Ανάλυση
Αυτό που ελάχιστοι άνθρωποι κατανοούν είναι το ότι, η έξοδος από μία οικονομική κρίση είναι εντελώς αδύνατη μέσω της πολιτικής λιτότητας – κάτι που έχει αποδεχθεί από την ιστορία πολλές φορές στο παρελθόν. Ειδικότερα, η πρώτη φορά που υιοθετήθηκε η συγκεκριμένη πολιτική ευρέως στις Δημοκρατίες, ήταν η δεκαετία του 1930 – μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, όπου οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες, όπως οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιαπωνία, αποφάσισαν να περιορίσουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς τους, μειώνοντας κυρίως τις δημόσιες δαπάνες.
Εν προκειμένω υπήρχαν δύο βασικά κίνητρα, τα οποία τις οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση: η ηθική και ο καταναγκασμός, ενώ για την Ιαπωνία επί πλέον η επιθυμία της να ανήκει στα εξελιγμένα δυτικά Έθνη. Ειδικότερα τα εξής:
(α) Όσον αφορά την ηθική, είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του τότε προέδρου των Η.Π.Α. (Hoover), σύμφωνα με τον οποίο: «Δεν μπορούμε να παράγουμε ευημερία μέσω της σπατάλης» – επίσης του καγκελαρίου της Γερμανίας (Bruening), ο οποίος είπε ότι: «Χωρίς πόνο δεν γίνεται κανένας υγιής». Οι απόψεις του πρώτου συμβαδίζουν με αυτές αρκετών Ελλήνων σήμερα, οι οποίοι κατηγορούν τη χώρα τους για τις παθογένειες της – ενώ του δεύτερου με τον κ. Σόιμπλε που είναι φανατικός οπαδός της σχολής του προγόνου του.
(β) Σε σχέση με τον καταναγκασμό, οφειλόταν στον κανόνα του χρυσού που ίσχυε τότε, όπου εκείνες οι χώρες που συνέδεαν τα νομίσματα τους με το πολύτιμο μέταλλο, δεν είχαν άλλη δυνατότητα να καλύψουν τα μειωμένα φορολογικά τους έσοδα εκτός από τη λιτότητα – αφού δεν μπορούσαν να τυπώσουν περισσότερα χρήματα, αυξάνοντας τη ρευστότητα. Περίπου όπως συμβαίνει σήμερα με το ευρώ δηλαδή, τουλάχιστον έως εκείνη την εποχή που η ΕΚΤ δρομολόγησε τα προγράμματα της (QE) – από τα οποία έχει αποκλεισθεί μόνο η Ελλάδα.
Περαιτέρω, τα αποτελέσματα της πολιτικής λιτότητας που εφαρμόσθηκε εκείνη την εποχή ήταν καταστροφικά για την οικονομία: αφού στις Η.Π.Α. η ανεργία αυξήθηκε από το 8% στο 30% μέσα σε δύο χρόνια, η Γερμανία βυθίστηκε στο χάος, η Γαλλία έχασε το 25% της βιομηχανικής της παραγωγής ενώ η Ιαπωνία, η οποία εφάρμοσε τη λιτότητα πολύ πιο αυστηρά, βίωσε την μεγαλύτερη οικονομική κατάρρευση της οικονομίας της σε καιρό ειρήνης.
Στην πολιτική, οι συνέπειες ήταν επίσης καταστροφικές. Ειδικότερα, στη Γερμανία εξελέγη το μοναδικό κόμμα που ήταν αντίθετο με τη λιτότητα: το εθνικοσοσιαλιστικό του Α. Χίτλερ, το οποίο αμέσως αύξησε τις δημόσιες δαπάνες για να καταπολεμήσει την ανεργία (ανάλυση). Στην Ιαπωνία ο στρατός δολοφόνησε τον πρωθυπουργό που ήταν υπέρ του κανόνα του χρυσού, αναλαμβάνοντας πραξικοπηματικά την εξουσία. Αντίθετα, στη Γαλλία η κεντρική τράπεζα περιόριζε συνεχώς τις στρατιωτικές δαπάνες, ακόμη και εν καιρώ πολέμου – οπότε εύλογα ηττήθηκε σε χρόνο μηδέν από τη Γερμανία. Ομοιότητες με την Ελλάδα; Πάρα πολλές και οδυνηρές.
