Νέα

ΔΙΑΛΥΣΗ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ, Συμφωνείτε ή διαφωνείτε; Συντάξτε την άποψή σας...

  • Μέλος που άνοιξε το νήμα Ampelale
  • Ημερομηνία ανοίγματος
  • Απαντήσεις 4K
  • Εμφανίσεις 123K
  • Tagged users Καμία
  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 1 άτομα (0 μέλη και 1 επισκέπτες)

kostas8000

Μέλος
Εγγρ.
7 Μαΐ 2011
Μηνύματα
3.222
Like
181
Πόντοι
16


Αέναες νομισματικές διευκολύνσεις


Οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθορίζονται εν πολλοίς από το στόχο της αναφορικά με τον πληθωρισμό ο οποίος πρέπει να είναι κοντά στο 2%.


Από το καλοκαίρι του 2007 όταν  και διαπιστώθηκαν αρρυθμίες στην διατραπεζική αγορά, με την έλλειψη ρευστότητας και την αύξηση του κόστους χρήματος και μέχρι σήμερα η ΕΚΤ χρησιμοποιεί κάθε μέσο  συμβατικό (μείωση των βασικών επιτοκίων) και μη (ποσοτική χαλάρωση) για να δημιουργήσει συνθήκες αυξημένης ρευστότητας με σκοπό την  αποφυγή του αποπληθωρισμού.
Στην βάση αυτή η ενιαία νομισματική πολιτική έχει καθαρά διευκολυντικό περιεχόμενο  που συνίσταται στην χωρίς περιορισμούς χορήγηση ρευστότητας προς τα πιστωτικά ιδρύματα και κυρίως στις αγορές τίτλων.
Με στοιχεία Ιουνίου 2018 μέσω της μακροπρόθεσμης παροχής ρευστότητας, δηλαδή των προγραμμάτων TLTROs έχουν χορηγηθεί κεφάλαια ύψους 753 δις €, ενώ μέσω των προγραμμάτων αγοράς τίτλων έχουν αποκτηθεί τίτλοι αξίας 2.444 δις €  εκ των οποίων η πλειοψηφία αφορά την αγορά τίτλων του δημοσίου τομέα.
ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΤΙΚΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΨΟΥΣ 3,2 ΤΡΙΣ €

Δηλαδή το 76% της ρευστότητας έχει δημιουργηθεί μέσω της αγοράς τίτλων εκ των οποίων το 82% περίπου αφορά την αγορά κρατικών τίτλων.
Το  εντυπωσιακότερο είναι ότι το 64% της υπερβάλλουσας ρευστότητας έχει διοχετευτεί σε καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών που διατηρούν με  μορφή τρεχούμενου λογαριασμού στις εθνικές τους κεντρικές τράπεζες και το υπόλοιπο 36% τοποθετήθηκε από τις εμπορικές τράπεζες στην πάγια διευκόλυνση του ευρωσυστήματος.
Το εξίσου εντυπωσιακότερο είναι ότι η τοποθέτηση στην πάγια διευκόλυνση του ευρωσυστήματος επιβαρύνεται με επιτόκιο – 0,40% που σημαίνει ότι όχι μόνο δεν αποκομίζουν οι εμπορικές τράπεζες τόκους αλλά χάνουν και μέρος της τοποθέτησης τους.
Δηλαδή προτιμούν να χάνουν χρήματα παρά να δανείζουν την πραγματική οικονομία θεωρώντας ότι οι απώλειες από την χορήγηση δάνειων θα είναι μεγαλύτερες και άκρως επισφαλείς.
Αυτός είναι ο λόγος που το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πέρα από την ηρεμία που η πλεονάζουσα ρευστότητα δημιουργεί σε διατραπεζικό επίπεδο δεν έχει κανένα απτό αποτέλεσμα στις τιμές και στην ανάπτυξη.
Ο στόχος της ενίσχυσης των τιμών έχει αποτύχει  κάτι που και η ΕΚΤ ασπάζεται πλήρως αφού σύμφωνα με τις δημοσιοποιημένες προθέσεις της θα συνεχίσει την διευκολυντική νομισματική πολιτική.
Δηλαδή, θα συνεχίσει να κρατά το βασικό της επιτόκιο σε μηδενικά επίπεδα, θα συνεχίσει να κρατά σε αρνητικό επίπεδο το επιτόκιο της πάγιας διευκόλυνσης θέλοντας έμμεσα να πιέσει τις εμπορικές τράπεζες προς την κατεύθυνση χορήγησης δανείων και τέλος μπορεί να σταματά στο τέλος του 2018 την αγορά τίτλων πλην όμως θα συνεχίσει για όσο χρονικό διάστημα χρειάζεται να επανεπενδύει το προϊόν της εξόφλησης των τίτλων που θα είχε στο χαρτοφυλάκιο της στα τέλη του 2018.
Επίσης θα συνεχίσει τις πράξεις κυρίας και μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης για την χορήγηση ρευστότητας χωρίς περιορισμό.
Και όλα αυτά μέχρι να υπάρξει ενεργοποίηση του πυρήνα του πληθωρισμού και κυρίως διατήρησης του σε ικανοποιητικά για τους στόχους της ΕΚΤ επίπεδα.
Σήμερα ο πυρήνας του πληθωρισμού όπως μετριέται από τον ρυθμό αύξησης των τιμών χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων παραμένει υποτονικός και καταγράφεται λίγο κάτω από το 1%
Χωρίς ενίσχυση του πυρήνα συνθήκες προσέγγισης του στόχου δεν πρόκειται να υπάρξουν γι’ αυτό και τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής θα συνεχιστούν και καθ όλη την διάρκεια του 2019 με ενδείξεις και περαιτέρω συνέχισης τους εάν κρίνουμε από όσα διαδραματίζονται στις αγορές ομολόγων.
Αύξηση των τιμών χωρίς ενίσχυση της απασχόλησης και των νέων θέσεων εργασίας δεν πρόκειται να υπάρξει, όπως και εάν δεν καταγραφεί ενδυνάμωση των ονομαστικών μισθών.
Παρότι οι επενδύσεις μετά από μια μεγάλη και χρονικά παρατεταμένη κρίση, στην οποία κρίση συμπεριλαμβάνονται ως μέρος της και οι τράπεζες, όπως έχει αποτυπωθεί σε πρόσφατες  μελέτες χρηματοδοτούνται από εσωτερικούς πόρους και όχι από νέο δανεισμό, εν τούτοις δεν φαίνονται να συμβάλουν άμεσα στην οικονομική ανάκαμψη  αφού η αβεβαιότητα ακυρώνει πολλές επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2007 στις ΗΠΑ και η συνακόλουθη κρίση χρέους στη ευρωζώνη 11 χρόνια μετά συνεχίζει να ταλαιπωρεί φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Το βάθος της είναι μεγάλο, όπως φυσικά και τα θύματα της.
Οι θύτες της συνεχίζουν,   μετά από ένα μικρό διάστημα που αποσύρθηκαν από τον ενεργό βίο φοβούμενοι  την οργή και τις συνέπειες, να δραστηριοποιούνται ξανά χρησιμοποιώντας τις ίδιες πρακτικές και τις ίδιες μεθόδους αδιαφορώντας για το κόστος των επίλογων που δημιούργησε την μεγαλύτερη από το 1930 κρίση.
Το πλαίσιο επομένως παραμένει ίδιο,  οι αβεβαιότητες αυξάνονται,  ο λαϊκισμός κυριαρχεί και η ΕΚΤ κόβοντας χρήμα αρκετών τρις ευρώ προσπαθεί να  κρύψει την  πραγματικότητα.
Η Ευρωπαϊκή οικονομία είναι άρρωστη, τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής την διατηρούν στην ζωή.
Εάν αυτά τα μέτρα αποσύρονταν πλήρως, όπως μια παλίρροια, τότε η γύμνια αρκετών θα έδειχνε ότι εθελοτυφλούμε.
Οι αποδόσεις των ομολόγων κρατούνται τεχνητά σε χαμηλά επίπεδα,  χρέη κρατών όπως για παράδειγμα της Ιταλίας υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα μπορούσαν να αναχρηματοδοτηθούν.
Αρκετές Ευρωπαϊκές τράπεζες  και μάλιστα ορισμένες που δημοσιοποιούν μάλιστα και μελέτες για το δέον γενέσθαι θα έσβηναν από το χάρτη.
Οι φορολογούμενοι έχουν κληθεί να σηκώσουν το δημοσιονομικό βάρος της κρίσης με μεγάλο αντίκτυπο στο βιοτικό τους επίπεδο ενώ στο ηθικό κομμάτι βλέπουν ότι για μια ακόμη φορά η διπλή ηθική τους στερεί κάθε έννοια νομιμότητας.
Εν κατακλείδι, τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ αναγνωρίζουν ότι βιώνουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις , συνακόλουθα όμως υποδηλούν ότι απαιτούνται  μη συμβατικές παρεμβάσεις και σε θεσμικά επίπεδα ώστε να υπάρξει κάθαρση και κυρίως επαναδιατύπωση αρκετών κανόνων που  διέπουν την λειτουργία των αγορών ._
 

