από μοσχεύματα και είναι πολύ ευαίσθητα στον παγετό, κυρίως στην νεαρή ηλικία. Έχουν ρηχές ρίζες και ανταποκρίνονται θετικά στο άφθονο νερό και στην επικάλυψή τους με παχύ προστατευτικό στρώμα από σαπισμένα φύλλα (για τη συγκράτηση της υγρασίας του εδάφους). Το δέντρο μπορεί να φτάσει σε ύψος λίγο πάνω από τα 6 μέτρα, αλλά μπορεί να υποστεί ζημιές λόγω ανέμων και χρειάζεται προστασία. Θα αποδώσει καρπούς μετά από δύο χρόνια και ένα ώριμο δέντρο σε καλό έδαφος θα δώσει περισσότερους καρπούς απ' όσους μπορεί μια κανονική οικογένεια να φάει σε 3 περίπου μήνες. Ένα καλά τρεφόμενο δέντρο μπορεί να παράγει έως και 66 κιλά καρπούς σε ένα χρόνο. Όταν το δέντρο φτάσει στο 1 με 1,5 περίπου μέτρα ύψος, είναι σκόπιμο να κοπούν οι ρίζες του από τη μία πλευρά και να γείρει το δέντρο στην άλλη (με κατεύθυνση προς το μεσημεριανό ήλιο σε περίπου 30 με 45 βαθμούς). Αυτό επιτρέπει στα καρποφόρα κλαδιά να αναπτυχθούν σε από όλο το μήκος του κορμού και όχι μόνο στην κορυφή.
Το φυτό ανθοφορεί την καλοκαιρινή περίοδο, και τα άνθη του διασκορπούν ένα υπέροχο άρωμα λεμονιού. Είναι μικρά και έχουν διακοσμητική αξία. Τα στελέχη σε όλη τη διάρκεια του έτους είναι απασχολημένα στο να παράγουν συνεχώς καινούρια μπουμπούκια, ενώ υπάρχουν ταυτόχρονα πράσινα και ώριμα σε διαφορετικές φάσεις, ώστε πάντα να υπάρχει καρπός έτοιμος προς κατανάλωση. Χαρακτηριστικό του φυτού είναι η εντυπωσιακή αύξηση του μεγέθους του και η γρήγορη ανάπτυξή του. Πολλά από τα κεντρικά φύλλα θυμίζουν φύλλα ηλίανθου, που φτάνουν τα 25 εκ. σε μήκος και τα 20 εκ. σε πλάτος, ίσως και περισσότερο. Η κύρια ανθοφορία συντελείται τον Μάϊο. Στη συνέχεια μειώνεται σταδιακά, αλλά συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του έτους, και στον αέρα υπάρχει πάντα ένα ευχάριστο άρωμα.
Αλλά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα άνθη παρουσιάζουν οι καρποί, που εκτός από διακοσμητικοί, είναι επίσης πολύ νόστιμοι. Εξαιτίας της γλυκύτητάς τους θυμίζουν περισσότερο φρούτο καρποφόρου δέντρου, παρά λαχανικό. Καταναλώνονται φρέσκοι ή επεξεργασμένοι. Για να καταναλωθεί ο φρέσκος καρπός κόβεται στη μέση και η σάρκα του αφαιρείται με τη βοήθεια ενός κουταλιού. Ο καρπός περιέχει βιταμίνη Α, βιταμίνη C και είναι πλούσιος σε βιταμίνη Ε και σίδηρο. Έχει σχήμα στενόμακρο, με μήκος 5 με 6 το πολύ εκατοστά. Το βάρος του φτάνει τα 80 με 100 γρ. και αρχίζει να ωριμάζει τον Οκτώβριο.
Η σάρκα του tamarillo είναι ήπια γλυκιά και έχει μια αψάδα στη γεύση. Μπορεί να συγκριθεί με τα ακτινίδια, την ντομάτα ή τα φρούτα του πάθους. Η φλούδα και η σάρκα κοντά στη φλούδα έχουν μια δυσάρεστη πικρή γεύση, και συνήθως δεν τρώγονται ωμά. Όταν είναι ελαφρά παγωμένη και πασπαλισμένη με ζάχαρη, η σάρκα του αποτελεί ένα δροσιστικό πρωινό πιάτο.
Χρησιμοποιούνταιι σε σαλάτες, επειδή έχουν ελαφρά αρωματική γεύση. Δίνουν μια μοναδική γεύση σε κομπόστες και μαρμελάδες. Στην Κολομβία, τον Ισημερινό (Εκουαντόρ) και τη Σουμάτρα, φρέσκα tamarillos αναμειγνύονται συχνά με νερό και ζάχαρη για να γίνουν χυμός.
