kostas,
Αν είχες πάει στην Αυστραλία (εγώ έχω πάει και έχω ζήσει ένα χρόνο εκεί) θα καταλάβαινες ότι δεν κινδυνεύει από κανένα κραχ.
Είναι μια χώρα που ο πλούτος της (τεράστιος - όπως και η χώρα) παράγεται κόβοντας τα βουνά και εξάγοντας τα.
Και επειδή μάλιστα οι Αυστραλοί δεν έχουν και μεγάλη διάθεση για δουλειά, δεν τα κόβουν οι ίδιοι.
Φωνάζουν τους Γιαπωνέζους, ή όποιους άλλους ενδιαφέρονται να πάρουν τα ορυκτά τους, και τους λένε: "Ορίστε, εδώ είναι, κόψτε".
Οι ίδιοι απλώς εισπράττουν.
Και άσε τους διάφορους analyst να λένε ό,τι θέλουν.
προφανως δεν διαβαζεις ή δεν θελεις να διαβασεις
όμως δεν πειραζει
Αυστραλία, οικονομία Ποτέμκιν
Η χώρα κινδυνεύει να βυθιστεί στην κρίση, έχοντας ένα πολύ μεγάλο εξωτερικό χρέος, καθώς επίσης μία αδύναμη παραγωγική βιομηχανία, λόγω του πλούτου της σε πρώτες ύλες – οπότε πρέπει να αλλάξει άμεσα το οικονομικό της μοντέλο
«Ως οικονομίες «Potemkin» χαρακτηρίζονται εκείνες οι χώρες οι οποίες, λόγω του πλούτου τους σε ορισμένους τομείς, παραμελούν όλους τους υπόλοιπους – με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσεται η παραγωγική τους βιομηχανία, καθώς επίσης να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους συγκεκριμένους κλάδους και τις εισαγωγές προϊόντων. Όταν λοιπόν συμβεί κάτι σε αυτούς τους κεντρικούς τους εξαγωγικούς τομείς, τότε βυθίζονται σε μεγάλες κρίσεις – αδυνατώντας να επιβιώσουν.
Τέτοιου είδους οικονομίες είναι αυτές των, πλούσιων σε πρώτες ύλες ή/και ενεργειακά κοιτάσματα, χωρών, όπως η Ρωσία, τα Αραβικά κράτη, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Χιλή κοκ. – οι οποίες, εξάγοντας το φυσικό τους πλούτο, παραμελούν τους υπόλοιπου κλάδους. Επίσης όμως άλλες, όπως οι Η.Π.Α. και η Βρετανία, ένα μεγάλο μέρος του ΑΕΠ των οποίων προέρχεται από το χρηματοπιστωτικό κλάδο – με αποτέλεσμα να μειώνεται συνεχώς η βιομηχανική τους παραγωγή, «μεταναστεύοντας» στην Κίνα και αλλού.
Παραδόξως μία τέτοια χώρα είναι και η Ελλάδα, η οικονομία της οποίας έχει στηριχθεί στον τουρισμό και στη ναυτιλία – εις βάρος της παραγωγικής της βιομηχανίας. Ως εκ τούτου, όταν η ναυτιλία βυθίστηκε στην κρίση το 2008, η χώρα αντιμετώπισε προβλήματα – παρά το ότι ο τζίρος της ναυτιλίας, ο οποίος υπερβαίνει σημαντικά τα 60 δις € ετησίως, δεν απεικονίζεται σχεδόν καθόλου στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στο ΑΕΠ, όπως επίσης ο τζίρος του τουρισμού (άρθρο).
Ο τουρισμός δε στην Ελλάδα, ο οποίος έχει αναπτυχθεί σημαντικά μετά το 1980, ενώ από το 2000 ο πολυτελής τουρισμός ανέλαβε τη σκυτάλη, είχε σαν αποτέλεσμα να παραμεληθούν οι άλλοι τομείς, όπως η γεωργία και η μεταποιητική βιομηχανία – εύλογα σε πολλές περιπτώσεις, αφού το κόστος της γης εκτοξεύθηκε στα ύψη, πολλοί ιδιοκτήτες οικοπέδων σε τουριστικές περιοχές και όχι μόνο έγιναν πλούσιοι σε χρόνο μηδέν, χωρίς να κάνουν οι ίδιοι τίποτα, ενώ οι μισθοί υπερέβησαν την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Σε συνδυασμό τώρα με τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των οποίων οδηγήθηκε σε μία συνεχή μείωση της παραγωγής της η γεωργία, οπότε ο μεταποιητικός τομέας που τη συνοδεύει, η καταστροφή ολοκληρώθηκε. Κρίνοντας δε από τις γεωργικές εκτάσεις της άγονης Γερμανίας, οι οποίες γίνονται συνεχώς περισσότερες και καλύτερες, κατανοεί κανείς πως η Ελλάδα έπεσε σε μία καλοστημένη παγίδα – επιλέγοντας τον εύκολο δρόμο των επιδοτήσεων» (ΒΒ).