kostas8000

Μέλος
Εγγρ.
7 Μαΐ 2011
Μηνύματα
3.222
Like
181
Πόντοι
16


Ο Ισολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ

Η ιστορία των υπέρογκων κρατικών επιχορηγήσεων που θεσμοθετήθηκαν από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1984, καθώς επίσης οι διαφορές της κυβέρνησης με τη ΝΔ – η οποία μπορεί και πρέπει να εξυπηρετεί τον υπέρογκο τραπεζικό δανεισμό της, αρκεί να εκπονήσει ένα ορθολογικό σχέδιο.


Εισαγωγικά, ασφαλώς δεν είμαστε εναντίον της κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων, αρκεί να διατηρείται σε λογικά επίπεδα, καθώς επίσης να είναι διαφανής ο τρόπος χρησιμοποίησης της από τις πολιτικές παρατάξεις – αφού διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα. Εν τούτοις, προκαλούν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, ιδίως όσον αφορά τα μικρά κόμματα και ειδικά αυτά που είναι εκτός βουλής, είτε καινούργια, είτε παλαιότερα – ενώ, επειδή διαμοιράζεται με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα, τα ισχυρά κόμματα επωφελούνται πολύ περισσότερο. Επομένως το θέμα να έπρεπε να διερευνηθεί καλύτερα, έτσι ώστε να είναι μικρότερες οι «παρενέργειες» – αν και το σύστημα, έτσι όπως είναι δομημένο, δεν πρόκειται να το επιτρέψει (ανάλυση).
Όπως και να είναι όμως δεν δικαιολογείται η διαφθορά και η διαπλοκή των κομμάτων, όταν τόσο τα ίδια, όσο και οι βουλευτές τους, αμείβονται πλουσιοπάροχα – έχοντας προνόμια που δεν συναντώνται πουθενά αλλού. Εκτός αυτού, η ενασχόληση με την πολιτική δεν πρέπει να οφείλεται σε βιοποριστικούς λόγους – κάτι που δυστυχώς συμβαίνει, με αποτέλεσμα να αναφερόμαστε σε επαγγελματίες πολιτικούς και σε κόμματα-επιχειρήσεις, οι επικεφαλείς των οποίων κάποιες φορές παρακρατούν για τον εαυτό τους ένα σημαντικό μέρος των ποσών των επιχορηγήσεων. Πόσο μάλλον όταν συνήθως απασχολούνται εθελοντές στα κόμματα, χωρίς υποχρέωση μισθοδοσίας ή ασφαλιστικών εισφορών – ενώ ο λογιστικός έλεγχος των οικονομικών τους είναι αρκετά ελλιπής.
Συνεχίζοντας, η κρατική επιχορήγηση των κομμάτων θεσμοθετήθηκε το 1984 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τον τότε υπουργό οικονομικών της – με την αιτιολογία της ανεξαρτητοποίησης τους από τους «οικονομικούς παράγοντες» που τα χρηματοδοτούσαν, έτσι ώστε να στηρίζουν τα συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας και όχι μόνο των ελίτ-χρηματοδοτών τους. Έκτοτε όμως, τα ποσά που ελάμβαναν αυξάνονταν διαρκώς. Για παράδειγμα, το συνολικό ποσόν της τακτικής επιχορήγησης του 2010 είχε εκτοξευθεί στα 109.343.200 € ή πάνω από 9.100.000 € το μήνα, (από 85.135.050 € το 2009), το οποίο θα μοιραζόταν ανάλογα με τα ποσοστά τους στις βουλευτικές εκλογές του 2009 – γεγονός που σημαίνει πως τη μερίδα του λέοντος θα έπαιρναν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ (πηγή), εάν δεν είχε οδηγηθεί η Ελλάδα στο ΔΝΤ.
Λόγω της χρεοκοπίας της χώρας, τα ποσά της ετήσιας τακτικής επιχορήγησης μαζί με την επιμορφωτική μειώθηκαν στα 48.800.000 € το 2010 (πηγή, ΦΕΚ), , στα 40.513.968 € το 2011, στα 37.430.000 € το 2012 και στα 21.827.000 € το 2013 – ενώ για το 2018 εγκρίθηκαν «μόλις» 13.500.000 € ή 1.125.000 € το μήνα. Το μοίρασμα της επιχορήγησης το 2013 φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί – ενώ εκτός από την τακτική και επιμορφωτική επιχορήγηση, τα κόμματα λαμβάνουν επί πλέον (α) μία εκλογική χρηματοδότηση όταν διεξάγονται εκλογές που είναι περίπου ίση με το 50% της ετήσιας κρατικής επιχορήγησης τους (για παράδειγμα, εάν η ετήσια τακτική επιχορήγηση είναι 5.000.000 € τότε η εκλογική ανέρχεται στα 2.500.000 €), καθώς επίσης (β) μία χρηματοδότηση για τις Ευρωεκλογές, περίπου στο ίδιο ύψος.

Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να εισέλθουν νέα κόμματα στην ελληνική Βουλή, όταν πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτόν τον πακτωλό χρημάτων που μεταφράζονται σε διαφημίσεις, σε προεκλογικές ομιλίες, σε εκλογικά κέντρα κοκ., ενώ την ίδια ώρα τα ΜΜΕ τους παρέχουν το συντριπτικό μέρος του τηλεοπτικού, ραδιοφωνικού και έντυπου χώρου τους; Πώς να χρηματοδοτήσουν τις δικές τους προεκλογικές εκστρατείες, με τους περιορισμένους πόρους που συνήθως διαθέτουν, όταν είναι έντιμα και δεν στηρίζονται από το σύστημα;
Περαιτέρω, με βάση τον Ισολογισμό του 2017 του ΣΥΡΙΖΑ (γράφημα), υπενθυμίζοντας πως έχουμε ήδη αναφερθεί στον εξαιρετικά προβληματικό Ισολογισμό της ΝΔ για το ίδιο έτος (πηγή), η τακτική ετήσια επιχορήγηση που έλαβε ήταν 5.679.808,18 € (από 3.352.098,61 € το 2016) ή 473.317 € το μήνα  – ενώ η επιμορφωτική 1.070.330,66 € (από 736.050 € το 2016) ή 89.194 € το μήνα. Συνολικά λοιπόν περί τα 6.750.000 € ετήσια ή 562.511 € το μήνα – ενώ οι εισφορές των μελών του ήταν μόλις 23.391 €, των βουλευτών-ευρωβουλευτών του 2.488.490,59 € και οι λοιπές 65.280 €.

