Γειά σας φανταράκια μας, πέρα στην Αλβανία,
που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ’ ανδρεία.
Κι εσύ βρε Πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις,
το θάνατο στους Ιταλούς, καθημερνώς σκορπίζεις.
Τους έχεις κόψει τα φτερά, τους έκανες σμπαράλια,
τον Ντούτσε τον ξευτέλισες, τον έχεις κάνει χάλια.
Τζιάνο γι’ αυτό που έκανες, γοργά θα μετανοιώσεις,
σαν θα σε πιάσει ο Εύζωνας, όλα θα τα πληρώσεις.
Βρε γρουσούζη Μουσουλίνι,
πού’ν’ τα τόσα μεγαλεία,
που ‘ταζες κάθε λιγάκι,
στην καημένη Ιταλία;
Την ετάραξες στην πείνα
κι είναι πια ξελιγωμένη,
μονάχα η δική σου τσέπη,
είναι παραφουσκωμένη.
Τα καημένα τα παιδιά της,
δεν τολμούν να πουν κουβέντα,
τους εράψατε το στόμα,
συ, ο Τζιάνος και η Έλντα.
Μουσουλίνι άλλαξε γνώμη,
έλα πια στα συγκαλά σου,
γιατί έφτασε η ώρα,
να τινάξεις τα μυαλά σου.
Ο Μπενίτο κάθε βράδυ, στο Παλάτσο ξενυχτάει,
για να μάθ’ έχει μανία, κάτι από την Αλβανία.
Το τηλέφωνο στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι,
πες μου φίλε Καβαλλέρο, το τι γίνεται να ξέρω.
Άκου Ντούτσε μου τα νέα, φίνα, σοβαρά κι ωραία,
ένα μπρος και δέκα πίσω, πώς να σου τ’ ομολογήσω.
Τι χαμπέρια να σου στείλω, που μας ρήμαξαν στο ξύλο,
μας τσακώνουνε αράδα και μας στέλνουν στην Ελλάδα.
Κένταυροι και Βερσαλιέροι, όλος ο ντουνιάς το ξέρει,
πως κι οι τρομεροί μας “Λύκοι”, κάθε μέρα και μια νίκη.
Τους τσακώνουνε κοπάδια, οι τσολιάδες τα λιοντάρια,
και τους πάνε στην Αθήνα, κι έτσι τη περνούνε φίνα.
Ο Μπενίτο χρώμα αλλάζει και τον Γκάιντα του φωνάζει,
βάλε μπρος τη μηχανή σου και την όμορφη φωνή σου.
Πες πως έχουμε μια νίκη και το μέλλον μας ανήκει,
μπρος γκρεμνός και πίσω ρέμα, μέσα στ’άλλα κι άλλο ψέμα