.
Άρθρο
Ο ρυθμός ανάπτυξης μίας χώρας, ειδικά όταν πρόκειται για μία αναπτυσσόμενη, στην οποία συνηθίζονται οι «παρατυπίες» στις στατιστικές, όπως συμβαίνει με την Κίνα, δεν είναι τόσο αντιπροσωπευτικός για την οικονομία της – με αποτέλεσμα να αναζητάει κανείς άλλους τρόπους, έτσι ώστε να εξάγει ασφαλέστερα συμπεράσματα.
Για παράδειγμα η Γκάνα, μία από τις πιο σταθερές πολιτικά και λιγότερο διεφθαρμένες αφρικανικές χώρες, αναπτύσσεται με ρυθμό 7,6%, η Ρουάντα με 7,8%, το Ιράκ με 8,2%, η Μοζαμβίκη επίσης με 8,2%, το Μπουτάν με 8,5%, η Λιβύη με 12,2%, το Μακάο με 13,5%, και η Μογγολία με 18,1% – ενώ η Κίνα ανακοίνωσε στο δεύτερο τρίμηνο μία πτώση στο 7%, ένα επίπεδο που παραμένει όμως ακόμη πολύ υψηλό.
Στα πλαίσια αυτά, τα συμπεράσματα σχετικά με την Κίνα αναζητούνται από τις χώρες εκείνες, οι οικονομίες των οποίων στηρίζονται στην ανάπτυξη της – όπως είναι η Αυστραλία η οποία, ενώ οι Η.Π.Α. και η Ευρώπη ήταν βυθισμένες στην κρίση, παρουσίαζε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, όσον αφορά ένα βιομηχανικό κράτος.
Ειδικότερα, η κατάσταση μίας οικονομίας φαίνεται από το νόμισμα της, όπου το δολάριο της Αυστραλίας ανατιμούταν τα τελευταία χρόνια ασταμάτητα, έχοντας φτάσει πριν από ένα έτος στο 1:1,16 σε σχέση με το ευρώ – με αποτέλεσμα πολλοί επενδυτές να τοποθετούν σε αυτό τα χρήματα τους, για να είναι περισσότερο ασφαλή.
Η αιτία των συνεχών ανατιμήσεων ήταν η εγχώρια βιομηχανία πρώτων υλών, η οποία επωφελούταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη της Κίνας – εξάγοντας σιδηρομεταλλεύματα, λιγνίτη και ουράνιο σε συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες και τιμές, με αποτέλεσμα να εισρέουν διαρκώς κεφάλαια στη χώρα.
Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προσαρμόζει όλο και περισσότερο η Αυστραλία το οικονομικό της μοντέλο στην εξαγωγή πρώτων υλών – με το μερίδιο των εξαγωγών τους ως προς τις συνολικές να τετραπλασιάζεται, μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν λοιπόν δημιουργήθηκαν τα πρώτα προβλήματα, λόγω της μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας, τον οποίο είναι καλύτερα να υπολογίζει κανείς από το ύψος των εισαγωγών της για να αποφεύγει την παγίδα των στατιστικών παραποιήσεων, η χώρα βρέθηκε σε δύσκολη θέση.
Κατά τη διάρκεια τώρα της ανάπτυξης της Αυστραλίας μέσω των εξαγωγών πρώτων υλών, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την άνοδο της ισοτιμίας του νομίσματος, η λοιπή παραγωγική βιομηχανία της ουσιαστικά καταστράφηκε – αφού οι εισαγωγές γίνονταν συνεχώς φθηνότερες, ενώ οι εξαγωγές ακριβότερες.