Ως εκ τούτου είχε στη διάθεση του το 2017 το ποσόν των 9.327.300,43 € ή 777.275 € το μήνα (από 6.751.288,39 € το 2016), δαπανώντας τα 6.316.042 € – οπότε η χρήση ήταν κερδοφόρα, με κέρδη 3.011.258 €. Δεν γνωρίζουμε πάντως τι ακριβώς σημαίνει η θέση «συμμετοχές» στον Ισολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ύψους 13.741.549,94 €, στις οποίες διενεργούνται αποσβέσεις – αφού δεν πρόκειται για μία απλή επιχείρηση που συμμετέχει μετοχικά σε άλλες.
Εν τούτοις, οφείλει και ο ΣΥΡΙΖΑ στις τράπεζες το ποσόν των 6.277.623,87 €, το οποίο όμως έχει μειωθεί σε σχέση με το 2016 – οπότε το εξυπηρετεί. Για τόκους και έξοδα τραπεζών πληρώνει μόλις 573.594,21 € ετήσια (9%), όταν η ΝΔ 27.611.092 € – λόγω του υπέρογκου δανεισμού της, ο οποίος στα λογιστικά της βιβλία καθορίζεται στα 250.634.064 €! Στο γράφημα που ακολουθεί συγκρίνονται τα δύο κόμματα μεταξύ τους, όσον αφορά το 2017 – έτσι ώστε να φανούν οι μεγάλες διαφορές τους.

Συνεχίζοντας, σύμφωνα με τον Νόμο 3023 του 2000 απαγορεύονται οι χορηγίες εταιρειών στα κόμματα – οπότε μοναδική πηγή χρηματοδότησής τους, εκτός από τις κρατικές επιχορηγήσεις, αποτελούν οι εισφορές των μελών. Εν προκειμένω η ΝΔ έχει κατά πολύ μεγαλύτερες εισφορές από το ΣΥΡΙΖΑ – δηλαδή 2.011.954,80 € έναντι μόλις 65.280 € του τελευταίου. Αντίθετα, πολύ μικρότερες εισφορές ευρωβουλευτών και βουλευτών, κατά 1.861.901 €.
Εάν τώρα θα ήθελε πράγματι να εξυπηρετήσει τον τραπεζικό της δανεισμό, αφενός μεν θα έπρεπε να μειώσει ακόμη περισσότερο τα έξοδα της, αφετέρου να απαιτήσει μεγαλύτερες εισφορές από τους βουλευτές και ευρωβουλευτές της – πολύ υψηλότερες από ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εισπράττει ήδη 1.861.901 € ετησίως παραπάνω (ειδικά από τους ευρωβουλευτές που αμείβονται πλουσιοπάροχα – πηγή). Εκτός αυτού θα έπρεπε να συνδράμουν όλοι όσοι δημιούργησαν αυτό το χρέος, κυρίως οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί των προηγουμένων κυβερνήσεων της – ενώ είναι κατά τη γνώμη μας κυνική η θέση του ευρωβουλευτή της, σύμφωνα με τον οποίο η ΝΔ θα επιδιώξει να έχει μεγαλύτερα ποσοστά στις επόμενες εκλογές, για να αυξήσει την κρατική της επιχορήγηση, με στόχο την εξυπηρέτηση του δανεισμού της!
Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να διαπραγματευθεί με τις τράπεζες, όσον αφορά τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού της στο ελάχιστο – αφού είναι ασφαλώς υπερβολικό το επιτόκιο, με το οποίο φαίνεται από τον Ισολογισμό της ότι χρεώνεται (11%). Σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να εκπονήσει ένα σχέδιο ρεαλιστικής εξυπηρέτησης του δανεισμού της – αφού δεν είναι δυνατόν να θέλει να σώσει τη χώρα, όταν δεν μπορεί να διασώσει τον εαυτό της, ενώ θα μπορούσε να είναι έρμαιο ενδεχόμενων εκβιασμών εκ μέρους των τραπεζών, των δανειστών, των υποστηρικτών της κοκ.
Οφείλει επίσης να είναι καθαρή απέναντι στους Πολίτες, όσον αφορά τις προθέσεις της – όπου δεν είναι δυνατόν να συνδέει τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις που προτείνει με το ποσοστό που θα υπερβαίνει το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% (πηγή), αφού η ίδια πολύ σωστά δηλώνει πως το 3,5% στραγγαλίζει την οικονομία, ενώ καθιστά εντελώς αδύνατη την ανάπτυξη της χώρας (κατά την άποψη μας εντός της πολιτικής των μνημονίων η ανάπτυξη, χωρίς την οποία δεν λύνεται κανένα πρόβλημα των Ελλήνων, είναι όνειρο θερινής νύχτας). Την ίδια «κουτοπόνηρη οδό» ακολουθεί και στο θέμα των Σκοπίων – όπου ουσιαστικά επιλέγει να αφήσει το ΣΥΡΙΖΑ «να βγάλει το φίδι από την τρύπα» και μετά να σεβαστεί τα συμπεφωνημένα, αποδεχόμενη τη συνέχεια του κράτους, όπως έχει ήδη δηλώσει.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας το άλλο χρεοκοπημένο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, είναι αδύνατον ποτέ να εξυπηρετήσει τα χρέη του – ενώ τα στελέχη του έχουν μοιρασθεί στο ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως), στο ΚΙΝΑΛ κοκ. Επομένως πρέπει να βρεθεί κάποια λύση «εκκαθάρισης» του, όπως συμβαίνει με τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις – ενώ πιστεύουμε γενικότερα πως η πρώτη προτεραιότητα της επανεκκίνησης μίας οικονομίας, είναι το «ξεκαθάρισμα» όλων των «λογιστικών λογαριασμών» της.
Με απλά λόγια, οι κόκκινες οφειλές των Πολιτών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων που είναι αδύνατον ποτέ να εξυπηρετηθούν απέναντι στο δημόσιο, στις τράπεζες, στους ασφαλιστικούς και λοιπούς οργανισμούς, πρέπει να μεταφερθούν σε μία κρατική «κακή» τράπεζα (Bad bank) – έτσι ώστε να καθαρίσουν εντελώς οι ισολογισμοί όλων των παραπάνω, οπότε να δει κανείς σε ποια πραγματικά θέση βρίσκονται. Όσον αφορά αυτήν την «κακή τράπεζα», οφείλει στη συνέχεια να προβεί μεθοδικά στο ξεκαθάρισμα των προβληματικών χρεών – ενώ είναι ανόητο να λέμε, για παράδειγμα, πως τα χρέη των Πολιτών απέναντι στο δημόσιο είναι 100 δις €, όταν γνωρίζουμε πως τα 80 δις € είναι ήδη χαμένα.
 

kostas8000

Μέλος
Εγγρ.
7 Μαΐ 2011
Μηνύματα
3.222
Like
181
Πόντοι
16
θα σκασουν τα δανεια στην αυστραλια και τα απονερα θα φτασουν στην χωρα μας και ότι εχει απομεινη από την φυλης θα εξαφανιστεί...…..
 

