Οι δέκα πληγές της Ελλάδας
Αυτός που θα ήθελε να επιλύσει πραγματικά τα προβλήματα της πατρίδας μας, θα έπρεπε προηγουμένως να θεραπεύσει όλες τις μολυσμένες εστίες στο εσωτερικό της, επάνω στις οποίες δεν μπορεί να αναπτυχθεί τίποτα υγιές – καθώς επίσης να σταματήσει αμέσως την πολιτική της υποτέλειας, των υποκλίσεων και της διεθνούς επαιτείας των κυβερνήσεων της.
«Το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν και είναι πολιτικό – αφού η Οικονομία είναι πάντοτε σε θέση να παρέχει συγκεκριμένες και αποτελεσματικές λύσεις. Αρκεί βέβαια να γνωρίζει ακριβώς ποιό είναι το εκάστοτε ζητούμενο από την Πολιτική, οπότε από την πλειοψηφία των Πολιτών που θα κληθούν να το στηρίξουν επειδή θα πρόκειται για το δικό τους συμφέρον – ενώ η μειοψηφία στις δημοκρατικές χώρες συντάσσεται ενεργητικά με τη βούληση της πλειοψηφίας.
Το πρώτο απαιτούμενο τώρα από ένα κόμμα που θέλει να κυβερνήσει, είναι η προστασία των Πολιτών από τα λάθη του, λόγω τυχόν ανεπαρκούς στελέχωσης του – κυρίως όμως από την ενδεχόμενη διαφθορά του, από τη διαπλοκή του, καθώς επίσης από τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει όχι επειδή θεωρεί πως είναι σε θέση να τις πραγματοποιήσει, αλλά για να υφαρπάξει την εξουσία με αποκλειστικό σκοπό τη νομή της. Επομένως, το κόμμα αυτό θα έπρεπε να θέσει ως προτεραιότητα του την ψήφιση νόμων, οι οποίοι θα διασφαλίζουν τους Πολίτες από τα παραπάνω – όπου ευτυχώς στην Ελλάδα δεν είναι ανάγκη να ανακαλυφθεί ο τροχός, αφού έχουμε εμπειρία από τους προγόνους μας. Για παράδειγμα, υπήρχαν μεταξύ άλλων οι εξής νόμοι στο παρελθόν, οι οποίοι φυσικά εφαρμόζονταν με μεγάλη αυστηρότητα:
(α) Η περιουσία των εκλεγομένων αρχόντων δεσμεύεται, μέχρι να αποδώσουν λογαριασμό για τα πεπραγμένα τους – δηλαδή, για την οικονομική τους διαχείριση στο διάστημα που θα κυβερνούν.
(β) Οι ψευδείς υποσχέσεις, διδόμενες ενώπιον του λαού, τιμωρούνται με θάνατο – γεγονός που σημαίνει ότι, κανένας πολιτικός δεν τολμούσε να εξαπατήσει τους Πολίτες.
(γ) Οι δωροδοκούμενοι ή καταβάλουν το ποσόν στο δεκαπλάσιο στα δημόσια ταμεία, ή τιμωρούνται σε θάνατο – οπότε δεν ήταν εύκολος ο χρηματισμός τους (η θανατική ποινή είναι φυσικά μεταφορική έννοια).
Αντίθετα όμως με όλα αυτά, τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα έχουν κακοποιήσει το Σύνταγμα, διαμορφώνοντας το έτσι ώστε να προστατεύει αποκλειστικά και μόνο τα ιδιοτελή τους συμφέροντα – με αποκορύφωμα της «απάτης» το νόμο περί ευθύνης (ανευθυνότητας) των υπουργών. Ακόμη χειρότερα, δεν σέβονται ποτέ τους νόμους που οφείλουν να απορρέουν από το Σύνταγμα και δεν τους τηρούν – σημειώνοντας ότι, παρά την κακοποίηση του που θα μπορούσε να διορθωθεί πολύ εύκολα, το Σύνταγμα μας είναι ένα από τα καλύτερα στον πλανήτη.
