Ο μύθος του Ελληνικού χρέους
Επίσης, ύψιστη σημασία έχει το νόμισμα στο οποίο πρέπει να αποπληρωθεί το δημόσιο χρέος. Για τις χώρες που χρησιμοποιούν το δικό τους νόμισμα, το δημόσιο χρέος διαχωρίζεται σε εξωτερικό δημόσιο χρέος και εσωτερικό δημόσιο χρέος.
Το εξωτερικό δημόσιο χρέος διαμορφώνεται από το σύνολο των χρεών του δημοσίου που είναι πληρωτέα σε ξένο νόμισμα και αποτελεί υποσύνολο του συνολικού εξωτερικού χρέους που θα οριστεί παρακάτω.
Το εσωτερικό δημόσιο χρέος είναι εκφρασμένο σε τοπικό νόμισμα και δεν περιλαμβάνεται στο συνολικό εξωτερικό χρέος.[1]
Σημαντικότερος από το δημόσιο χρέος, θεωρείται από αρκετούς αναλυτές ο δείκτης του συνολικού εξωτερικού χρέους. Το συνολικό εξωτερικό χρέος (external debt), ορίζεται ως: το σύνολο των χρεών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα πληρωτέο σε ιδιώτες (επιχειρήσεις, οργανισμούς και φυσικά πρόσωπα) που εδρεύουν στο εξωτερικό. Συνήθως το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους είναι πληρωτέο σε ξένο νόμισμα (δολάριο, ευρώ κ.λ.π.). Πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικό δείκτη ιδίως για τις χώρες που χρησιμοποιούν το δικό τους νόμισμα, καθώς αποτυπώνει το χρέος που πρέπει να αποπληρωθεί σε διεθνές συνάλλαγμα.
Το δημόσιο χρέος είναι διαχειρίσιμο όταν το μεγαλύτερο μέρος του είναι εκφρασμένο ως εσωτερικό δημόσιο χρέος, δηλαδή είναι πληρωτέο σε τοπικό νόμισμα. Η Ιαπωνία για παράδειγμα, ενώ κατέχει την πρώτη θέση στο δείκτη του δημοσίου χρέους (199% Α.Ε.Π.) δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο χρεοκοπίας διότι το μεγαλύτερο μέρος του είναι εκφρασμένο σε τοπικό νόμισμα (γιέν). Αντίθετα, στις χώρες της ευρωζώνης το δημόσιο χρέος είναι εκφρασμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ευρώ και έχει όλα τα χαρακτηριστικά που διέπουν το εξωτερικό δημόσιο χρέος.
Επίσης, η αύξηση του δημοσίου χρέους θεωρείται φυσιολογική αν ληφθούν υπόψη και οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική και παγκόσμια οικονομία τη συγκεκριμένη περίοδο. Πρωτίστως, οι συναλλαγές στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων ήταν σε δολάριο βάση του οποίου αποτιμούνταν οι αξίες όλων των εμπορευμάτων από το πετρέλαιο μέχρι τα βασικά τρόφιμα. Σε συνδυασμό με την οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία των Η.Π.Α. το δολάριο έγινε το βασικότερο αποθετικό νόμισμα στον κόσμο με αποτέλεσμα η αξία του σε σχέση με τα υπόλοιπα νομίσματα συνεχώς να ανατιμάται.
