Από πού προέρχεται το αλάτι της θάλασσας
Το θαλασσινό νερό περιέχει διαλυμένες οργανικές και ανόργανες ουσίες, καθώς και αέρια.
Επιπλέον, περιέχει μεγάλες ποσότητες αιωρούμενης σωματιδιακής ύλης. Κύρια συστατικά του θαλασσινού νερού είναι το χλώριο και το νάτριο. Η συνολική συγκέντρωση των διαλυμένων αλάτων υφίσταται διακυμάνσεις, καθώς το θαλασσινό νερό δέχεται κατά τόπους μεγάλες ποσότητες γλυκού νερού, όπως βροχή, χιόνι, ποτάμια ή νερό από την τήξη παγόβουνων. Η αλμυρότητα (περιεκτικότητα σε αλάτι) στις ανοιχτές θάλασσες κυμαίνεται μεταξύ του 34% και 37%. Κατά συνέπεια, η περιεκτικότητα είναι μικρότερη σε περιοχές όπου υπάρχουν πολλές βροχοπτώσεις, καθώς και στις περιοχές όπου υπάρχει αθρόα εισροή γλυκού νερού από μεγάλους ποταμούς που εκβάλλουν στη θάλασσα. Άλλες φορές, πάλι, η περιεκτικότητα μπορεί να αυξηθεί λόγω εξάτμισης σημαντικών ποσών θαλασσινού νερού. Οι θάλασσες απέκτησαν τα σύγχρονα χαρακτηριστικά τους ίσως 1,5 έως 2 δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Παλιότερα η περιεκτικότητα της θάλασσας σε αλάτι θεωρούνταν ότι αντιπροσώπευε την ποσότητα των αλάτων που προέρχονται από τη διάβρωση των πετρωμάτων, τα οποία μεταφέρονται στις θάλασσες με τη ροή των ποταμών. Όμως με τη διεύρυνση των γνώσεων που αφορούν στην ηλικία της Γης, διαπιστώθηκε ότι ο χρόνος συσσώρευσης της συνολικής ποσότητας αλάτων, καθώς και της μάζας κάθε άλατος χωριστά, είναι πολύ μικρότερος από την ηλικία της Γης. Με τους σημερινούς ρυθμούς προσφοράς αλάτων από τους ποταμούς υπολογίζεται ότι χρειάστηκαν περίπου 12 εκατομμύρια χρόνια για να συγκεντρωθεί στις θάλασσες η συνολική μάζα αλάτων. Η θάλασσα είναι σαν χημικός αντιδραστήρας. Δεν πρόκειται για απλό συσσωρευτή αλλά για σταθερό σύστημα, στο οποίο οι ρυθμοί εισόδου υλικών αντισταθμίζονται από τους ρυθμούς εξόδου. Η σύστασή της ίσως καθορίζεται από μια χημική ισορροπία στην οποία συμμετέχουν το θαλασσινό νερό και τα ορυκτά, που απαντούν στα θαλάσσια ιζήματα. Πιστεύεται, επίσης, ότι ορισμένα ορυκτά άλατα προέρχονται από τον υποκείμενο γήινο φλοιό κι έχουν συσσωρευτεί στα κοιλώματα του βυθού.