Η κατάσταση δε επιδεινώθηκε από τις συνεχείς εισροές δυτικών κεφαλαίων, λόγω των μηδενικών επιτοκίων των Η.Π.Α., καθώς επίσης των πολύ υψηλότερων της Αυστραλίας – οι οποίες αύξησαν ακόμη περισσότερο την ισοτιμία του αυστραλιανού δολαρίου.
.
Ανάγκη αλλαγής του οικονομικού μοντέλου
Η συνέχιση της μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας, η κυβέρνηση της οποίας το επιδιώκει πλέον, με στόχο να ενισχύσει την εσωτερική κατανάλωση, αποτελεί μία μεγάλη απειλή για την Αυστραλία – η οποία θα πρέπει να αλλάξει το οικονομικό της μοντέλο, για να μπορέσει να διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο των Πολιτών της. Κάτι τέτοιο απαιτεί όμως χρόνο και δεν είναι καθόλου εύκολο – ενώ, σύμφωνα με την S&P, εάν ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας μειωθεί κάτω από το 5%, τότε η Αυστραλία θα βυθιστεί στην ύφεση, διακινδυνεύοντας την αξιολόγηση ΑΑΑ.
Φυσικά είναι πολύ δύσκολο να συμβεί κάτι τραγικό στην Αυστραλία, ο ρυθμός ανάπτυξης της οποίας υπολογίζεται στο 2,5% το 2015 – ενώ θα ωφεληθεί από την προβλεπόμενη άνοδο της Ασίας, εις βάρος της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Οι οικονομικοί δείκτες της είναι άλλωστε πολύ θετικοί (γράφημα), οπότε η χώρα μπορεί να απορροφήσει τους κραδασμούς της Κίνας – οι οποίοι είναι πολύ μεγαλύτεροι, από αυτούς που βλέπουν το φως της δημοσιότητας (άρθρο).
.
(*Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)
.
Εν τούτοις, οι πρώτες επιπτώσεις φαίνονται ήδη στην αγορά εργασίας (αύξηση της ανεργίας), ενώ θα ακολουθήσει η μείωση της κατανάλωσης – με την αδυναμία να διαπιστώνεται στο νόμισμα, το οποίο έχει χάσει το 25% της αξίας του απέναντι στο ευρώ, μέσα σε ένα έτος (το ευρώ κοστίζει σήμερα 1,47 αυστραλιανά δολάρια περίπου – πηγή), ενώ η πτώση θα μπορούσε να συνεχισθεί, εάν η Κίνα βυθιστεί πράγματι στην τριπλή κρίση (φούσκα ακινήτων, τραπεζών και χρηματιστηρίων).
.
Η κεντρική τράπεζα
Περαιτέρω, το χρέος της Αυστραλίας είναι μεν πολύ χαμηλό, στο 28,6% του ΑΕΠ, αλλά έχει τριπλασιασθεί σε σχέση με το 2008 – όπου ήταν μόλις 9,8% του ΑΕΠ (όπως συνέβη και στη Ρωσία). Όμως, το εξωτερικό χρέος της έχει φτάσει στο επικίνδυνο ποσόν των 955 δις $ ή στο 60% του ΑΕΠ (πηγή), το οποίο είναι πολύ απειλητικό για την οικονομία μίας χώρας – αφού ουσιαστικά, όταν υπερβαίνει το 40% του ΑΕΠ, σηματοδοτεί τον κίνδυνο χρεοκοπίας.
Την ίδια στιγμή, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της συνεχίζει να είναι αρνητικό (γράφημα), επιδεινώνοντας το εξωτερικό χρέος – ενώ η υποτίμηση του νομίσματος, η οποία φαίνεται πως θα συνεχισθεί, αυξάνει ανάλογα το δημόσιο χρέος σε όρους δολαρίου ή ευρώ.
.
.
Από την άλλη πλευρά, επειδή λείπει από την Αυστραλία μία λειτουργική παραγωγική βιομηχανία, έχοντας καταστραφεί στο παρελθόν από τους παράγοντες που αναφέραμε (ανατίμηση του νομίσματος, επικέντρωση στις εξαγωγές πρώτων υλών), ενώ απαιτείται η αναθέρμανση της ζήτησης στο εσωτερικό, η κεντρική τράπεζα μείωσε το βασικό επιτόκιο στο 2,5% – για 8η φορά μετά το Νοέμβριο του 2011, κάτι που θα συνεχιστεί και στο μέλλον, αφού η οικονομία ευρίσκεται σε υποχώρηση.