Ήταν πολύ δύσκολο για την Ελλάδα να καταφέρει να συσσωρεύσει αποθέματα σε σκληρό νόμισμα όταν υποχρεωνόταν να πληρώνει κυρίως σε ξένο νόμισμα τις εισαγωγικές τις ανάγκες. Έπρεπε λοιπόν να προσφέρει στην ελληνική αγορά αρκετό τοπικό νόμισμα για να συντηρήσει την ανάπτυξη και μετέπειτα την κατανάλωση. Πρακτικά, η προσφορά χρήματος σε μια αγορά δίνει στους πολίτες μιας χώρας μεγαλύτερη πρόσβαση στους υφιστάμενους φυσικούς, υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Επιπλέον, συντελεί στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου μιας χώρας σε όλους τους τομείς αρκεί να μην γίνεται μέσο ξένου ή ιδιωτικού δανεισμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 80 η προσφορά χρήματος έγινε μέσω εσωτερικού δανεισμού (δραχμές). Αναλυτικότερα το ελληνικό κράτος εξέδιδε ομόλογα σε δραχμές τα οποία πουλούσε στην τράπεζα της Ελλάδος. Τα χρήματα που λάμβανε το κράτος τα διοχέτευε στην ελληνική αγορά και έπειτα χρησιμοποιούσε ένα μέρος των εσόδων του για να πληρώσει το βασικό δανειστή του, την τράπεζα της Ελλάδος. Πράγματι την περίοδο 1974 έως 1986 το εσωτερικό δημόσιο χρέος ήταν εκφρασμένο σε δραχμές και αντιπροσώπευε περίπου το 90% του συνολικού δημοσίου χρέους. Το υπόλοιπο 10% που ήταν σε ξένο νόμισμα και αποτελούσε μέρος του εξωτερικού χρέους ήταν απόλυτα διαχειρίσιμο.
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η Ελλάδα διέθετε μικρό εξωτερικό χρέος και κατάφερε να αναπτυχθεί κάτι που αποτυπώθηκε όχι μόνο στην αύξηση του Α.Ε.Π. αλλά και στην πραγματική αύξηση του βιοτικού επιπέδου και της περιουσίας των πολιτών. Για παράδειγμα, οι έλληνες πολίτες κατέχουν μέχρι σήμερα, το μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στον κόσμο. Επίσης, οι καταθέσεις των ελλήνων πολιτών ήταν αναλογικά από τις υψηλότερες στην Ευρώπη έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1990[1] και αντίστοιχα ο ιδιωτικός δανεισμός ήταν από τους χαμηλότερους όχι μόνο στην ευρωζώνη των 12 αλλά στην ΕΕ των 27.
Μέχρι τα τέλη του 1990 το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί τόσο ποσοτικά όσο και ως ποσοστό του Α.Ε.Π. ξεπερνώντας το 100% του Α.Ε.Π. για πρώτη φορά το 1995. Μολονότι το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί δραματικά, και πάλι περισσότερο από το 80% ήταν αποτυπωμένο ως εσωτερικό χρέος, δηλαδή ομόλογα ελληνικού δημοσίου πληρωτέα σε δραχμές. Μόνο ένα μικρό μέρος του δημοσίου χρέους, το οποίο δεν ξεπερνούσε το 20% ήταν εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα με συνέπεια να μην αποτελεί ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα
Για παράδειγμα το Δεκέμβριο του 1999, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του εξωτερικού δημόσιου χρέους ανέρχονταν σε 6,247 δις δολάρια (περίπου 6 δις ευρώ) και ισοδυναμούσαν με το 4,5 % του Α.Ε.Π (132 δις € το 1999). Το ποσό των 6,247 δις δολαρίων ισοδυναμούσε με 1,979 τρις δραχμές με βάση τις ισχύουσες νομισματικές ισοτιμίες του 1999 και αποτελούσε μόνο το 7,3 % των καταθέσεων σε δραχμές, συνάλλαγμα και repos των επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Το ποσοστό γίνεται ακόμα μικρότερο αν συμπεριληφθούν και τα υπόλοιπα νομισματικά μεγέθη του εγχώριου ιδιωτικού τομέα όπως είναι τα τραπεζικά ομόλογα, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και οι τίτλοι του ελληνικού δημοσίου. Το άθροισμα των κεφαλαίων αυτών ξεπερνούσε τα 9 τρις δραχμές το Δεκέμβριο του 1999
Δέκα χρόνια αργότερα στα τέλη του 2009, οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (που αποτελούν υποσύνολο του συνολικού εξωτερικού χρέους) εκτοξεύτηκαν στα 78,364 δις ευρώ ήτοι στο 33,3 % του Α.Ε.Π. (235 δις € το 2009). Επίσης, το Δεκέμβριο του 2009 το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ισοδυναμούσε με το 32,9 %, των καταθέσεων ταμιευτηρίου, προθεσμίας, όψεως και repos των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που ανερχόταν σε 237,5 δις ευρώ