Αργότερα, μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ολοκαύτωμα και το θάνατο άνω των 60 εκ. ανθρώπων, οι οικονομολόγοι προέβησαν στην αυτοψία του πτώματος, ανακαλύπτοντας τις αιτίες, για τις οποίες δεν λειτουργεί ποτέ η πολιτική λιτότητας σε εποχές κρίσης – όσο και αν θέλουμε στην Ελλάδα να ενοχοποιούμε για το έγκλημα αποκλειστικά και μόνο τις παθογένειες του κράτους μας. Οι κυριότερες (πηγή: C. Seibt) ήταν οι εξής:
(α) Η Μεγάλη Ύφεση, η οποία ακολούθησε το κραχ του 1929, οφειλόταν στο ότι τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά μείωσαν ταυτόχρονα τις δαπάνες τους, με στόχο να περιορίσουν τα χρέη τους (ανάλυση). Έτσι κανένας δεν ξόδευε πια χρήματα ούτε για προϊόντα (κατανάλωση), ούτε για επενδύσεις – γεγονός που οδήγησε όλο και πιο πολλούς στη δίνη της κρίσης. Όταν δε εφάρμοσε το δημόσιο την ίδια πολιτική, έστω καταπολεμώντας τις παθογένειες του, τότε η οικονομία κατέρρευσε – με τις τιμές πώλησης των προϊόντων να ευρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, αφού κανένας δεν αγόραζε τίποτα.
(β) Την ίδια εποχή επικράτησε η (ηθική) αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ήταν δίκαιο αυτό που συνέβη – επειδή όλοι ζούσαν πάνω από τις δυνατότητες τους, σπαταλώντας δανεικά χρήματα που δεν είχαν κερδίσει. Εν τούτοις, ακόμη και αν ήταν σωστό, οι επιχειρήσεις έμειναν χωρίς πελάτες και οι εργαζόμενοι χωρίς δουλειά – οπότε η οικονομία δεν είχε καμία δυνατότητα να ανακάμψει.
(γ) Ο κανόνας του χρυσού, όπως το ευρώ σήμερα, είχε υιοθετηθεί για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του συστήματος – με την έννοια πως αφαιρούσε από τους διεφθαρμένους πολιτικούς τη δυνατότητα να τυπώνουν χρήματα, διαιωνίζοντας το πελατειακό κράτος. Εν τούτοις, αυτός ακριβώς ο κανόνας οδήγησε στην καταστροφή την περίοδο της κρίσης – επειδή δεν έδινε καμία δυνατότητα στην οικονομία να κινηθεί, συμπεριφερόμενη όπως ένα αυτοκίνητο που έμεινε από βενζίνη.
(δ) Σε ένα δικτατορικό πολίτευμα μπορεί να αφήσει κανείς τους ανθρώπους να φτωχύνουν, να εξαθλιωθούν και να πεινάσουν – σε μία Δημοκρατία όμως όχι, παρά το ότι στην Ελλάδα σήμερα δεν φαίνεται να ισχύει ο κανόνας. Ως εκ τούτου, η συνεχιζόμενη πολιτική λιτότητας τότε προκάλεσε σχεδόν σε όλες τις χώρες μαζικές διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, εξεγέρσεις, αστάθεια και εξτρεμισμό – με αποκορύφωμα την άνοδο των φασιστικών κομμάτων.
Η μεγάλη κρίση του 2008
Περαιτέρω, οι οικονομολόγοι πίστεψαν ότι είχαν βρει τη συνταγή της αντιμετώπισης των μεγάλων υφέσεων – έχοντας διαπιστώσει πως όταν ένα κράτος εν μέσω κρίσης υιοθετεί τη λιτότητα, λειτουργεί ανεύθυνα καταστρέφοντας ανεπανόρθωτα την οικονομία του. Με απλά λόγια, σε μία τέτοια περίπτωση το δημόσιο οφείλει να αυξάνει τις δαπάνες του, για να κινήσει ξανά το σύστημα – αφού δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος.