Νίο

Μέγας
Εγγρ.
24 Ιουν 2018
Μηνύματα
11.124
Κριτικές
6
Like
11.715
Πόντοι
3.936

Στο Ευρωκοινοβούλιο.Αποκαλύπτει επίσης όλο το παιχνίδι που παίχτηκε με τις τράπεζες εις βάρος της Ελλάδας με το δήθεν χρέος.Η βουλευτής ονομάζεται Laura Agea του κινήματος "Movimento 5 stelle."( 5 αστέρων)   ;)
 

kostas8000

Μέλος
Εγγρ.
7 Μαΐ 2011
Μηνύματα
3.222
Like
181
Πόντοι
16


Εστίες διαφθοράς τα μικρά γερμανικά ταμιευτήρια


Η Γερμανία διαθέτει 385 τοπικά ταμιευτήρια (ονομάζονται Sparkassen), τα οποία ενίοτε δημιουργούν προβλήματα στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Διατηρούν στενές σχέσεις με τους τοπικούς άρχοντες, στους οποίους ορισμένες φορές δίνουν αμφιλεγόμενα δάνεια ή χρηματοδοτούν τις προεκλογικές εκστρατείες τους. O Γιοακίμ Βόλμπεργκς, πρώην δήμαρχος της ιστορικής πόλης Ρέγκενμπουργκ, παύθηκε από τα καθήκοντά του. Ο κ. Βόλμπεργκς είχε στοχοποιηθεί για κατάχρηση εξουσίας, λόγω της παράλληλης με το αξίωμά του απασχόλησης ως επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου του τοπικού ταμιευτηρίου.
Ο κ. Βόλμπεργκς κατηγορείται ότι χρηματοδοτήθηκε από κτηματομεσιτική εταιρεία κατά την προεκλογική εκστρατεία του, επειδή μεσολάβησε να της δοθεί χαμηλότοκο δάνειο 4,5 εκατ. δολαρίων, καθώς και ότι εξασφάλισε δικαιώματα κατά προτεραιότητα σε έγγειο ιδιοκτησία, την οποία διεκδικούσαν πολλοί. Το προαναφερθέν δάνειο ο Σοσιαλδημοκράτης πρώην δήμαρχος το εξασφάλισε για την κτηματομεσιτική εταιρεία όταν ήταν πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου του ταμιευτηρίου του Ρέγκενμπουργκ. Μετά το αρχικό σοκ στην τοπική κοινωνία, όσοι ζητούσαν την παραίτησή του χαμήλωσαν τους τόνους. Το δικαστήριο άλλαξε την εις βάρος του κατηγορία από διαφθορά σε κατάχρηση εξουσίας.


Κατά καιρούς, όπως αναφέρει το Bloomberg, ξεσπούν σκάνδαλα στα γερμανικά ταμιευτήρια, ωστόσο δεν γίνεται λόγος για μεταρρύθμιση του συστήματος. Αυτό εγείρει ερωτήματα κατά πόσον είναι οικονομικά ανεξάρτητη η τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε να μπορεί να ελέγχει τα ταμιευτήρια, από τα οποία συχνά παίρνει δάνεια.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό ερευνητικό ινστιτούτο Bruegel, σε ορισμένες περιπτώσεις στη Γερμανία το 10% των εσόδων κάποιων πολιτικών προέρχεται από τις θέσεις που διατηρούν στα συμβούλια των Sparkassen. Η δίκη του Βόλμπεργκς άρχισε στις 24 Σεπτεμβρίου και δείχνει αυτοί που πολλοί οικονομολόγοι ονομάζουν «διαπλοκή»: τις διασυνδέσεις μεταξύ των 385 δημοσίων Sparkassen και των τοπικών αρχόντων στη Γερμανία. Αυτού του τύπου οι διασυνδέσεις εγκυμονούν κινδύνους και προκαλούν ανησυχία. Eπιπλέον, ασκούν πιέσεις σε κολοσσούς όπως η Deutsche Bank και η Commerzbank, οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω μειωμένης κερδοφορίας και λανθασμένων χειρισμών. Τα τοπικά ταμιευτήρια θεωρούνται ανεξάρτητα από την πολιτική ηγεσία και δεν υπόκεινται στην εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Μετά τις αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις κατά τη δεκαετία του 1990, ο αριθμός των ταμιευτηρίων μειώθηκε, αλλά η συγκεκριμένη αγορά παραμένει κατακερματισμένη.
Τον Μάρτιο, ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Fitch επέστησε την προσοχή στο ότι το μεγαλύτερο μέρος των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων των Sparkassen είναι στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο, ενώ οι καταθέσεις τους είναι βραχυπρόθεσμοι λογαριασμοί. Αν αυξηθούν τα επιτόκια, πρέπει και αυτοί γρήγορα να επαναξιολογηθούν. Αυτό θα προκαλέσει ζημίες στα ταμιευτήρια μεγαλύτερες απ’ ό,τι στις κορυφαίες τράπεζες που έχουν χαρτοφυλάκια με ποικίλα περιουσιακά προϊόντα, επιτυγχάνοντας τη διασπορά του κινδύνου. Και σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Αυστρία, υπάρχει δίκτυο τοπικών τραπεζών. Πλην όμως, αυτές φρόντισαν να το εκσυγχρονίσουν, περιορίζοντας τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτοδιοίκησης και πιστωτικών ιδρυμάτων.
 

kostas8000

Μέλος
Εγγρ.
7 Μαΐ 2011
Μηνύματα
3.222
Like
181
Πόντοι
16


Η τραγωδία του ευρώ


Η μονομερής έξοδος κάποιας χώρας από τη νομισματική ένωση που στραγγαλίζει σταδιακά τα μέλη της, ακόμη και των ισχυρότερων οικονομικά, δεν είναι εφικτή χωρίς μεγάλες ζημίες- ενώ για τα αδύναμα κράτη είναι συνώνυμη με την αυτοκτονία, ειδικά με δημόσια εξωτερικά χρέη στο 200% του ΑΕΠ τους, όπως η Ελλάδα.


Μετά τη μονομερή κατάργηση του συστήματος του Bretton Woods από τις Η.Π.Α. το 1971, ζούμε σε έναν κόσμο χρημάτων χωρίς αντίκρισμα (Fiat Money) – επειδή έκτοτε τα νομίσματα που κυκλοφορούν δεν μπορούν να ανταλλαχτούν με κάτι. Προηγουμένως, όλα τα νομίσματα είχαν αντίκρισμα σε δολάρια και τα δολάρια σε χρυσό – ενώ σήμερα η αξία τους καθορίζεται αυθαίρετα από τις κυβερνήσεις. Με απλά λόγια, η Ευρωζώνη λέει πως ένα νόμισμα έχει αξία ενός ευρώ, όπου όμως δεν μπορεί κανείς να το ανταλλάξει δίνοντας το στην ΕΚΤ με χρυσό ή με κάποιο άλλο μέταλλο – αφού δεν έχει στα αποθέματα της τίποτα ως πραγματικό αντίκρισμα.
Περαιτέρω, μία από τις βασικές συνέπειες του συστήματος των χρημάτων χωρίς αντίκρισμα είναι το ότι εκείνες οι χώρες, οι οποίες εκδίδουν τα δικά τους χρήματα, τα «μονεταριστικά κυρίαρχα κράτη» όπως αποκαλούνται, δεν είναι υποχρεωτικό να χρηματοδοτούν τις ανάγκες τους από κάπου – ενώ από καθαρά τεχνικής άποψης δεν είναι αναγκασμένα να εισπράττουν χρήματα από φόρους, πριν τα ξοδέψουν. Μπορούν δηλαδή να δημιουργούν τα ποσά που χρειάζονται για την παιδεία, την υγεία κοκ. από το πουθενά – κάτι που συμβαίνει σε καθημερινή βάση, όπως από την ΕΚΤ με το πρόγραμμα QE, όπου μέσα σε λίγα χρόνια δημιούργησε 2 τρις € από το πουθενά.
Μία επόμενη συνέπεια είναι πως τα μονεταριστικά κυρίαρχα κράτη, τα οποία χρεώνονται στο δικό τους νόμισμα, δεν χρεοκοπούν και δεν τους τελειώνουν ποτέ τα χρήματα – επειδή είναι σε θέση να πληρώνουν πάντοτε τις υποχρεώσεις τους, αφού μπορούν να εκδώσουν νέες για να εξοφλήσουν τις παλαιότερες. Για παράδειγμα, όταν οι Η.Π.Α. θέλουν να πληρώσουν τα ομόλογα που έχουν εκδώσει σε δολάρια, απλά εκδίδουν νέα ομόλογα – χωρίς να εμποδίζονται από τίποτα. Εκτός αυτού, έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους με χάρτινα χρήματα – τυπώνοντας τα φυσικά από το πουθενά (=μονεταρισμός των χρεών).
Η διαδικασία αυτή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από μία έκθεση της ΕΚΤ (πηγή: Makroom), σύμφωνα με την οποία τα εξής: «Οι νομισματικές Αρχές και οι φορολογικές Αρχές μπορούν να συντονισθούν μεταξύ τους με ένα εθνικό Fiat-νόμισμα, για να διασφαλίσουν πως το δημόσιο χρέος που εκφράζεται σε αυτό το νόμισμα δεν «διαμαρτύρεται» ποτέ – επειδή τα ληξιπρόθεσμα κρατικά ομόλογα είναι πάντοτε μετατρέψιμα στο συγκεκριμένο νόμισμα, στην ονομαστική του αξία». Απλούστερα, όλα τα ομόλογα σε ευρώ που λήγουν, μπορούν πάντοτε να πληρωθούν σε ευρώ από την ΕΚΤ – οπότε δεν υφίσταται κανένα θέμα αδυναμίας εξόφλησης τους.

