Ο Γιώργος Θαναηλάκης αποτελεί τον άνθρωπο που έψαχνε ο Ολυμπιακός από την αρχή της χρονιάς και απορώ πώς δεν τον είχε ανακαλύψει τόσο καιρό ενώ τον είχε στα πόδια του (εργάζετα στα "Παραπολιτικά FM") Είναι κρίμα μόνο που αυτός ο «γάμος» συνέβη στο άδοξο φινάλε της ευρωπαϊκής σεζόν των Πειραιωτών κι έτσι χάσαμε μερικές ακόμα επικές βραδιές, ατόφιας, γνήσιας φουστανέλας, από εκείνες που δίνουν τροφή για χαβαλέ στα social media και στέλνουν την ελληνική, αθλητική δημοσιογραφία μερικά σκαλιά πιο κάτω, προς το υπόγειο της τελεσίδικης ανυποληψίας.
Ακούσαμε πολύ ωραία πράγματα. Δεν θα αναφερθώ στις ενοχλητικές κραυγές του δημοσιογράφου, ο οποίος φωνάζει με τον ίδιο τρόπο είτε περιγράφει Ολυμπιακός – Άντερλεχτ, είτε Ινγκολσταντ – Άουξμπουργκ. Θα αναφερθώ στην εκκωφαντική σιγή του όταν είδε στο ριπλέι το ανύπαρκτο πέναλτι υπέρ των γηπεδούχων. Και κατ΄ αντιστοιχία, στο εκκωφαντικό «αν είναι δυνατόν, αν είναι δυνατόν» στη φάση όπου ο Μποτία ζητάει πέναλτι. Στο «έχει βγει η μπάλα» λίγο πριν το γκολ της ισοφάρισης της Άντερλεχτ, όταν δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία για άουτ. Σε καμιά δεκαριά αντίστοιχες φάσεις που είδε φάουλ, κράτημα, χέρι ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, πάντα υπέρ του Ολυμπιακού. Στα φτωχά ελληνικά και την απολύτως φλατ ανάλυση του σχολιαστή Πέτρου Μίχου, το μοναδικό προσόν του οποίου προκειμένου να πάρει μικρόφωνο και να μας ταλαιπωρεί επί 120 λεπτά είναι η ολυμπιακοφροσύνη του. Στην τριτοκοσμική επιλογή να βλέπουμε τα επίμαχα ριπλέι μία φορά, όταν δεν συνέφερε τον Ολυμπιακό, και κάμποσες όταν τον συνέφερε.
Θα αναφερθώ συνολικά τέλος πάντων, σε μια μετάδοση φοβική, νοθευμένη, σχεδόν ανήθικη και εντέλει απολύτως υποτιμητική για οποιονδήποτε τηλεθεατή δεν έχει καμένο , οπαδικό εγκέφαλο. Μια μετάδοση ντροπής!
Κι εκείνος που οφείλει περισσότερο να ντρέπεται, δεν είναι ο Θαναηλάκης. Στο κάτω – κάτω, πόση δύναμη δικαιούμαστε να απαιτούμε από την συνείδηση ενός απλού εργαζομένου στη σημερινή Ελλάδα, ειδικά όταν κουβαλάει στην πλάτη του οικογένεια και παιδιά και γνωρίζει τι έχει συμβεί στους συναδέλφους του που επιχείρησαν να περιγράψουν όσα έβλεπαν στο χορτάρι και όχι όσα θα ήθελε ο Ολυμπιακός να δουν;
Το μεγαλύτερο μέρος της ντροπής δεν βαραίνει καν το επικοινωνιακό επιτελείο του Ολυμπιακού, το οποίο ναι μεν αντιλαμβάνεται την αδιαπραγμάτευτη υποτέλεια ως προσόν για έναν δημοσιογράφο, αλλά για να το πω απλά, βρίσκει και τα κάνει.
Το μεγαλύτερο μέρος της ντροπής, βαραίνει τους διοικούντες τον ΟΤΕ – TV. Τους παράγοντες με τους μεγαλόστομους τίτλους που ενδιαφέρονται περισσότερο να μην γκρινιάξουν μερικά κακομαθημένα παιδάκια στην ΠΑΕ Ολυμπιακός, παρά να προστατέψουν τους εργαζομένους της από την δημόσια γελοιοποίηση.
Αυτό εν προκειμένω. Εν γένει , το μεγαλύτερο μέρος της ντροπής βαραίνει όλους έμας, τους υπόλοιπους αθλητικούς δημοσιογράφους, όσους θεωρούμε τους εαυτούς μας "κανονικούς". Διότι με την αδιαφορία ή το φόβο μας, σε κάθε περίπτωση με την ανοχή μας, επιτρέψαμε επί σειρά ετών σε κάποιες ΠΑΕ να υπαγορεύουν το είδος της δημοσιογραφίας που τους αρέσει.
Επιτρέψαμε σε εκλεκτούς «συναδέλφους» να οπαδογραφούν με λυσσαλαία χυδαιότητα και να περιφέρονται ανάμεσα μας με δημοσιογραφικές, επαγγελματικές ταυτότητες , ίδιες με τις δικές μας.
Επιτρέψαμε σε εκλεκτά ΜΜΕ να χύνουν συστηματικά δηλητήριο στο μυαλό των πελατών τους. Και κάπως έτσι, εκπαιδεύσαμε ερήμην μας, ένα οπαδικό κοινό, πανέτοιμοι να δεχθεί ως λογική την απόλυση Σπυρόπουλου, αφού «είναι αντι - Ολυμπιακός και προσβάλλει την ομαδάρα» και ως περίπου κανονική την περιγραφή Θαναηλάκη!
Και το χειρότερο; Συνεχίζουμε εξίσου αδιάφοροι και φοβισμένοι να χασκογελάμε και να κάνουνε πλακίτσα στο ίντερνετ με τον Θαναηλάκη, ενώ κατά βάθος ξέρουμε ότι εύκολα θα μπορούσαμε να βρεθούμε στη θέση του.
Εγώ λοιπόν, σας το λέω ειλικρινά, την ώρα του αγώνα ντρεπόμουν με όσα άκουγα. Ντράπηκε άραγε κάποιος άλλος;