Στα πλαίσια αυτά, όταν ακούμε πως κάποιοι πρωθυπουργοί της Ελλάδας προειδοποιούσαν από πολλά χρόνια πριν για τους κινδύνους χρεοκοπίας της, ασφαλώς δεν τους θεωρούμε προφήτες – αφού επρόκειτο για μία αυτονόητη πρόβλεψη τους, γνωρίζοντας «εξ ιδίων» το μέγεθος της πολιτικής διαφθοράς. Κανένας άλλωστε δεν πιστεύει σοβαρά ότι, οι τεράστιες περιουσίες που συσσώρευσαν τόσο οι ίδιοι, όσο και οι υπουργοί τους, καθώς επίσης αυτοί με τους οποίους διαπλέκονταν διαφθειρόμενοι, προέρχονταν από τους μισθούς τους – οπότε λογικά προέβλεπαν πως η οικονομία δεν θα (τους) αντέξει. Συμπερασματικά λοιπόν η χώρα χρεοκόπησε πρώτα πολιτικά και μετά οικονομικά – οπότε πρέπει να προηγηθεί η πολιτική διάσωση της, για να ακολουθήσει η οικονομική”
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να προσφέρει κανείς κάτι πρακτικό στην Ελλάδα. Ο ένας είναι η ίδρυση ενός καινούργιου κόμματος, εάν πιστεύει πως η λύση μπορεί να προέλθει μέσα από την κοινοβουλευτική Δημοκρατία και όχι από την επαναστατική κατάλυση της – όπου ίσως θα χρειαζόταν η ίδρυση μίας «Φιλικής Εταιρείας», από εκείνους που είναι οπαδοί αυτής της ιδέας, δεν είχαν ποτέ ανάμιξη στην πολιτική σκηνή και ανήκουν στην τεκμηριωμένα ικανή «πνευματική, επιστημονική και ενδεχομένως επιχειρηματική ελίτ» της πατρίδας μας.
Υπάρχουν όμως ήδη σχεδόν 60 κόμματα εντός και εκτός της Βουλής, οπότε θα ήταν μάλλον ανόητη η ίδρυση ενός ακόμη – εκτός του ότι εάν δεν μπορεί να αλλάξει κανείς ένα υφιστάμενο κόμμα, εφαρμόζοντας τις δικές του ιδέες μαζί με τις ιδέες των άλλων που δεν πρέπει ποτέ να θεωρούνται αλαζονικά υποδεέστερες, τότε δεν είναι ασφαλώς σε θέση να αλλάξει τα «κακώς κείμενα» στα κόμματα και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα. Εν προκειμένω βέβαια υπάρχει σε όλες τις παρατάξεις το πρόβλημα του προέδρου τους – στον οποίο, λόγω της δομής και του καταστατικού τους, δίνονται μεγάλες εξουσίες, όπως στον πρωθυπουργό.
Εκτός αυτού οι πρόεδροι δεν δεσμεύονται συχνά ούτε από το καταστατικό, ούτε από το πρόγραμμα του κόμματος τους – ενώ κάποιοι προσπαθούν με ψέματα και με κενές υποσχέσεις να εκμεταλλευθούν τα υπόλοιπα στελέχη, μέλη και φίλους του κόμματος, χρησιμοποιώντας τους ως «κυλιόμενες σκάλες», με στόχο αποκλειστικά και μόνο τη δική τους ανέλιξη. Το γεγονός αυτό όμως ισχύει για όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές παρατάξεις, αφού πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρήσει κανείς πως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ, για παράδειγμα, έχουν λιγότερα ελαττώματα από τους υπολοίπους προέδρους – ενώ οι ίντριγκες που προκαλούνται από την ίδια τη δομή των κομμάτων, είναι σε θέση να σκοτώσουν κάθε υγιή προσπάθεια εντός τους.