Ως εκ τούτου, τα μονεταριστικά κυρίαρχα κράτη δεν εξαρτώνται από τις ιδιωτικές αγορές ομολόγων, όσον αφορά τα επιτόκια τους – αφού εάν δεν είναι ένας ιδιώτης επενδυτής πρόθυμος να αγοράσει τα ομόλογα τους στην τιμή (=επιτόκιο) που τα προσφέρουν, τότε η κεντρική τους τράπεζα επεμβαίνει αγοράζοντας τα μόνη της, χωρίς να της λείπουν ποτέ τα χρήματα. Το γεγονός αυτό έχει τεκμηριωθεί επανειλημμένα, ειδικά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – όπου όλες οι κεντρικές τράπεζες αγοράζουν μαζικά τα ομόλογα των κρατών τους, με τη γνωστή διαδικασία των προγραμμάτων ποσοτικής διευκόλυνσης (QE, γράφημα).
Αυτή ακριβώς είναι η αιτία για την οποία η Ιαπωνία, με χρέη της τάξης του 250% του ΑΕΠ της, δεν δέχεται καμία επίθεση από κερδοσκόπους, ούτε θεωρείται πως θα χρεοκοπήσει – ενώ πρόσφατα ανακοινώθηκε πως η κεντρική της τράπεζα θα αγοράζει στο διηνεκές ομόλογα του δημοσίου, διατηρώντας τα επιτόκια στο μηδέν, επειδή πιστεύει πως αυτό είναι σωστό για την οικονομία της χώρας της (παρά το ότι κατέχει ήδη πάνω από το 50% των ιαπωνικών ομολόγων).
Όπως τεκμηριώνεται λοιπόν από το παράδειγμα της Ιαπωνίας, το ποσοστό του δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ είναι άνευ σημασίας από λειτουργικής πλευράς, για τα μονεταριστικά κυρίαρχα κράτη – αφού όταν τα δημόσια χρέη τους είναι στην ιδιοκτησία της κεντρικής τους τράπεζας, τότε ουσιαστικά το ένα χέρι του κράτους δίνει χρήματα στο άλλο χέρι, χωρίς να εμποδίζεται από τίποτα. Ουσιαστικά διενεργούνται μόνο λογιστικές εγγραφές – οπότε λογικά θεωρούνται πλασματικά χρέη.
Από λογιστικής πλευράς τώρα, τα κράτη δεν χρειάζεται καν να δανειστούν για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα των προϋπολογισμών τους – αφού η κυβέρνηση τους μπορεί να δώσει την εντολή στην κεντρική τους τράπεζα να πιστώσει τους λογαριασμούς της με χρήματα για να πληρώνει τις δαπάνες της, χρεώνοντας αντίστοιχα το λογαριασμό της στην κεντρική τράπεζα. Κάτω από αυτήν την οπτική γωνία, η έκδοση κρατικών ομολόγων είναι μία απόφαση νομισματικής πολιτικής – στόχος της οποίας είναι η μείωση των πλεονασμάτων των τραπεζών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα οποία δημιουργούνται από τα δικά της ελλείμματα.
Η διαδικασία αυτή ονομάζεται «ανοιχτή μονεταριστική χρηματοδότηση», ενώ έχει υποστηριχθεί μετά το 2008 από δεκάδες φημισμένους οικονομολόγους – όπου ένα άλλο σύστημα, το ονομαζόμενο «δημοσιονομικό πρόγραμμα» (fiscal program, MFFP), περιγράφει ένα εναλλακτικό πολιτικό σενάριο, κατά το οποίο το δημόσιο δίνει την εντολή στην κεντρική τράπεζα να πιστώσει απ’ ευθείας τα ταμεία του στις εμπορικές τράπεζες, για να χρηματοδοτηθούν οι δαπάνες του (δηλαδή, χωρίς τη δημιουργία ενός προϋπολογισμού με χρέη απέναντι στο μη κρατικό τομέα ή στην κεντρική τράπεζα).
Στα πλαίσια αυτά, εάν καταλάβει κανείς πώς λειτουργούν οι σύγχρονες μονεταριστικά κυρίαρχες χώρες, θα πάψει να πιστεύει πως τους λείπουν χρήματα για να επενδύσουν στην παιδεία, στην υγεία ή στην ανάπτυξη – πόσο μάλλον για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, καταπολεμώντας την ανεργία, τη νούμερο ένα ευθύνη τους. Τα μοναδικά εμπόδια δε, τα οποία αντιμετωπίζουν είναι τα εξής:
(α) Ο πληθωρισμός: Δημιουργείται ουσιαστικά όταν οι δημόσιες δαπάνες υπερβαίνουν τις δυνατότητες της οικονομίας να τις αφομοιώσει – κάτι που είναι απίθανο σε χώρες με μεγάλη ανεργία και με περιορισμένη ζήτηση (υπερβάλλων παραγωγικό δυναμικό).
(β) Οι πραγματικοί πόροι: Πρόκειται για την περίφημη απάντηση του Keynes, όταν τη δεκαετία του 1940 τον ρώτησαν από που θα χρηματοδοτούσε τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα που πρότεινε, για την καταπολέμηση της ύφεσης και της ανεργίας – σύμφωνα με την οποία τα εξής: «Νομίζετε πως δεν υπάρχουν αρκετά τούβλα και κονίαμα, χάλυβας και τσιμέντο; Ότι δεν υπάρχει αρκετό εργατικό δυναμικό; Ή μήπως πως δεν έχουμε αρκετούς αρχιτέκτονες;». Οι πόροι είναι λοιπόν το θέμα και όχι τα χάρτινα χρήματα.
Η Ευρωζώνη
Τα παραπάνω δεν ισχύουν βέβαια για τα κράτη της Ευρωζώνης, τα οποία δεν είναι νομισματικά κυρίαρχα και χρησιμοποιούν ουσιαστικά ένα ξένο νόμισμα – το ευρώ. Ως εκ τούτου χρεώνονται σε ένα νόμισμα που δεν ελέγχουν καθόλου – αφού δεν μπορούν να καθορίσουν τα επιτόκια του, ούτε να εκδώσουν νέα χρήματα ή χρέη (=ομόλογα), για να εξοφλήσουν τα παλαιότερα.
Επομένως είναι εκτεθειμένα στις διαθέσεις των αγορών, καθώς επίσης στο ρίσκο της αδυναμίας πληρωμών και της πτώχευσης – όπως όλα εκείνα τα κράτη που χρεώνονται σε ξένο νόμισμα. Υπενθυμίζουμε εδώ πως μία χώρα δεν χρεοκοπεί ποτέ από το εσωτερικό χρέος της στο νόμισμα της, αλλά από το εξωτερικό σε συνάλλαγμα – το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 30%-60% του ΑΕΠ της ανάλογα με το εάν είναι αναπτυσσόμενη ή ανεπτυγμένη, γεγονός που επεξηγεί γιατί στη συμφωνία του Μάαστριχτ έχει τοποθετηθεί ως όριο το 60%.
Όπως διαπιστώνεται τώρα από την πρόσφατη έκθεση της ΕΚΤ, «Οι οικονομικές αρχές των μελών της Ευρωζώνης, έχουν απεμπολήσει τη δυνατότητα να εκδίδουν ασφαλή χρέη, παρά το γεγονός ότι, το ευρώ είναι ένα Fiat-νόμισμα». Έτσι η δυνατότητα κρατικών δαπανών στις χώρες της νομισματικής ένωσης, είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τα φορολογικά τους έσοδα, από την καλή θέληση της ΕΚΤ, καθώς επίσης από τις χρηματαγορές – οι οποίες, ανάλογα με την πιστοληπτική τους ικανότητα, καθορίζουν μονομερώς το κόστος δανεισμού τους (=επιτόκια).
Η κατάσταση τους αυτή θυμίζει τα αναπτυσσόμενα κράτη, τα οποία είναι υποχρεωμένα να δανείζονται σε ξένο νόμισμα, επειδή δεν είναι αποδεκτό το δικό τους – κάτι που όμως δεν συνέβη από το πουθενά, ούτε οφείλεται σε κάποιον οικονομικό νόμο, αλλά το αποφάσισαν μόνα τους! Προφανώς με τον τρόπο αυτό τα κράτη της Ευρωζώνης οδηγήθηκαν στην παγίδα των κερδοσκόπων – των τοκογλύφων καλύτερα που έκτοτε διοικούν αυταρχικά τη νομισματική ένωση, κερδίζοντας τεράστια ποσά και απομυζώντας τους πάντες.
Η ΕΚΤ βέβαια, όπως η κάθε άλλη κεντρική τράπεζα στον πλανήτη, δεν έχει κανέναν χρηματοπιστωτικό περιορισμό – αφού μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες όλων των κρατών, όσες και αν είναι, δημιουργώντας απεριόριστες ποσότητες χρημάτων από το πουθενά, χωρίς να έχουν κανένα ρίσκο χρεοκοπίας (όπως άλλωστε κάνει στα πλαίσια του QE, όταν δάνεισε 40 δις € στις ισπανικές τράπεζες χωρίς να επιβαρυνθεί το χρέος της Ισπανίας, επίσης 40 δις € στην Ιρλανδία για να διασώσει το τραπεζικό της σύστημα, στην Ιταλία για να διατηρεί χαμηλά τα επιτόκια της έως ότου εκλέχθηκε η νέα κυβέρνηση της κοκ. – με μοναδική εξαίρεση ως συνήθως την Ελλάδα).
Εμποδίζεται μόνο, αν και αντιμετωπίζει τις χώρες με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, από τις συμφωνίες που έχουν υπογράψει τα μέλη της Ευρωζώνης – σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει και να διασώζει κανένα (δυστυχώς το κάνει επιλεκτικά, παραβαίνοντας τους κανονισμούς – αρκεί να μην έχει αντίρρηση η Γερμανία). Αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωζώνη – το οποίο δεν πρόκειται να επιλυθεί εάν δεν δημιουργηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, αντίστοιχες με τις Η.Π.Α.
Επειδή όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, οι χώρες της Ευρωζώνης είναι εκτεθειμένες σε απίστευτους κινδύνους – ενώ δεν διαθέτουν τη μοναδική δυνατότητα για την καταπολέμηση των προβλημάτων τους: τη νομισματική κυριαρχία. Με τον τρόπο αυτό έχουν όλες υποβαθμιστεί στο καθεστώς μίας τοπικής Αρχής ή ενός Προτεκτοράτου, χωρίς κανένα οικονομικό εργαλείο στη διάθεση τους – σε κάτι πολύ χειρότερο δηλαδή από την πρώην Σοβιετική Ένωση, η οδυνηρή κατάρρευση της οποίας είναι γνωστή, χωρίς να έχει εξαιρεθεί η Ρωσία (όπως δεν θα εξαιρεθεί η Γερμανία αντίστοιχα).
Επίλογος
Συνοψίζοντας, υπάρχουν δύο μόνο δυνατότητες για να ξεφύγουμε όλοι εμείς οι Ευρωπαίοι από την παγίδα, στην οποία μόνοι μας οδηγηθήκαμε: (α) η πραγματική ένωση της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί ολόκληρη η δύναμη της ΕΚΤ για να μεταρρυθμιστεί ριζικά η οικονομία των διαφόρων κρατών και (β) η επιστροφή στην αφετηρία, η έξοδος δηλαδή όλων των χωρών μαζί από την Ευρωζώνη, έτσι ώστε να ανακτήσουν τη μονεταριστική τους κυριαρχία και να επιλύσουν τα τεράστια προβλήματα που τους έχει προκαλέσει το κοινό νόμισμα. Ορισμένες βέβαια από αυτές τις χώρες θα χρειαστούν στήριξη – η οποία δεν είναι άλλη από το πάγωμα μέρους των χρεών τους στο διηνεκές.
Δυστυχώς η μονομερής έξοδος κάποιας χώρας, ακόμη και των ισχυρότερων οικονομικά, δεν είναι εφικτή χωρίς μεγάλες ζημίες – ενώ για τις αδύναμες είναι συνώνυμη με την αυτοκτονία, ειδικά με δημόσια εξωτερικά χρέη στο 200% του ΑΕΠ τους, όπως η Ελλάδα.
Ενδιάμεσες λύσεις δεν υπάρχουν, ενώ όσο πιο πολύ αργεί η όποια απόφαση, τόσο χειρότερα για όλα τα κράτη – κυρίως για την Ελλάδα, η οποία είναι από τις πρώτες χώρες που εγκλωβίσθηκαν στο ευρώ, στο χρέος και στα μνημόνια, από τις ανίκανες ή/και διεφθαρμένες κυβερνήσεις της, μέσα από ένα βρώμικο παιχνίδι εις βάρος των Ελλήνων (ανάλυση). Ως προτεινόμενη λύση πάντως δεν θεωρούμε την «έξοδο του Μεσολογγίου», γνωρίζοντας τα επακόλουθα της – αν και κάποια στιγμή ίσως συμβεί, αφού η ελληνική οικονομία και όχι μόνο δεν πρόκειται να λειτουργήσει ποτέ σωστά εντός αυτής της Ευρωζώνης, ενώ οι Έλληνες, αργά ή γρήγορα, θα χάσουν ότι έχουν και δεν έχουν.
 

