σύγχυση - σύγχιση, συγχέω - συγχίζω. Πρέπει να γίνεται διάκριση σημασιολογική, μορφολογική και ορθογραφική ανάμεσα στο σύγχυση «μπέρδεμα, ανακάτεμα - "νοητική" διαταραχή» και στο σύγχιση «ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμός, ταραχή». Το σύγχυση είναι παράγωγο τού συγχέω, ενώ το νεότερο σύγχιση παράγεται από ρήμα συγχίζω / -ομαι. Το ίδιο το ρ. συγχίζω / -ομαι είναι νεότερος σχηματισμός που προήλθε με μεταπλασμό από το ρ. συγχέω, από τον αόρ. συνέχυσα. που συνέπιπτε ακουστικά με τον αόρ. των ρημάτων σε -ίζω (πβ. ζωγραφώ - ζωγράφησα - ζωγραφίζω - ζωγράφισα). Η παραγωγή από το ουσιαστικό σύγχυση (υποχωρητικά) δεν είναι πειστική. Η σημασιολογική διαφορά υφίσταται και ανάμεσα στα ρήματα: συγχέω «μπερδεύω, ανακατεύω», ενώ συγχίζω «προκαλώ ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμό, ταραχή» και συγχίζομαι «αναστατώνομαι ψυχικά, εκνευρίζομαι» (πβ. και μτχ. συγχισμένος «αναστατωμένος, εκνευρισμένος»).
Μπαμπινιώτης (σελίδα 1697)