Σημαίνουν όμως αλήθεια όλα αυτά ότι, δεν πρέπει να ασχοληθεί κανείς με την κομματική «βρωμιά», έτσι όπως την περιγράψαμε παραπάνω, για να μη λερώσει τα χέρια του ή από το φόβο μήπως δεν τα καταφέρει; Πως συμμετέχοντας σε ένα κόμμα «βάφεται» αυτόματα με τα χρώματα του προέδρου του, σαν να μην έχει τη δική του προσωπικότητα και τη δική του πολιτική ιδεολογία, παρά το ότι την έχει εκφράσει επαρκώς με τις συνεντεύξεις, με τις πράξεις και με τα κείμενα του; Ότι είναι καλύτερα να παραμείνει στην ουδετερότητα και στη θεωρία, για να μην «κακοποιηθεί» από εκείνους που είναι οπαδοί τέτοιου είδους ισχυρισμών; Ειδικά όταν βλέπει πως η πατρίδα του βρίσκεται κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού και κυβερνάται από μία εντελώς ανεπαρκή, εάν όχι ανίκανη πολιτική παράταξη;
Ίσως, αφού σχεδόν όλα τα ελληνικά κόμματα είναι οργανωμένα ως συμμορίες που αναζητούν συμμορίτες για τη στελέχωση τους, έχοντας μοναδικό στόχο τους την νομή της εξουσίας χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό – οπότε δεν είναι καθόλου εύκολο να ανταπεξέλθει κανείς. Στο παρελθόν έχουν άλλωστε προδοθεί πολλά από τα στελέχη τους, τα οποία πίστεψαν ανόητα πως οι εκάστοτε πρόεδροι τους είχαν ιδανικά και έντιμες ιδεολογικές αντιλήψεις – όπως στο πρόσφατο παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο στην κυριολεξία εκλάπη από το βαθύ ΠΑΣΟΚ με συνεργό τον πρόεδρο του, ή των ΑΝΕΛ που δεν σεβάσθηκαν τίποτα και κανέναν (με αποτέλεσμα τα βασικά στελέχη τους να αποχωρούν, ιδρύοντας δικά τους κόμματα για να μην προδοθούν ξανά ή για να μη χάσουν τα προνόμια τους). Είναι όμως λύση το να ιδρύει κανείς δικό του κόμμα, για να είναι ασφαλής ως πρόεδρος του;
Υπενθυμίζουμε πάντως εδώ πως «Ο επαγγελματίας πολιτικός είναι ένα ιδιόμορφο ον που γνωρίζει πώς να πλασάρει τον εαυτό του, πώς να εξασφαλίζει ψήφους, πώς να υποκλίνεται σε όσους μπορούν να τον προωθήσουν, πώς να βλάπτει όσους δεν το κάνουν, πώς να καρπώνεται τη δουλειά των άλλων, πώς να μην έχει κανέναν ηθικό ενδοιασμό, πώς να δημαγωγεί, πώς να κρύβει την ανικανότητα του, πώς να διαφθείρεται ατιμώρητος και πώς να αποφεύγει τις ευθύνες”.
Τα παραπάνω αποτελούν την πρώτη πληγή της Ελλάδας: (1) Το κομματικό κράτος που την έχει οδηγήσει στη χρεοκοπία ειδικά μετά το 2010, όπου όλες οι κυβερνήσεις υπογράφουν με κλειστά τα μάτια και ενδοτικά οτιδήποτε τους ζητηθεί, αρκεί να παραμείνουν στην εξουσία – με επόμενες τις εξής:
(2) Το πελατειακό κράτος: Οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν εκλέγονται στην Ελλάδα με αντικειμενικά κριτήρια και με γνώμονα το κοινό συμφέρον, αλλά από εκείνους τους ιδιοτελείς ψηφοφόρους που ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους προνόμια (ρουσφέτια) – συνήθως από συμπαγείς κοινωνικές ομάδες, όπως είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι. Έτσι δημιουργείται ένα ανίκανο και μη αποτελεσματικό, διογκωμένο κράτος που στηρίζεται στο μη αξιοκρατικό διορισμό των «ημετέρων» (=των δικών μας παιδιών), στη διαφθορά και στη διαπλοκή – όπου στην ουσία ορισμένες ομάδες απομυζούν αχόρταγα τον κόπο όλων των υπολοίπων. «Πελάτες» δεν είναι μόνο οι παραπάνω κοινωνικές ομάδες αλλά, επίσης, οι «ημέτεροι» επιχειρηματίες, μαζί με δημοσιογράφους και ΜΜΕ – αφού αυτά επηρεάζουν την κοινή γνώμη.