kostas8000

Μέλος
Εγγρ.
7 Μαΐ 2011
Μηνύματα
3.222
Like
181
Πόντοι
16


Ο στραγγαλισμός της μεσαίας τάξης


Η μεσαία τάξη έχει τις εξής τρεις επιλογές: (α) είτε να συνεχίσει να αγωνίζεται για ένα μερίδιο στον πλούτο που συρρικνώνεται συνεχώς, σε ένα διαφθαρμένο σύστημα, (β) είτε να αποχωρήσει (μεταναστεύσει), αναζητώντας αλλού την τύχη της, (γ) είτε να διολισθήσει στην κατώτερη τάξη που έχει τις προϋποθέσεις για τα πλήρη κοινωνικά επιδόματα του κράτους προνοίας.
.
«Η βία δεν είναι το ίδιο με τη δύναμη και την εξουσία. Εάν η βία αποτύχει να πείσει, τότε η εξουσία «εξατμίζεται»…… Νομίζαμε ανόητα πως αποτελούσαμε τη μεσαία τάξη, έως ότου ανακαλύψαμε πως δεν είμαστε τίποτα άλλο, από θλιβερά φορολογικά υποζύγια και σκλάβοι χρέους – έχοντας μετατραπεί σε τέτοιους μέσω της κρατικής βίας, την οποία μας επέβαλλαν οι ελίτ και οι αγορές. Τότε, επειδή δεν είχαμε τίποτα άλλο πλέον να χάσουμε, εξεγερθήκαμε – αποδεικνύοντας πως πράγματι η βία που αποτυχαίνει λειτουργεί εις βάρος της εξουσίας» (C.Hugh–Smith).


Σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται πως έχουν δημιουργηθεί δύο αντιμαχόμενες πολιτικές ομάδες: οι λαϊκιστές και οι ελίτ, οι οποίες χρησιμοποιούν το όνομα «λαϊκιστές» για την πρώτη ομάδα τόσο συχνά, όσο οι «λαϊκιστές» χαρακτηρίζουν τους δεύτερους ως «ελίτ».
Στη Δύση τώρα υπάρχουν μόνο οι ακροδεξιοί «λαϊκιστές», όπως θεωρείται ο κ. Trump, οι υποστηρικτές του BREXIT, η κυρία Le Pen ή ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας – οι οποίοι ανέρχονται στην εξουσία μόνο εάν υποστηριχθούν από τα δεξιά κόμματα (στη Γαλλία η δεξιά στήριξε το Macron). Θεωρούνται δε εθνικιστές, ενώ τάσσονται υπέρ των φτωχών εισοδηματικών τάξεων και του προστατευτισμού – αλλά εναντίον του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, της πολιτικής λιτότητας, της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης, υπέρ των οποίων είναι οι «ελίτ».
Αριστεροί «λαϊκιστές» ουσιαστικά δεν υπάρχουν, όπως χαρακτηρίσθηκε η ελληνική κυβέρνηση με κριτήριο τις προεκλογικές δηλώσεις της προτού ανέλθει στην εξουσία ή οι Podemos στην Ισπανία – επειδή έχουν υποταχθεί/συμβιβασθεί με τις ελίτ. Εν προκειμένω εφαρμόζουν πιστά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική καλύτερα από τα δεξιά κόμματα, παρά το ότι δημόσια δηλώνουν την έντονη αποστροφή τους – με την έννοια πως καταφέρνουν να  διατηρούν πολύ πιο καλά υπό έλεγχο τις μάζες, ληστεύοντας τες χωρίς να εξεγείρονται. Εκτός αυτού τάσσονται υπέρ των μεταναστευτικών ροών, στραγγαλίζουν τη μεσαία τάξη, ενώ διαπλέκονται και διαφθείρονται με τις ελίτ που τους υποστηρίζουν – οπότε αποτελούν την καλύτερη σημερινή επιλογή για το «σύστημα».
Περαιτέρω, η μείωση του πλούτου και των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης δεν αποτελεί μόνο μία οικονομική τάση – αφού μεταφράζεται απ’ ευθείας στον περιορισμό της πολιτικής της δύναμης. Υπενθυμίζουμε εδώ πως ο πρόεδρος Μάο είχε πει μεν ότι, «η πολιτική εξουσία πηγάζει από την κάνη του όπλου», αλλά αυτό ισχύει μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις – αφού υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της βίας και της δύναμης/εξουσίας, ενώ μόνο η βία που στηρίζει την εξουσία πηγάζει από την κάνη του όπλου, εάν έχει βέβαια τη δυνατότητα να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να υπακούουν σε εντολές υπό το φόβο του θανάτου.
Η πραγματική δύναμη όμως σήμερα δεν πηγάζει από την άμεση βία της εποχής του Μάο, αλλά από την έμμεση – από την πεποίθηση των ανθρώπων ότι, το κράτος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει βία, εάν δεν συμμορφωθούν με τους κανόνες που τους επιβάλλει. Για παράδειγμα πως εάν δεν καταθέσουν τις φορολογικές τους δηλώσεις, εάν δεν δηλώσουν σωστά τα εισοδήματα τους ή εάν δεν πληρώνουν, θα διωχθούν ποινικά – με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να συμμορφώνονται.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν η δύναμη και η εξουσία σήμερα στηρίζονται επίσης στη βία: στην πίστη πως το κράτος (η Τρόικα ή η Γερμανία στην περίπτωση της Ελλάδας) θα μπορούσε να ασκήσει συντριπτική βία, εάν χρειαστεί – εφόσον οι άνθρωποι αντιδράσουν βγαίνοντας στους δρόμους ή πάψουν να πληρώνουν τα «χαράτσια» που τους επιβάλλονται στα περιουσιακά τους στοιχεία, παρά το ότι τα απέκτησαν με φορολογημένα χρήματα.
Ουσιαστικά εδώ ο λαός υπολογίζει το κόστος της μη συμμόρφωσης του οπότε, όταν θεωρεί πως είναι δυσανάλογο με αυτά που θα κέρδιζε ή με αυτά που έχει, επιλέγει να το αποφύγει – υπακούοντας στις εντολές του κράτους.
Εάν τώρα η Ιταλία ή Ελλάδα εγκατέλειπαν την Ευρωζώνη χωρίς να υποστούν σοβαρές συνέπειες ή η Βρετανία την ΕΕ χωρίς να τιμωρηθεί αυστηρά, τότε οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί με σχετικά αντίστοιχα προβλήματα θα πίστευαν πως το κόστος της μη συμμόρφωσης τους είναι χαμηλότερο από αυτά που θα κέρδιζαν – οπότε θα ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο. Επομένως, η αυστηρή τιμωρία της Βρετανίας είναι δεδομένη – όπως επίσης της Ελλάδας ή της Ιταλίας, εάν αποφάσιζαν να αποχωρήσουν από την Ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά, όσο πιο πολλά χάνουν οι Έλληνες από την πολιτική της Τρόικα, τόσο πιο λίγα έχουν να χάσουν ακόμη, οπότε τόσο μεγαλύτερα είναι τα ποσοστά αυτών που τάσσονται εναντίον του ευρώ – το οποίο θεωρούν ως υπεύθυνο των δεινών τους, επειδή φοβούνται να αντικρίσουν την ψυχρή πραγματικότητα, η οποία θα τους υποχρέωνε να εξεγερθούν (το ότι δηλαδή θα ληστευθούν ανεξάρτητα από το νόμισμα, έχοντας πέσει στην παγίδα του χρέους, καθώς επίσης πως το νόμισμα δεν κάνει την οικονομία, αλλά η οικονομία το νόμισμα).
Το κλειδί της έμμεσης βίας
Συνεχίζοντας, το κλειδί για την εκούσια συμμόρφωση είναι το μέγεθος του κινδύνου. Για παράδειγμα, αυτοί που κατέχουν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, με κριτήριο αυτά που οι ίδιοι θεωρούν ως σημαντικά, έχουν διαφορετικό μέγεθος κινδύνου, συγκριτικά με αυτούς που έχουν λιγότερα ή δεν έχουν καθόλου.
Ως εκ τούτου τα κράτη, ακολουθώντας τις συμβουλές των ελίτ, στηρίζουν κυρίως αυτούς που δεν έχουν καθόλου – που δεν μπορούν δηλαδή να χάσουν τίποτα. Επομένως στηρίζουν τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα όχι από σοσιαλιστική καλοσύνη, αλλά επειδή γνωρίζουν πολύ καλά ότι, δεν μπορούν να ασκήσουν έμμεση βία σε αυτούς που δεν έχουν να χάσουν τίποτα – ούτε φυσικά να τους αναγκάσουν να συμμορφωθούν εκούσια. Ως εκ τούτου, τα συμφέροντα των ελίτ συμπίπτουν σήμερα παραδόξως με τις «αριστερίζουσες» πολιτικές – οι οποίες άλλωστε μπορούν να τα επιβάλλουν καλύτερα.
Εν τούτοις, οι ελίτ δεν στηρίζουν τις  κατώτερες εισοδηματικές τάξεις με δικά τους χρήματα, αφού είναι άπληστες και αχόρταγες – αλλά με τα χρήματα της μεσαίας τάξης, η οποία εξακολουθεί να συμμορφώνεται «εκούσια», επειδή έχει ακόμη κάποια πράγματα να χάσει. Παράλληλα, με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών, οι ελίτ ληστεύουν επίσης τη μεσαία τάξη σε ολόκληρη τη Δύση – ενώ σε κράτη που έχουν υπερχρεωθεί, όπως η Ελλάδα, ληστεύουν τη δημόσια περιουσία και την εγχώρια ελίτ, επί πλέον της μεσαίας τάξης, την οποία κυριολεκτικά στραγγαλίζουν (περιορισμός του κοινωνικού κράτους, υπερβολική φορολόγηση, κατασχέσεις, πλειστηριασμοί κοκ).
Περαιτέρω, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το μερίδιο της μεσαίας τάξης στον πλούτο μειώνεται συνεχώς – γεγονός που σημαίνει ότι, η εξουσία του κράτους στη μεσαία τάξη περιορίζεται ανάλογα και χαλαρώνει επικίνδυνα. Έτσι το κίνητρο της να αγωνισθεί για να προστατευθεί, εν πρώτοις για πολιτική επιρροή, αυξάνεται.
Αντίθετα το μερίδιο της κατώτερης εισοδηματικής τάξης, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος προνοίας, παραμένει ουσιαστικά αναλλοίωτο, οπότε αυξάνεται σε σχέση με τη μεσαία – με αποτέλεσμα να μην έχει καμία σχεδόν διάθεση να αγωνιστεί. Ως εκ τούτου η ανώτατη, πιο οργανωμένη και ισχυρή, κυριαρχεί – έχοντας το μέγιστο των κινήτρων να αγωνιστεί.
Οι επιλογές της μεσαίας τάξης
Στα πλαίσια αυτά, η μεσαία τάξη έχει τις εξής τρεις επιλογές: (α) είτε να συνεχίσει να αγωνίζεται για ένα μερίδιο στον πλούτο που συρρικνώνεται συνεχώς, σε ένα διαφθαρμένο σύστημα, (β) είτε να αποχωρήσει (μεταναστεύσει), αναζητώντας αλλού την τύχη της, (γ) είτε να διολισθήσει στην κατώτερη τάξη που έχει τις προϋποθέσεις για τα πλήρη κοινωνικά επιδόματα του κράτους προνοίας.
Η μείωση τώρα του ποσοστού της μεσαίας τάξης είναι η πηγή της αδυναμίας ανάπτυξης, καθώς επίσης της μεγάλης πολιτικής αστάθειας που διαπιστώνεται στη Δύση – σε πλήρη αντίθεση με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως στο παράδειγμα της Κίνας, στην οποία η άνοδος της μεσαίας τάξης έχει αυξήσει την πολιτική σταθερότητα, με μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα για την οικονομία της παρά τα χρέη της.