Η μείωση των επιτοκίων θα οδηγήσει προφανώς στην εξασθένηση της ισοτιμίας του νομίσματος – πόσο μάλλον όταν θεωρείται ακόμη υπερτιμημένο κατά 25% σε σχέση με το ευρώ, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Κάτι τέτοιο θα προκαλέσει τη σταδιακή εκροή των ξένων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι πιέσεις στο νόμισμα – ενώ, εάν συνεχισθεί η μείωση των τιμών των πρώτων υλών, το έλλειμμα στο ισοζύγιο της χώρας θα κλιμακωθεί, επιδεινώνοντας το εξωτερικό της χρέος.
Το γεγονός δε, σύμφωνα με το οποίο οι πρώτες επιχειρήσεις ανακοίνωσαν μειώσεις μισθών κατά 10%, με την απειλή απολύσεων, θα επηρεάσει σημαντικά την κατανάλωση, οπότε το ΑΕΠ – όπως επίσης η μείωση των τιμών των πρώτων υλών, όπου τα σιδηρομεταλλεύματα πωλούνται προς περίπου 50 $ ο τόνος, από 180 $ το 2011, ενώ ο λιγνίτης (θερμικός άνθρακας) στα 60 $ από 150 $ προηγουμένως.
Οι παραπάνω πτώσεις των τιμών είναι δραματικές, για μία οικονομία που το 2012 το 65% των εμπορικών της συναλλαγών εξαρτιόταν από τις πρώτες ύλες – ενώ η μείωση των εσόδων της σε ξένο νόμισμα θα αναγκάσει την κυβέρνηση να αυξήσει το δανεισμό της, για να διατηρήσει ως έχουν τις δημόσιες δαπάνες. Ως εκ τούτου, το εξωτερικό χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται, φέρνοντας τη χώρα σε μία εξαιρετικά δύσκολη θέση – σε μία κρίση που φαίνεται μεν παράδοξη, αλλά που μπορεί να την οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις.
.
Συμπέρασμα
Ο φυσικός πλούτος μίας χώρας είναι ταυτόχρονα ευχή και κατάρα – όπως διαπιστώνεται από τη σύγκριση της Γερμανίας με την Ελλάδα, όπου η μεν πρώτη έχει ένα πολύ άσχημο φυσικό περιβάλλον, ενώ η δεύτερη είναι ένα πανέμορφο κράτος, με έναν θεϊκό πολιτισμό, καθώς επίσης με ένα πολύ πλούσιο υπέδαφος.
Η Γερμανία υπολείπεται επίσης έναντι της Ρωσίας, εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ενέργειας (άρθρο), καθώς επίσης απέναντι στη Μ. Βρετανία, έχοντας ένα πολύ αδύναμο χρηματοπιστωτικό σύστημα – με αποτέλεσμα όμως να αναπτύσσεται σε όλους τους άλλους τομείς, καταφέρνοντας να ανακτήσει ακόμη μία φορά την προηγούμενη ισχύ της.
Ως εκ τούτου, όπως φάνηκε επίσης από την αναφορά μας στην Αυστραλία, οι προικισμένες χώρες είναι πολύ ευάλωτες στις οικονομικές κρίσεις – γεγονός που οφείλει πάντοτε να τις απασχολεί, έτσι ώστε να παίρνουν τα σωστά μέτρα, όταν η οικονομική τους κατάσταση είναι ακόμη ανθηρή.
Αυτό ακριβώς παραμέλησε η Ελλάδα στο παρελθόν, πληρώνοντας σήμερα πανάκριβα το λογαριασμό – ενώ όλα τα υπόλοιπα είναι μικρές λεπτομέρειες, οι οποίες γίνονται σημαντικές επειδή η χώρα μας είναι σε κρίση, χωρίς όμως να αποτελούν τις «γενεσιουργές», ουσιώδεις αιτίες της. Οφείλει δε να αλλάξει άμεσα το οικονομικό της μοντέλο, χωρίς την πραγματική καθυστέρηση – όσο επώδυνη και αν είναι η διαδικασία, έχοντας πλέον μία και μοναδική ευκαιρία, εάν θέλει να αποφύγει το χάος (ανάλυση).