(3) Η δημόσια διοίκηση: Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, δεν μειώνεται ούτε το κράτος, ούτε είναι αποτελεσματική η δημόσια διοίκηση (πολεοδομίες, εφορίες κλπ.) – αφού οι υπάλληλοι της προσλαμβάνονται με μη αξιοκρατικά κριτήρια και λειτουργούν στη βάση προσωπικών ανταλλαγμάτων για τις υπηρεσίες τους (φακελάκια, ρουσφέτια κλπ.). Παρά το ότι λοιπόν οι Γάλλοι προσπάθησαν να την βελτιώσουν στα πλαίσια των μνημονίων, απέτυχαν παταγωδώς – κατανοώντας τελικά πως πρόκειται για ένα «κράτος εν κράτει».
(4) Οι Θεσμοί: Καμία χώρα δεν μπορεί να προοδεύσει χωρίς λειτουργικούς θεσμούς – όπως στο παράδειγμα της Κίνας που εισήλθε σε ανοδική πορεία μόνο αφού ο Μάο προέβη στο αιματηρό ξεκαθάρισμα των θεσμών της. Υπενθυμίζουμε εδώ τα εξής:
«Η βασική θέση είναι εν προκειμένω το ότι, η ανάπτυξη εμποδίζεται κυρίως από το εσωτερικό της χώρας, παρά από εξωτερικούς παράγοντες – όπως είναι η πρόσληψη σωστά εκπαιδευμένων, ικανών και παραγωγικών ανθρώπων στο γραφειοκρατικό δημόσιο σύστημα, καθώς επίσης η σημασία που δίνει η κυβέρνηση της στη μακροπρόθεσμη πολιτική σταθερότητας. Με απλά λόγια, σύμφωνα με τη μελέτη, η ύπαρξη λειτουργικών Θεσμών ήταν η αιτία της ανόδου της Κίνας πριν από τη βιομηχανική εποχή – ενώ η διάβρωση των Θεσμών αργότερα οδήγησε στην πτώση της. Εάν πράγματι ισχύει, τότε θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς κάτι ανάλογο για τη χρεοκοπία της Ελλάδας – αφού ασφαλώς ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της πατρίδας μας τις τελευταίες δεκαετίες, εκτός από τη διχόνοια, είναι τα θεσμικά της ελλείμματα (ανάλυση).
Παράλληλα οι ερευνητές τονίζουν τη σημασία του κομμουνιστικού κόμματος, όσον αφορά την εκρηκτική ανάπτυξη της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες – με την έννοια πως ο Μάο (1893-1976) ήταν αυτός που «καθάρισε» τα σημαντικότερα εμπόδια που είχαν τοποθετηθεί από τη δυναστεία των Qing (1644-1911) και τα οποία δεν επέτρεπαν τη μετατροπή της Κίνας σε μία σύγχρονη αναπτυξιακή οικονομία. Εν προκειμένω, το κομμουνιστικό κόμμα μετά το 1949 άλλαξε εκ θεμελίων κυρίως τέσσερα πράγματα:
(α) Προκάλεσε, έσπειρε καλύτερα ενθουσιασμό στον πληθυσμό της χώρας, όσον αφορά τη βιομηχανική της ανάπτυξη.
(β) Διεύρυνε τη βάση προσλήψεων στο δημόσιο, με την είσοδο ικανών στελεχών εκτός των πλαισίων του πελατειακού κράτους που έπαψε να υπάρχει.
(γ) Αύξησε σε μεγάλο βαθμό την παραγωγικότητα του δημοσίου – το οποίο θεώρησε ως το βασικότερο πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης.
