[ ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ ]
Μεταξύ ζωής και θανάτου
Στην Ελλάδα ζούμε μέρες αιωνιότητας
Του Αλέξη Καλοκαιρινού TA NEA
Σ΄αυτήν τη χώρα δεν μπορείς να αυτοκτονήσεις. Πρώτον, δεν πετυχαίνει. Δεύτερον, αν τολμήσεις να το επιχειρήσεις, κάηκες (ζωντανός: Και πάλι δεν πεθαίνεις).
Στην ελληνική επικράτεια των Μέσων, η απόπειρα αυτοκτονίας λογίζεται ως τεκμήριο ενοχής. Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο των Οκτώ, αυτοκτονία για λόγους προσωπικής τιμής δεν νοείται. Αντιθέτως, η πράξη δεν μπορεί να οφείλεται παρά στον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η ιδιοτελής παράνομη δραστηριότητα του υποψήφιου αυτόχειρα. Ειδικότερα, η απόπειρα αυτοκτονίας δημοσίου προσώπου εν Ελλάδι αναμφιβόλως δηλοί οικονομικό έγκλημα μεγάλης κλίμακας. Οι «αναλυτές» δεν έχουν ακόμη καταλήξει στην ταρίφα αυτοκτονίας γενικού γραμματέα αλλά κοντά βρίσκονται, συνεκτιμώντας και τα ποσά για τα οποία οι συνάδελφοί τους αποκλείεται να αυτοκτονήσουν. Όποια κι αν είναι η έγκυρη απάντηση στο «πόσο πάει» της αυτοκτονίας, η πράξη δεν είναι μόνον ανεπίτρεπτη αλλά και μάταιη: δεν μπορείς να πάρεις στον τάφο σου μυστικά που η ίδια η πράξη σου θεωρείται ότι αποκαλύπτει. «Όλα στο φως» σημαίνει ότι και η δροσερή σκιά του θανάτου έχει εξαλειφθεί. Ανάπαυση δεν υπάρχει. Η ζωή είναι υποχρεωτική. Στην Ελλάδα ζούμε μέρες αιωνιότητας. Τα προβλήματα των θνητών, που μας απασχολούσαν άλλοτε, έχουν εκλείψει.
Όμως, πάλι, δεν πρόκειται ακριβώς για ζωή. Η αποτυχία του ιδιωτικού θανάτου φαίνεται να μεταγγίζεται στη δημόσια ζωή ως ασφυξία. Στη χώρα αυτή υπάρχουν άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να πεθάνουν και άλλοι, περισσότεροι, που δεν καταφέρνουν να ζήσουν. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ανήκουν στη δεύτερη ομάδα. Δεν είναι ακριβώς νεκρές αλλά παρά τα εξωτερικά σημάδια ζωής, πλανάται η μακάβρια υποψία ότι ένας παρασιτικός εισβολέας τις έχει παραλύσει και τους τρώει τα σωθικά.
Οι πολιτικοί μας άρχοντες, από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80, έπαιξαν ένα βρώμικο παιχνίδι και το έχασαν. Πίστεψαν ότι θα κρατούσαν όμηρο την τηλεόραση διά της πελατειακής ανομίας. Αλλά πελάτες κατέληξαν οι ίδιοι. Οι όροι αντιστράφηκαν και οι «κυρίαρχοι» πολιτικοί μεταβλήθηκαν σε ξενιστές: τους διατηρούν στη ζωή οριακά, για την τρυφερή τους σάρκα.
Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ήθελε πολύ το Βουλευτήριο για να μεταφερθεί στη Ζούγκλα. Εκεί πλέον εκτρέφονται, συστηματικά και διαπαραταξιακά, οι βουλευτές-μαϊμούδες. Με την ανοχή και, ίσως, την ενθάρρυνση των κ.κ. Καραμανλή και Παπανδρέου, οι βουλευτές-μαϊμούδες εξακολουθούν να χειροκροτούν τσιρίζοντας και να συνεργούν χειρονομώντας στις εγκληματικές πρακτικές της «αποκαλυπτικής» τηλεδημοσιογραφίας.
Σήμερα τα μεγάλα κόμματα πληρώνουν τα επίχειρα της συμπαιγνίας τους με τη μιντιακή εξουσία. Κυριότερα, η ημιπαράλυτη κυβέρνηση παρέλυσε ολότελα περιμένοντας την ετυμηγορία του εκπαιδευτή των στελεχών της. Ένας εξαιρετικά αλτικός βουλευτής βγήκε στο κλαρί (πού αλλού;). Εκεί έχουμε φτάσει: η αξιοπιστία του βουλευτή να τίθεται επίσημα υπό την αίρεση της προσκόμισης στοιχείων- προϊόντων εγκλήματος (λαθραίας καταγραφής). Εφόσον το προϊόν εγκλήματος υφίσταται, το κυβερνών κόμμα παρακαλεί τον «παραγωγό» να το εμφανίσει ταχέως. Όμως, επίσης εφόσον το προϊόν εγκλήματος υφίσταται, το κυβερνών κόμμα θα είναι ευγνώμον στον «παραγωγό» αν δεν το εμφανίσει καθόλου.
Εικάζεται, πάντως, ότι ο εκπαιδευτής των μαϊμούδων θα επιτρέψει τελικά στον Πρωθυπουργό να συνεχίσει να παριστάνει ότι κυβερνά. Θα τον διατηρήσει, δηλαδή, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, ως χρήσιμο ξενιστή.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι η ξεδιάντροπη αλληλο-αποκάλυψη της πραμάτειας των εκδικητών δημοσιογράφων- μεγαλοεκδοτών πλήττει το σύστημα διακυβέρνησης. Είναι επίσης κατανοητό ότι συνειρμικά δεν μπορεί να αφήσει αλώβητη τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση. Όμως, η αποτυχία της τελευταίας να επιστρέψει στη ζωή οφείλεται κυρίως στη δική της παθολογία.
Το ντόμινο της ελληνικής δημόσιας ζωής ολοκληρώνεται με τον τελευταίο αδύναμο κρίκο: όσο πέφτει η «δημοσιογραφία» τόσο περισσότερο πέφτει η πολιτική. Και όσο πέφτει η πολιτική τόσο περισσότερο πέφτει ο φορέας εκείνος στον οποίο φυσιολογικά θα μετατοπιζόταν η προσδοκία των πολιτών. Όμως, η επένδυση της προσδοκίας προϋποθέτει ότι ο φορέας της εκπέμπει, τουλάχιστον, σημεία ζωής.
Πράγματι, η πολιτική παρουσία εν γένει περιέχει μια υπόσχεση για το μέλλον. Αλλιώς μεταβάλλεται σε πολιτική απουσία την οποία δεν αναπληρώνει η φυσική παρουσία του πολιτικά απόντος. Το αποτέλεσμα είναι η απόκοσμη εμφάνιση των πολιτικών εκείνων που ανοιγοκλείνουν το στόμα τους και βγάζουν γνώριμους ήχους που το μυαλό μας αρνείται πεισματικά να προσλάβει ως λόγο πολιτικό. Ο πολίτης οδηγείται στη διάγνωση ότι στον πολιτικό χώρο όπου συμβαίνουν αυτά δεν υπάρχει ζωή.
Όπως φαίνεται, λοιπόν, πολλοί στην Ελλάδα προσπαθούν αυτό που η αξιωματική αντιπολίτευση έχει ήδη επιτύχει. Από αυτή την άποψη, το ελληνικό ντόμινο θα έπρεπε ίσως να αναγνωστεί με την αντίστροφη φορά.