'Έχω χύσει μέσα σε στόματα. Έχω χύσει πάνω σε πρόσωπα. Έχω χύσει μέσα σε αιδοία. Έχω χύσει πάνω σε στήθη. Έχω χύσει μέσα σε χέρια. Έχω χύσει πάνω και μέσα σε κώλους. Έχω χύσει πάνω σε πλάτες. Έχω χύσει μέσα σε μαλλιά. Έχω χύσει πάνω σε μπούτια. Επί του παρόντος, λιγότερο με ταράζει ένα μικρό απ’ ό,τι ένα μεγάλο σοκ. Υπάρχουν λέξεις που τις χρησιμοποιώ πάντα συνοδεία μιας άλλης, ας πούμε η λέξη «φέξη». Δεν προσέχω σκουλαρίκια, κολιέ, δαχτυλίδια και βραχιόλια, παρά μόνο αν είναι τα σαρκάσω. Τα διαμάντια και τα γούνινα παλτά μ’ αρρωσταίνουν. Ζητάω διάφορες εκτιμήσεις. Δεν μετανιώνω που δεν έχω ξεσκεπάσει τίποτα ή κανέναν. Μπορώ να δώσω λεφτά στα κάλαντα, αλλά δεν παίρνω το καλαντάρι. Δεν έχω πρόβλημα να πληρώσω τους μουσικούς σ’ ένα εστιατόριο για να σταματήσουν να παίζουν. Δεν περιμένω τις εκπτώσεις για να ψωνίσω. Η λέξη «λουκούμι» μου φέρνει στο νου κάτι παιδοφιλικό. Όταν κοιτάζω μια φράουλα, σκέφτομαι μια γλώσσα· όταν τη γλείφω, ένα φιλί. Αντιλαμβάνομαι γιατί το μαρτύριο της σταγόνας είναι μαρτύριο. Ένα κάψιμο στη γλώσσα μου έχει γεύση. Οι αναμνήσεις μου, καλές ή κακές, είναι θλιβερές σαν πράγματα νεκρά. Ένας φίλος μπορεί να με απογοητεύσει, αλλά όχι ένας εχθρός. Ρωτάω την τιμή πριν ψωνίσω. Δεν πάω πουθενά με κλειστά τα μάτια. Παιδί, δεν είχα καλό γούστο στη μουσική. Όταν αθλούμαι, βαριέμαι μετά από μια ώρα. Το γέλιο μού κόβει κάθε ερωτική διάθεση. Συχνά, θα ήθελα να είναι αύριο. Η μνήμη μου είναι δομημένη σαν φωτορυθμικό. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν ακόμα γονείς που φοβερίζουν τα παιδιά τους με τη βίτσα. Η φωνή, οι στίχοι και το πρόσωπο του Ντανιέλ Νταρκ μ’ έκαναν να μπορώ ν’ ακούω γαλλικό ροκ. Οι πιο ωραίες συζητήσεις μου ανατρέχουν στην εφηβεία μου, μ’ έναν φίλο με τον οποίο πίναμε κοκτέιλ που φτιάχναμε ανακατεύοντας στην τύχη ποτά της μητέρας του, μιλούσαμε ώς τα ξημερώματα στο σαλόνι εκείνου του μεγάλου σπιτιού που το είχε επισκεφθεί και ο Μαλαρμέ, εκείνες τις νύχτες εκφωνούσα λόγους περί έρωτος, πολιτικής, Θεού και θανάτου απ’ τις οποίες δεν έχω συγκρατήσει λέξη, αν και πολλούς απ’ αυτούς τους συνέλαβα την ώρα που κυλιόμουν στο χώμα, πολλά χρόνια αργότερα ο ίδιος φίλος είπε στη γυναίκα του ότι είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι τη στιγμή που έφευγαν για να πάνε να παίξουν τένις, κατέβηκε στο υπόγειο και φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του με το τουφέκι που το είχε έτοιμο. Έχω αναμνήσεις από κομήτες με ουρές από αστερόσκονη. Διαβάζω το λεξικό. Έχω μπει σ’ ένα λαβύρινθο που λέγεται Παλάτι των Κατόπτρων. Αναρωτιέμαι πού πηγαίνουν τα όνειρα που δε θυμάμαι. Δεν ξέρω τι να κάνω τα χέρια μου όταν δεν έχουν τίποτα να κάνουν. Παρ’ όλο που ποτέ δεν είναι για μένα, πάντα γυρίζω όταν ακούω σφύριγμα στο δρόμο. Τα επικίνδυνα ζώα δε με φοβίζουν. Είδα την αστραπή. Λυπάμαι που δεν υπάρχουν τσουλήθρες για ενήλικους. Έχω περισσότερους τόμους Α΄ από τόμους Β΄. Η ημερομηνία γεννήσεώς μου στην ταυτότητά μου είναι λάθος. Δεν είμαι σίγουρος ότι ασκώ επιρροή. Μιλάω στα πράγματά μου όταν είναι λυπημένα. Δεν ξέρω γιατί γράφω. Προτιμώ το ερείπιο απ’ το μνημείο. Διατηρώ την ψυχραιμία μου σε επανασυνδέσεις. Δεν έχω τίποτα εναντίον των ρεβεγιόν. Τα δεκαπέντε χρόνια είναι το μέσον της ζωής μου, όποια κι αν θα ‘ναι η ημερομηνία θανάτου μου. Πιστεύω πως υπάρχει ζωή μετά τη ζωή, αλλά όχι θάνατος μετά το θάνατο. Δεν αναρωτιέμαι αν μ’ αγαπούν. Μόνο μία φορά μπορώ να πω ειλικρινά: «Πεθαίνω». Ίσως η ωραιότερη μέρα της ζωής μου έχει περάσει.''
Εντουάρ Λεβέ, Αυτοπροσωπογραφία, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Opera