(δ) Επέβαλλε σταδιακά μία θετική άποψη/αντίληψη για την παγκοσμιοποίηση – αντιμετωπίζοντας την όχι ως απειλή, αλλά ως μεγάλη ευκαιρία.
Παρά το ότι λοιπόν ξενίζει η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη της Κίνας οφείλεται στο Μάο, πολύ περισσότερο αφού ουσιαστικά ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, χωρίς τη μεσολάβηση της κομμουνιστικής επανάστασης τα αναπτυξιακά εμπόδια θα είχαν παραμείνει” (πηγή).
(5) Το Σύνταγμα της χώρας: Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το Σύνταγμα του 1975 με όλες τις αναθεωρήσεις και τις σκόπιμες «διαστρεβλώσεις» του εγκαθίδρυσε ένα πολίτευμα κλειστό, το οποίο φρόντιζε και φροντίζει μόνο για τη διατήρηση της εξουσίας των εμπνευστών του – χωρίς δυστυχώς να μεριμνάει καθόλου για τη χρηστή δημοκρατική διακυβέρνηση. Περισσότερη ανάλυση στο άρθρο της κυρίας Νομικού «Η ολιγαρχική συμμορία και το σύνταγμα της», του κ. Κοντογιώργη «Η ελληνική Ολιγαρχία» και του κ. Κασιμάτη «Το ψήφισμα της Βουλής».
(6) Η προεδρία της Δημοκρατίας: Ο νομοθέτης που συνέγραψε το ελληνικό Σύνταγμα, είχε ασφαλώς υπ’ όψιν του τους κινδύνους κακοποίησης ή/και κατάλυσης του – όπως στην περίπτωση των μνημονίων, του PSI, της αντιστροφής του δημοψηφίσματος ή της παράδοσης του ονόματος της Μακεδονίας. Ως εκ τούτου είχε προσθέσει μία ασφαλιστική δικλείδα, η οποία δεν είναι άλλη από τον εκάστοτε πρόεδρο της Δημοκρατίας – ο οποίος θεωρητικά θα έπρεπε να είναι ο καλύτερος, λογικότερος και εντιμότερος των Ελλήνων, με πρώτη προτεραιότητα του την προστασία της εθνικής τους κυριαρχίας.
Στα πλαίσια αυτά, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας νομιμοποιείται να μην υπογράψει οποιαδήποτε απόφαση θεωρεί πως είναι αντίθετη με το Σύνταγμα ή με τα εθνικά συμφέροντα της χώρας – ενώ με τον τρόπο αυτό μπορεί να υποχρεώσει την κυβέρνηση να παραιτηθεί, οπότε να διενεργηθούν εκλογές. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο – γεγονός που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πληγές της.
(7) Η Δικαιοσύνη: Πρόκειται για έναν Θεσμό που θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητος, όπως επίσης η νομοθετική (Βουλή) και η εκτελεστική (Κυβέρνηση) εξουσία – με απόλυτη προτεραιότητα του την προστασία των Ελλήνων, συχνά από τις ίδιες τις κυβερνήσεις τους, καθώς επίσης του Συντάγματος τους. Δυστυχώς όμως θεωρείται πως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο μετά την υπαγωγή της χώρας στην Τρόικα, ενώ αυτό αφορά και το Συμβούλιο της Επικρατείας (πηγή) – αν και οι γνώσεις μας εδώ είναι πολύ περιορισμένες.
(8) Η κεντρική τράπεζα: Η Ελλάδα δεν είχε ποτέ τη δική της κεντρική τράπεζα, οπότε δεν είχε ποτέ το δικό της νόμισμα και μία ανεξάρτητη νομισματική πολιτική – αφού η Τράπεζα των Ελλήνων ανήκει σε ξένους, με το δημόσιο να έχει μία αστεία συμμετοχή της τάξης του 9% (πηγή). Μετά την είσοδο της δε στην Ευρωζώνη και ιδιαίτερα μετά την επιβολή των μνημονίων, εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων κατοχής – ενώ θεωρούμε υποκειμενικά πως είναι ντροπή εάν όχι αθέμιτος ανταγωνισμός για έναν πρώην πρόεδρο της να αναλαμβάνει την προεδρία μίας ιδιωτικής κατασκευαστικής εταιρείας, όπως ο κ. Προβόπουλος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ, έχοντας προφανώς τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του και την εσωτερική του πληροφόρηση για τις τράπεζες.