----
[b]
Κουρουπίτα (Couroupita guianensis)
[/b]
[img]http://[URL unfurl="true"]www.valentine.gr/images/canonball_tree_280.jpg[/img[/URL]]
Το φυτό Κουρουπίτα ( Couroupita guianensis), που είναι γνωστό με τα κοινά ονόματα Ayahuma και το Cannonball Tree, είναι ένα αειθαλές δέντρο, συγγενικό με το βραζιλιάνικο καρύδι (Bertholletia excelsa), και ενδημικό στον τροπικό βορρά της νοτίου Αμερικής και στην νότια Καραϊβική. Στην Ινδία ευδοκιμεί τουλάχιστον τα τελευταία δύο ή τρεις χιλιάδες χρόνια, όπως αναφέρουν γραπτές πηγές, και επομένως είναι δυνατόν να θεωρηθεί ενδημικό είδος της Ινδίας επίσης. Ανήκει στην οικογένεια Lecythidaceae και το ύψος του μπορεί να φτάσει πάνω από 35 μέτρα.
Το αποκαλούν Cannonball Tree (δέντρο μπάλα κανονιού) εξαιτίας των καρπών του, που είναι καφέ και μοιάζουν με μπάλες κανονιού. Η πλειοψηφία αυτών των δέντρων, που φυτεύτηκαν εκτός του φυσικού τους περιβάλλοντος, έχει να κάνει με το βοτανικό ενδιαφέρον και την περιέργεια, καθώς παράγουν πολύ μεγάλα και εντυπωσιακά άνθη, με χρώμα πορτοκαλί, άλικο και ροζ. Τα άνθη σχηματίζουν μεγάλα τσαμπιά που το μήκος τους μπορεί να φτάνει και πάνω από τα 3 μέτρα. Παράγουν μεγάλους σφαιρικούς και ξυλώδεις καρπούς, με διάμετρο που κυμαίνονται από 15 έως 24 εκατοστά, και κάθε καρπός περιέχει 200 με 300 σπόρους.
Το βοτανικό του όνομα Coroupita Guianensis, του το έδωσε ο Γάλλος βοτανολόγος J.F. Aublet, το 1755. Το Cannonball Tree είναι ενδημικό στα βορειοανατολικά τροπικά δάση της Νότιας Αμερικής, ειδικά στη λεκάνη του Αμαζονίου. Είναι γνωστό ως Ayahuma (καθοδηγητής του πνεύματος), σ' αυτό το μέρος του κόσμου. Μεταξύ των σαμάνων του Αμαζονίου, το δέντρο θεωρείται ότι παρέχει προστασία από τα κακά πνεύματα. Το αγγλικό όνομά του προέρχεται από τούς καρπούς του, που είναι σαν τεράστια καρύδια, και μοιάζουν με σκουριασμένες μπάλες κανονιού. Χάρη στην ομορφιά του, το δέντρο έχει μεγάλη διάδοση σε όλο τον κόσμο. φυτεύεται σε κήπους άλλων τροπικών περιοχών, όπως στην Ινδία και την Ταϊλάνδη. Στην Ινδία, καθιερώθηκε εδώ και δύο με τρεις χιλιάδες χρόνια ή μπορεί να ήταν αυτόφυτο. Θεωρείται ως το ιερό δέντρο τού Σίβα και αποκαλείται Naga Linga στην Ινδία. Αυτό το μεγάλο δέντρο μπορεί να φτάσει τα 35 μέτρα (115 πόδια) ύψος και να δημιουργήσει κορμό με διάμετρο 80 εκατοστά. Το δέντρο καλλιεργείται κυρίως για την ομορφιά του, αλλά και το απαλό, ανοιχτόχρωμο ξύλο του, που χρησιμοποιείται επίσης για την κατασκευή επίπλων.
Το Cannonball Tree ανθίζει και καρποφορεί ταυτόχρονα. Τα εξωτικά κόκκινα λουλούδια μυρίζουν σαν ακριβό άρωμα και ανθίζουν μόνο για μια μέρα το καθένα. Στην Ασία, τα λουλούδια είναι ένα σύμβολο τού πλούτου. Τα άνθη του Cannonball Tree δεν έχουν νέκταρ, και γι' αυτό οι μέλισσες τα επισκέπτονται αναζητώντας τη γύρη τους. Όταν το φυτό βρίσκεται έξω από τον κύκλο τού φυσικού του περιβάλλοντος, ο κύριος επικονιαστής του είναι οι ξυλοφάγες μέλισσες. Οι καρποί και τα άνθη αναπτύσσονται σε μίσχους που φυτρώνουν απευθείας στον κορμό τού δέντρου. Τα άνθη του ξεπετάγονται πυκνά και μπερδεμένα πάνω στον κορμό, βρίσκονται ακριβώς κάτω από τα κλαδιά με το φύλλωμα, και μπορούν να εκτείνονται σε μήκος από μισό μέχρι δύο μέτρα. Τα άνθη συγκρατούνται σε έναν λευκό σαρκώδη δίσκο, που έχει ανοδική κλίση. Κάθε άνθος διαθέτει έξι μεγάλα πέταλα, σε πορτοκαλο - κόκκινο χρώμα, και με έντονο άρωμα. Στη διάρκεια της επικονίασης, οι γόνιμοι στήμονες σχηματίζουν ένα δακτύλιο γύρω από τον υποβαθμισμένο ύπερο και τους στήμονες. Η άκαρπη γύρη βρίσκεται στους ανθήρες. Καθώς εισέρχεται η μέλισσα για να γονιμοποιήσει το άνθος, το πίσω μέρος της τρίβεται πάνω στο δακτύλιο όπου βρίσκεται η γόνιμη γύρη. Αυτό επιτρέπει στη μέλισσα να μεταφέρει τη γόνιμη γύρη σε κάποιο άλλο λουλούδι. Οι διαφορές στη γύρη εντοπίσθηκαν από έναν Γάλλο βοτανολόγο, το 1825. Η ανακάλυψη έγινε από τον Antoine Porteau. Οι διαφορές στη γύρη είναι οι εξής: η γύρη στους στήμονες του δακτυλίου είναι γόνιμη, ενώ η γύρη της καλύπτρας είναι άκαρπη.
