«Λοιπόν μου λέτε πως θέλουν να τιμήσουν ποιον; Εμένα (...).
Ημουν ένας εργάτης, ένας αγρότης, ένας φτωχός διανοούμενος. Στη ζωή μου με πήγαιναν του κλώτσου και του βρόντου.
Πείνασα, δίψασα, γύρισα γυμνός, ταπεινώθηκα, χρεώθηκα, διώχτηκα από τη δουλειά μου.
Τέλος με φωνάξανε φαντάρο να υπερασπίσω, λέει, την πατρίς.
Πήγα χωρίς το θέλημά μου. Και κείνοι το ξέρανε πως χωρίς το θέλημά μου πήγα. Γι' αυτό με σφίξανε μέσα στην τρομοκρατία, την πιο άγρια. Σούζο! Να μη σκεφτώ, να μη μιλήσω. Δεν ήμουνα γι' αυτούς παρά ένα φονικό μηχάνημα, σαν το τουφέκι μου, που έπρεπε να σκοτώνω τον εχθρό. Κι αν τόφερνε η περίσταση να σκοτωθώ, έπρεπε νάδινα τη ζωή μου πρόθυμα κι αδιαμαρτύρητα. Ημουνα το πολύ-πολύ ένα ζώο... Τι αξία είχα; Τομάρι... Φονικό μηχάνημα και κρέας για το κανόνι του εχθρού.
Κι όταν εγώ, κάτω από τη βία και την τρομοκρατία, σερνόμουνα πάνω στα ματωμένα πεδία των μαχών, πίσω μου, στο σπίτι μου πεινούσαν. Τα παιδιά μου κι η γυναίκα μου, η μάνα κι ο πατέρας μου (...)
Σκοτώθηκα έτσι, όπως ένα μυρμήγκι σκοτώνεται κάτω από το παπούτσι ενός που περνάει... τόσο ήμουν ασήμαντος στη ζωή γι' αυτούς... Ενας λιγότερος!
Στείλανε θαρρώ κάποιο γράμμα στο σπίτι μου, πως πέθανα σαν ήρωας, και οι γυναίκες του σπιτιού μου δινότανε σαν πόρνες! Τέτοιο τομάρι λοιπόν ήμουνα στη ζωή μου, χωρίς καμιά εχτίμηση, χωρίς καμιά υπόληψη!
Τώρα πώς βρέθηκα ξάφνου τόσο σπουδαίος, που να μου κάνουνε παράτες, να μου βγάνουν λόγους και να μου καταθέτουνε στεφάνους;
Δεν είναι ωστόσο μυστήριο το πράγμα, όσο θα φαινότανε. Για τη μάζα των κουτών, τους χρειάζεται να δείχνουν πως μ' έχουν σε τέτοια τιμή και υπόληψη. Αύριο στο νέο πόλεμο που ετοιμάζουν θα καλέσουν και νέα κορόϊδα να πάνε, όπως εγώ. Κι άλλους να σκοτωθούνε.
Γι' αυτά τα μελλοντικά τραγιά, χρειάζεται να δείχνουνε πως με τιμούνε και με θεωρούν ήρωα... Στο βάθος δεν έπαψαν ποτέ να με θεωρούν ένα ηλίθιο, που χάθηκα τζάμπα γι' αυτούς, κι αν μάθαιναν τώρα τι σας λέω θα μ' έστελναν στρατοδικείο...»