(9) Η εγχώρια επιχειρηματική Ολιγαρχία: Είναι αδιανόητο για μία χώρα που κατέχει την πρώτη θέση στην παγκόσμια ναυτιλία, να ευρίσκεται στη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας – όπου εξαθλιώνονται μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, χωρίς καμία βοήθεια από αυτούς που ασφαλώς μπορούν να την προσφέρουν, ακόμη και αν θα έπρεπε να αναλάβουν τα ηνία της. Με δεδομένο δε το ότι, μία από τις μεγαλύτερες πληγές της χώρας μας είναι το λαθρεμπόριο καυσίμων, το οποίο φυσικά θα ήταν αδύνατον χωρίς τη συμμετοχή ή έστω χωρίς την ανοχή των πάμπλουτων ιδιοκτητών των διυλιστηρίων, κατανοεί κανείς την αδιαφορία της εγχώριας Ολιγαρχίας στην επίλυση των προβλημάτων της – ενώ τάθηκε από την αρχή υπέρ του εκ προμελέτης εγκλήματος των μνημονίων, ευελπιστώντας προφανώς μερίδιο από τη λεηλασία της Ελλάδας, αφού ασφαλώς γνώριζε πού οδηγούν.
(10) Το ασταθές φορολογικό και επιχειρηματικό πλαίσιο: Εκτός του ότι είναι αδύνατον να ανταπεξέλθει η χώρα με την εξοντωτική φορολογία που έχει επιβληθεί στους Πολίτες και στις εγχώριες επιχειρήσεις (οι ξένες αποφεύγουν τους φόρους με τα μέσα που έχουν στη διάθεση τους), με μηδενικές φοροαπαλλαγές και με συντελεστές που είναι σχεδόν διπλάσιοι από τις γύρω χώρες, καθώς επίσης με τεράστιους έμμεσους φόρους όπως ο ΦΠΑ που επιβαρύνουν κυρίως τα μέσα και χαμηλά εισοδήματα (ο ΦΠΑ είναι της τάξης των 15 δις € ετησίως), με εισπρακτικούς και μόνο σκοπούς, η μη ύπαρξη σταθερών κανόνων διαχρονικά απομακρύνει τους πάντες από τη διενέργεια επενδύσεων – εξυπηρετώντας απλά και μόνο το πελατειακό & κομματικό κράτος που τρέφεται και αναπτύσσεται, στο ομιχλώδες πλαίσιο που σκόπιμα συντηρεί.
Ολοκληρώνοντας, με τέτοιες πληγές είναι αδύνατον να αισιοδοξεί κανείς, όσον αφορά την έξοδο από την κρίση – γεγονός που σημαίνει πως αυτός που θα ήθελε να επιλύσει πραγματικά τα προβλήματα της Ελλάδας, θα έπρεπε προηγουμένως να θεραπεύσει όλες αυτές τις μολυσμένες εστίες, επάνω στις οποίες δεν μπορεί να αναπτυχθεί τίποτα υγιές. Είναι αλήθεια εφικτό κάτι τέτοιο;
Μπορεί να ελπίζει κανείς εάν αποφασίσει να αγωνισθεί, δουλεύοντας σκληρά και με γνώμονα μόνο το κοινό συμφέρον; Θα του το επέτρεπε η σημερινή πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική παιδεία των Ελλήνων, εκλέγοντας και στηρίζοντας τον, με όλες εκείνες τις οικονομικές και λοιπές θυσίες που απαιτούνται; Για να παραμείνω ειλικρινής, θα προτιμήσω να μην απαντήσω στο ερώτημα – θεωρώντας πως δεν θα ευχαριστούσα κανέναν.