Αυτό ακριβώς συνέβη όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, με το σπάσιμο της φούσκας των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης στις Η.Π.Α. – όπου όλα σχεδόν τα κράτη δαπάνησαν τεράστια ποσά, κυρίως για τη διάσωση των τραπεζών αλλά, επίσης, για τη διενέργεια επενδύσεων. Πράγματι δε η μέθοδος είχε αποτέλεσμα, αφού η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει – αν και για ένα μόνο έτος, αφού στα τέλη του 2009 η Ευρώπη, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, άλλαξε ξαφνικά πορεία.
Έτσι ξεκίνησε ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά πειράματα στην ιστορία: η λιτότητα μίας ολόκληρης ηπείρου, σε πλήρη αντίθεση με τον υπόλοιπο πλανήτη. Η αιτία ήταν το ότι, η κυβέρνηση ενός κράτους που είχε βιώσει προηγουμένως μία μεγάλη κρίση, μεταξύ άλλων επειδή χρηματοδότησε την ένωση του λαμβάνοντας τότε μέτρα εν μέσω ανάπτυξης όλων των υπολοίπων και στηριζόμενο από την ΕΚΤ, θεώρησε την παγκόσμια κρίση ως μεγάλη ευκαιρία για να απομυζήσει όλα τα υπόλοιπα (ανάλυση) – επίσης για να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, ανεξαρτητοποιούμενο από την κηδεμονία της υπερδύναμης. Η αφορμή (όχι η αιτία) για την πολιτική λιτότητας που επέβαλλε στους άλλους το κράτος αυτό, η Γερμανία, ήταν η εξής:
(α) αφενός μεν μία μελέτη των Reinhart-Rogoff που, στηριζόμενη σε ένα λανθασμένο excel, ισχυριζόταν πως η ανάπτυξη είναι αδύνατη όταν το δημόσιο χρέος υπερβεί το 90% του ΑΕΠ μίας χώρας,
(β) αφετέρου μία εσφαλμένη έρευνα, σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών και η νεοφιλελεύθερη μείωση του κράτους οδηγούν σε ανάπτυξη ακόμη και σε εποχές κρίσης – επειδή οι επενδυτές αποκτούν εμπιστοσύνη σε μία τέτοια χώρα, καθώς επίσης λόγω του ότι πιστεύουν πως ο ιδιωτικός τομέας θα αναλάβει όλες εκείνες τις δραστηριότητες που εγκαταλείπει το δημόσιο, λειτουργώντας πολύ πιο αποτελεσματικά.
Οι μοναδικοί που πιστεύουν κάτι τέτοιο σήμερα είναι η αξιωματική αντιπολίτευση στην Ελλάδα, καθώς επίσης η γερμανική κυβέρνηση – η οποία όμως προσποιείται πως το πιστεύει, έχοντας άλλες σκοπιμότητες (υφαρπαγή των δημοσίων επιχειρήσεων των εταίρων της, έτσι ώστε να επενδύσει με ασφάλεια τα πλεονάσματα της).
Συνεχίζοντας, την ίδια εποχή ένα νέο κόμμα υπεξαίρεσε τις εκλογές στην Ελλάδα, δηλώνοντας δημόσια πως η προηγούμενη κυβέρνηση είχε παραποιήσει τα οικονομικά στοιχεία της χώρας – με αποτέλεσμα τόσο τα ελλείμματα, όσο και τα δημόσια χρέη να είναι πολύ υψηλότερα από ότι φαινόταν.
Το πρόβλημα όμως που δημιουργήθηκε δεν αφορούσε την Ελλάδα, αφού το ΑΕΠ της ήταν μόλις της τάξης του 3% της Ευρώπης, ενώ τα χρέη της σε απόλυτο μέγεθος ήταν ελάχιστα συγκριτικά – αλλά αυτά που ήλθαν στην επιφάνεια αμέσως μετά και τα οποία ήταν τα εξής:
(α) Όταν ξέσπασε το κραχ του 2008 οι Ευρωπαίοι ήταν υπερήφανοι για την οικονομία τους, αφού οι τράπεζες τους δεν είχαν καταρρεύσει όπως οι αμερικανικές – ενώ θεώρησαν ως υπεύθυνους τους Αμερικανούς, οι οποίοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει τα κερδοσκοπικά όργια του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος.
Σιγά-σιγά όμως και με αφετηρία την Ελλάδα, ανακάλυψαν πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση – επειδή, μετά την υιοθέτηση του ευρώ, όλα τα ομόλογα των κρατών της Ευρωζώνης θεωρούταν 100% ασφαλή, απολύτως εγγυημένα από την ΕΚΤ, οπότε οι τράπεζες δάνειζαν σε όλες τις χώρες όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν, με χαμηλά επιτόκια.
Επρόκειτο λοιπόν για σίγουρα κέρδη, αφού τα κράτη δανείζονταν από τις τράπεζες με υψηλότερα επιτόκια από ότι αυτές από την ΕΚΤ – εισπράττοντας απλά τη διαφορά, χωρίς κανέναν κόπο. Όταν όμως η Ελλάδα δήλωσε αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών της, απειλώντας πως θα καταφύγει στο ΔΝΤ εάν δεν τη βοηθούσαν τα άλλα κράτη, η Γερμανία και η Γαλλία τρομοκρατήθηκαν – γνωρίζοντας πως το ΔΝΤ θα πρότεινε ως συνήθως την αναδιάρθρωση των χρεών της, οπότε οι υπερχρεωμένες τράπεζες τους θα χρεοκοπούσαν, λόγω της μεγάλης έκθεσης τους στα ελληνικά ομόλογα.
(β) Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι διαπίστωσαν πως το ευρώ είχε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο χαρακτηριστικό που δεν είχαν συνειδητοποιήσει – το ότι έδενε χειροπόδαρα την πολιτική πολύ περισσότερο, από ότι ο κανόνας του χρυσού. Με απλά λόγια, κανένας από τους τρεις βασικούς μοχλούς της οικονομικής πολιτικής δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από μία χώρα της Ευρωζώνης – ούτε ο εθνικός καθορισμός των επιτοκίων, ούτε η υποτίμηση του νομίσματος, ούτε η αύξηση της ρευστότητας (λόγω της συνθήκης του Μάαστριχτ που οριοθετούσε το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ).
Απλούστερα, οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης είχαν το ρόλο του κομπάρσου – αφού σε περιόδους κρίσεων δεν μπορούσαν να κάνουν απολύτως τίποτα. Ως εκ τούτου το ευρώ, το οποίο είχε υιοθετηθεί για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα των κρατών, αποδείχθηκε πως ήταν ένας καταχθόνιος μηχανισμός, ένας ζουρλομανδύας – αφού παρήγαγε με υψηλό ρυθμό και αυτόματα κρίσεις.
Η αιτία ήταν και είναι το ότι, οι χώρες που ευρίσκονταν σε διαφορετικούς οικονομικούς κύκλους, ανοδικούς ή καθοδικούς, ήταν υποχρεωμένες να έχουν την ίδια νομισματική πολιτική – ενώ η ίδια αιτία εμπόδιζε την επίλυση των κρίσεων, όταν και όπου ξεσπούσαν.
Για παράδειγμα η Γερμανία σήμερα που βιώνει έναν ανοδικό οικονομικό κύκλο, χρειάζεται υψηλά επιτόκια και περιορισμό της ρευστότητας, για να μην δημιουργηθούν επικίνδυνες φούσκες – κάτι που όμως δεν μπορεί να συμβεί, αφού την ίδια στιγμή η Ιταλία βιώνει έναν καθοδικό οικονομικό κύκλο, ενώ είναι υπερχρεωμένη, οπότε τα υψηλά επιτόκια και η μείωση της ρευστότητας θα την κατέστρεφαν εντελώς.
Ακόμη χειρότερα δε από τον κανόνα του χρυσού, το ευρώ δεν επέτρεπε την έξοδο καμίας χώρας – ενώ η εναλλακτική λύση ήταν ένα αυτοκτονικό άλμα στο κενό, αφού το εκάστοτε προηγούμενο νόμισμα των κρατών-μελών είχε πάψει να υπάρχει.
Δηλαδή οι χώρες της Ευρωζώνης είναι ερμητικά κλεισμένες σε μια φυλακή απειλούμενες με το θάνατο, αλλά όποια προσπαθήσει να βγει θα πέσει σε έναν γκρεμό, χωρίς να γνωρίζει καν το ύψος του και τις πιθανότητες να σωθεί – οπότε δεν είναι κανένας λογικός άνθρωπος σήμερα υπέρ του ευρώ, αλλά επίσης κανένας δεν τολμάει να προτείνει ανεπιφύλακτα την υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος (η συνέχεια στην επόμενη σελίδα).