Οι καρποί και τα λουλούδια ξεφυτρώνουν κατευθείαν από τον κορμό τού δέντρου και τα παλιά δέντρα έχουν όλο το κάτω μέρος τού κορμού καλυμμένο. Οι καρποί που μοιάζουν με μπάλες κανονιού μπορεί να είναι μέχρι 20 εκατοστά. Ωριμάζουν για περίπου εννέα μήνες και στη συνέχεια πέφτουν στο έδαφος, και συνήθως σπάνε προκαλώντας συχνά έναν ήχο σαν μικρή έκρηξη. Όταν έρχονται σε επαφή με τον αέρα, η σάρκα των καρπών παίρνει ένα πρασινο-μπλε χρώμα και μυρίζει δυσάρεστα και σαν σάπια. Η σάρκα είναι φαγώσιμη για τα ζώα και για τους σαμάνους του Αμαζονίου. Αυτή η ισχυρή τροφή είναι ένα μέρος της διατροφής τους. Για άλλα άτομα τα φρούτα μπορούν ακόμη και να είναι δηλητηριώδη και ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρή αλλεργική αντίδραση. Μεμονωμένοι σπόροι μέσα στη «μπάλα» είναι επικαλυμμένοι με τριχίδια, τα οποία υπάρχουν για να προστατέψουν το σπόρο όταν καταπωθεί και μπορεί επίσης να βοηθήσει στο πέρασμα των σπόρων προς τα έντερα. Τα σκληρά κελύφη των καρπών χρησιμοποιούνται ως δοχεία ή ως στολίδια. Όπως οι κοκκοφοίνικες, τα δέντρα δεν θα πρέπει να φυτεύονται κοντά σε δρόμους ή κοντά σε περιοχές με πολύ κυκλοφορία καθώς ο βαρύς καρπός μπορεί να πέσει χωρίς προειδοποίηση και να προκαλέσει ατυχήματα.
Τα δέντρα αυτά καλλιεργούνται σε μεγάλη έκταση στους ναούς Shiva στην Ινδία. Στα Ινδικά λέγεται Shiv Kamal. Στα Ταμιλικά λέγεται δέντρο Nagalingam. Στα Βεγγαλέζικα ονομάζεται Nagkeshar. Τα άνθη ονομάζονται Shivalinga στα Ινδικά, Nagalinga Pushpa στο Kannada και Nagamalli ή Mallikarjuna στο Telugu. Οι Ινδουιστές το τιμούν ως ιερό δέντρο, επειδή τα πέταλα του λουλουδιού μοιάζουν με την κουκούλα του Naga, ενός ιερού φιδιού, που προστατεύει ένα Shiva Lingam, που αναπαριστάται με το το στίγμα. Στη Σρι Λάνκα, την Ταϊλάνδη και άλλες Βουδιστικές χώρες τα δέντρα αυτά συχνά φυτεύονται σε βουδιστικούς ναούς. Εδώ από παρεξήγηση το Shorea robusta, θεωρείται Sala tree, το δέντρο κάτω από το οποίο πέθανε ο Βούδας και από το οποίο ο Βούδας Vessabhu διαφωτίστηκε.
Το Cannonball Tree διαθέτει αντιβιοτικές, αντιμυκητιακές, αντισηπτικές και αναλγητικές ιδιότητες. Τα δέντρα αυτά χρησιμοποιούνται για θεραπείες σε κρυολογήματα και πόνους στο στομάχι. Ο χυμός που παρασκευάζεται από τα φύλλα χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ασθενειών του δέρματος, και οι Σαμάνοι της Νότιας Αμερικής έχουν χρησιμοποιήσει μέρη του δέντρου ακόμα και για τη θεραπεία της ελονοσίας. Το εσωτερικό του καρπού μπορεί να απολυμάνει πληγές και τα νεαρά φύλλα ανακουφίζουν τον πονόδοντο.