Ειδικά όσον αφορά τις Η.Π.Α., στο γράφημα φαίνεται πως το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος τους από μόλις 3,084 τρις $ το 1980 (ή 38.552 $ ανά νοικοκυριό ή 79% του μέσου ετησίου εισοδήματος των νοικοκυριών), έφτασε στα 15,4 τρις $ το 2000 (147.560 $ ανά νοικοκυριό, 280% των μέσων ετησίων εισοδημάτων) και εκτοξεύθηκε στα 41,1 τρις $ το 2016 (329.961 $ ανά νοικοκυριό, 584% των μέσων ετησίων εισοδημάτων!).
Έτσι η κατώτερη τάξη θα φτάσει στο 40% του πληθυσμού, μετά στο 50% κοκ. – οπότε κάποια στιγμή δεν θα αποφευχθεί μία αιματηρή κοινωνική εξέγερση τεραστίων διαστάσεων στις Η.Π.Α. Εκτός εάν βέβαια οι ελίτ επιλέξουν έναν παγκόσμιο πόλεμο για να το αποφύγουν, καθώς επίσης για να περιορισθούν τα αστρονομικά χρέη της υπερδύναμης – τα οποία φυσικά δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθούν, όσο και αν ληστευθεί το 99% του πληθυσμού από την κυβέρνηση.
Επίλογος
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έχουμε αναφέρει πολλές φορές ότι η μεσαία τάξη οδηγείται κυριολεκτικά στο ικρίωμα από κυβερνήσεις που, εφαρμόζοντας την πολιτική των ελίτ, μοιράζουν τη φτώχεια χωρίς να ενδιαφέρονται καθόλου για την παραγωγή πλούτου – ενώ φυσικά οι «δανειστές» της χώρας φροντίζουν για τα δικά τους συμφέροντα, λεηλατώντας ότι έχει αξία στη χώρα.
Απορούμε δε με την αφέλεια ενός μεγάλου αριθμού φιλελευθέρων, οι οποίοι κατηγορούν την κυβέρνηση για τις δήθεν λανθασμένες αποφάσεις που λαμβάνει – αφού είναι εντελώς σωστές, με κριτήριο όλα όσα αναφέραμε πιο πάνω. Πόσο μάλλον όταν η κατάρρευση της μεσαίας τάξης ικανοποιεί ενδόμυχα την κατώτερη, ειδικά όταν οι δικές της απώλειες είναι πολύ μικρότερες, με αποτέλεσμα να μην επαναστατεί – ενώ φυσικά η μεσαία δεν έχει συνηθίσει να εξεγείρεται, έχοντας επί πλέον ακόμη αρκετά να χάσει.
Εκτός αυτού, η σκόπιμη τιμωρία της κατεστημένης εγχώριας ελίτ όχι λόγω της διαφθοράς της, αλλά με στόχο τη λεηλασία της από τη νέα εγχώρια ελίτ σε συνεργασία με τη διεθνή, ικανοποιεί παράλληλα τις μάζες (άρτος και θεάματα), οπότε δεν εξεγείρονται – σιωπούν δηλαδή όπως τα πρόβατα και απολαμβάνουν το θέαμα, έχοντας την ψευδαίσθηση πως δεν θα πληρώσουν οι ίδιες. 
Στα πλαίσια αυτά πιστεύουμε πως δυστυχώς οι Έλληνες θα εξεγερθούν μόνο όταν είναι πολύ αργά – όπως ακριβώς οι Ιταλοί, οι Γάλλοι, οι Αμερικανοί κοκ. Γνωρίζουμε βέβαια πως όσο πιο πολύ καθυστερεί μία εξέγερση, τόσο πιο αιματηρή είναι – εκτός εάν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα αφελληνισθεί εντελώς η χώρα, μέσω της διαστρέβλωσης της ιστορίας της, της μετανάστευσης των Ελλήνων στο εξωτερικό, της αυξημένης εισροής ξένων στην Ελλάδα κοκ.
Σε μία τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα μετατραπεί σε μία πολυπολιτισμικό αποικία, στην οποία φυσικά δεν υπάρχουν κοινωνικές αντιδράσεις – αφού το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της θα ανήκει στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία είναι πολύ πιο εύκολο να ελεγχθούν, ειδικά όταν πρόκειται για πολλές εθνικότητες, χωρίς πολιτισμό και ιστορία.
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom