Η επιστροφή στον κανόνα του χρυσού φαίνεται να είναι μία από τις λύσεις για την καταπολέμηση των μανιοκαταθλιπτικών αγορών, της υπερχρέωσης, των κρίσεων, του υπερπληθωρισμού και της δικτατορίας των τραπεζών – κυρίως όμως, για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης
.
Ανάλυση και ιστορική αναδρομή
«Με εξαίρεση εκείνες τις εποχές, στις οποίες ίσχυε ο κανόνας του χρυσού, έχουν χρησιμοποιήσει πρακτικά όλες οι κυβερνήσεις στην Ιστορία το αποκλειστικό δικαίωμα τους να εκδίδουν χρήματα, για να λεηλατήσουν και να εξαπατήσουν τους Πολίτες-υπηκόους τους» (F.A. von Hayek).
«Χωρίς την ύπαρξη του κανόνα του χρυσού, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα προστασίας των αποταμιεύσεων από τον περιορισμό της αγοραστικής τους αξίας, σαν αποτέλεσμα του υπερπληθωρισμού» (A.Greenspan – το 1966, πριν ακόμη γίνει μέλος της άρχουσας τάξης).
«Ο χρυσός είναι χρήμα και τίποτα άλλο….Ο χρυσός είναι το πραγματικά μοναδικό χρήμα – με εξαίρεση το ασήμι» (J.P. Morgan).
«Η Utah είναι η πρώτη Πολιτεία των Η.Π.Α., η οποία αναγνώρισε πρόσφατα τόσο τα χρυσά, όσο και τα ασημένια νομίσματα, σαν επίσημα μέσα συναλλαγών – αρκετές άλλες ομοσπονδιακές Πολιτείες έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της. Μήπως θα έπρεπε να τις μιμηθεί και η Ελλάδα; Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί τεκμηριωμένα ότι, η κατάσταση δεν θα γίνει αισθητά χειρότερη, εάν δεν συμβεί κάτι ριζικά διαφορετικό;».
Κατά τη διάρκεια της Ιστορίας όλοι σχεδόν οι ηγεμόνες προσπαθούσαν, ξανά και ξανά, να προωθήσουν στους υπηκόους τους άχρηστα χαρτονομίσματα, αντί πραγματικών χρημάτων. Το γεγονός αυτό κατέληγε πάντοτε σε καταστροφικές αποτυχίες, αφούη συγκεκριμένη «τακτική» των κυβερνώντων προκαλούσε σταθερά υπερπληθωρισμό – ο οποίος οδηγούσε στη φτώχεια, στην παρακμή, στις κοινωνικές εξεγέρσεις και στους πολέμους.
Με βάση τις εμπειρίες αυτές οι περισσότεροι ηγεμόνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, τόσο η διαρκής ασφάλεια των αποταμιεύσεων (η προστασία της αγοραστικής αξίας τους δηλαδή), όσο και η ειρήνη, ήταν τότε μόνο δυνατόν να υπάρξουν, εφόσον τα χαρτονομίσματα αντιπροσώπευαν πραγματικές αξίες – απλούστερα, εάν απέναντι σε ένα χαρτονόμισμα ή σε κάποιο άχρηστο μεταλλικό κέρμα, υπήρχε κάποια δεδομένη αξία. Έτσι λοιπόν υιοθετήθηκε ο κανόνας του χρυσού, σύμφωνα με τον οποίο κάθε χώρα μπορούσε να εκδώσει τόσα χρήματα (χαρτονομίσματα και κέρματα), όσο χρυσό διατηρούσε στα θησαυροφυλάκια της – με μία ορισμένη «ισοτιμία ανταλλαγής»
Μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα από το 1800 έως το 1914, μία από τις πιο «οικονομικά σταθερές» εποχές της Ιστορίας, όλα τα σημαντικά νομίσματα παγκοσμίως ήταν συνδεδεμένα με το χρυσό. Επειδή δε η ποσότητα του χρυσού ήταν περιορισμένη, δεν μπορούσαν να εκδοθούν περισσότερα χρήματα – οπότε δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν οι υπερβολές (φούσκες), οι οποίες χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή (οφείλονται προφανώς στην αλόγιστη πιστωτική επέκταση, μέσα από τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, την οποία προκαλεί/προωθεί σκόπιμα το αχόρταγο και ανεξέλεγκτο πλέον τραπεζικό σύστημα).
Όλες οι χώρες λοιπόν ήταν υποχρεωμένες να διαχειρίζονται με σύνεση τα οικονομικά τους, να διατηρούν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς δηλαδή, ενώ τόσο οι τράπεζες, όσο και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο εν γένει, ήταν αδύνατον να κερδοσκοπήσουν εις βάρος των υπολοίπων «συντελεστών παραγωγής» – πόσο μάλλον των ίδιων των κρατών και κατ’ επέκταση των φορολογουμένων Πολιτών τους, όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα, σε μία έκταση άνευ προηγουμένου.
Περαιτέρω, το «ευγενές μέταλλο» διαχωρίστηκε από τα χρήματα, έπαψε δηλαδή να ισχύει ο κανόνας του χρυσού, το 1914 – επειδή ο εξοπλισμός για τη διεξαγωγή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απαιτούσε τεράστιες ποσότητες χρημάτων, για τις οποίες δεν υπήρχαν τα ανάλογα αποθέματα χρυσού. Εάν λοιπόν είχε διατηρήσει κανείς τον κανόνα, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος – για τη χρηματοδότηση του οποίου, ειδικά η Fed (η οποία ιδρύθηκε το 1913), εκτύπωσε κατά πολύ περισσότερα χαρτονομίσματα, από όσα «δικαιούταν», πλημμυρίζοντας στην κυριολεξία τις αγορές.
Όπως συνέβη και πρόσφατα, έτσι και τότε (η υπερπαραγωγή άχρηστου χρήματος συνέχισε δυστυχώς μετά το τέλος του 1ουπαγκοσμίου πολέμου), οι τράπεζες είχαν στη διάθεση τους υπερβολικά μεγάλες ποσότητες χρήματος από τις κεντρικές τους – χρήματα που προωθούσαν στους πελάτες τους με τη μορφή φθηνών (χαμηλού επιτοκίου) πιστώσεων. Οι πελάτες τους αυτοί με τη σειρά τους επένδυαν τα «άχρηστα» χαρτονομίσματα στις χρηματαγορές – με στόχο την αποκόμιση γρήγορων κερδών, τα οποία δεν μπορούσε να τους προσφέρει η πραγματική οικονομία.
Επειδή τώρα είχε καταργηθεί ο κανόνας του χρυσού, οι ποσότητες του χωρίς αντίκρισμα χρήματος συνέχισαν να αυξάνονται – ενώ κάθε χώρα είχε εντελώς διαφορετικούς κανόνες «εκτύπωσης», ανάλογους με τις δικές της ανάγκες. Κατ’ επέκταση, οι τιμές των μετοχών αυξάνονταν, τα ακίνητα ακολουθούσαν ανοδική πορεία και τα δάνεια εκτοξεύθηκαν στα ύψη – παρασύροντας ξανά όλες τις «αξίες» (μετοχές, εμπορεύματα κλπ.) σε μία παράλογα ανοδική τροχιά.
Έτσι λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η αγορά μετοχών των Η.Π.Α. ήταν τόσο υπερβολικά αποτιμημένη που ήταν αδύνατον να αποφευχθεί το «σπάσιμο της φούσκας» – συνέβη τη γνωστή «μαύρη Πέμπτη», στις 24. Οκτωβρίου του 1929. Εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν σε μία ημέρα όλα τους τα υπάρχοντα, ενώ τα αποτελέσματα του κραχ για ολόκληρο τον κόσμο ήταν καταστροφικά. Ακολούθησε φτώχεια, δυστυχία, πείνα και κοινωνικές αναταραχές, οι οποίες κατέληξαν στη Μεγάλη Ύφεση και στο φασισμό – όπου κυρίως ο Χίτλερ στη Γερμανία, αλλά και ο Μουσολίνι στην Ιταλία ή ο Φράνκο στην Ισπανία, θέλησαν να οδηγήσουν την Ευρώπη στην έξοδο από την κρίση.
Ο τελικός προορισμός ήταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος καταδίκασε εκατομμύρια ανθρώπους στο θάνατο –χρηματοδοτούμενος ξανά από τις ίδιες τράπεζες, οι οποίες είχαν προκαλέσει την καταστροφική χρηματοπιστωτική φούσκα, είχαν διευκολύνει το φασισμό και ήταν υπεύθυνες για όλα τα δεινά της μετέπειτα εποχής.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο επικράτησε η σύνεση στον πλανήτη, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη θέσπιση του κανόνα του χρυσού στο Bretton Woods των Η.Π.Α. – όπου όλα τα νομίσματα είχαν αντίκρισμα σε δολάρια και τα δολάρια σε χρυσό. Ακολούθησαν δεκαετίες ανάπτυξης και προόδου στη Δύση, οι οποίες όμως ουσιαστικά έφθασαν στο ζενίθ τους τη δεκαετία του 1970 – όπου καταργήθηκε ξανά ο κανόνας του χρυσού, λόγω των τεράστιων χρηματικών αναγκών των Η.Π.Α., οι οποίες δυστυχώς «επέλεξαν», ερήμην των Πολιτών τους, τη διεξαγωγή νέων πολέμων.
Έκτοτε, αργά αλλά σταθερά, οι τράπεζες άρχισαν να εκτυπώνουν ακόμη μία φορά χρήματα χωρίς αντίκρισμα, συνεχίζοντας τη λεηλασία των υπολοίπων συντελεστών παραγωγής – με αποτέλεσμα να χρεώνονται συνεχώς όλα τα κράτη, με αφετηρία το 1980, να εμφανιστούν ξανά οι κρίσεις, να γίνονται όλο και πιο μεγάλες, όλο και πιο συχνές, όλο και πιο «μανιοκαταθλιπτικές». Μία συνεχώς μικρότερη περίοδος ανάπτυξης εντάσεως ανεργίας, ακολουθείται έκτοτε από μία διαρκώς μεγαλύτερη περίοδο ύφεσης, με αποτελέσματα που δεν είναι καθόλου δύσκολο να προβλεφθούν.