παραθετω ενα αρθρακι απο το blog "θεωρειν"
Τους τελευταίους μήνες οι οικονομίες της Αμερικής και της Αγγλίας ταλανίζονται από μία χρηματοοικονομική κρίση, η οποία έχει σταδιακά εξελιχτεί σε απειλή για οικονομική ύφεση. Η κρίση ξεκίνησε από μία μορφή δανεισμού με παραλήπτες υψηλού ρίσκου, καθώς και αγοραπωλησιών δανείων υψηλού ρίσκου per se. Οι οικονομίες της δύσης μόλις έχουν αρχίσει να νιώθουν το συνολικό κόστος: μόνο στην Αμερική, σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι με στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου κινδυνεύουν, μέχρι σήμερα, να χάσουν τα σπίτια τους, και χιλιάδες άλλοι θα χρειαστεί να κηρύξουν πτώχευση, για να πληρώσουν το κόστος της υπερ-έκθεσης ορισμένων μεγάλων τραπεζών στο ρίσκο. Ταυτόχρονα οι πρόεδροι και διευθυντές εμπλεκόμενων τραπεζών παραιτούνται, δρέποντας κάποια επιδόματα εκατομμυρίων για τη (νοσηρή) συνεισφορά τους στην κερδοφορία τραπεζών που ευθύνονται, εν μέρει, για τη κρίση. Όταν κάποιος θεσμικά υπεύθυνος για την οικονομική ευρωστία εκατομμυρίων ανθρώπων αποκομίζει ένα αστρονομικό επίδομα, μολονότι ενεργά προκάλεσε -λόγω αμέλειας ή ανοησίας- την περιουσιακή καταβαράθρωση χιλιάδων, κάτι δεν πηγαίνει καλά (δηλαδή: κάτι δεν πηγαίνει καλά με ένα κοινωνικό σύστημα που επιτρέπει ή ανέχεται μία τέτοια τάξη πραγμάτων).
Παρόμοιες κρίσεις δεν έχουν λείψει από τον διεθνή καπιταλισμό τα τελευταία 10 χρόνια (βλ. τις χρηματοοικονομικές κρίσεις της Νοτιοανατολικής Ασίας (1997), της Ρωσίας (1998), της Τουρκίας (2000), της Αργεντινής (2001), κλπ.) Κάποιες από αυτές οφείλονταν, τουλάχιστον εν μέρει, σε υπερδανεισμό από μεγάλες τράπεζες και κυβερνήσεις (όπως της ΝΑ Ασίας και της Αργεντινής), άλλες σε κακοδιαχείριση και υπερβολική έκθεση σε κίνδυνο (όπως της Τουρκίας και της Αργεντινής) και άλλες σε πλήρη αποτυχία της αγοράς. Ωστόσο αυτή τη φορά η κρίση γεννήθηκε στο επίκεντρο των παγκοσμίων κεφαλαιαγορών, τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, και μάλιστα σε μία περίοδο σχετικά ευοίωνη για την παγκόσμια οικονομία.
Η πιο πρωτόγονη άσκηση λογιστικής δείχνει πως μία οικονομία -όπως ένα νοικοκυριό- δεν μπορεί να ξοδεύει για πάντα περισσότερο απ’ότι δανείζεται. Τα τελευταία 10 χρόνια η αμερικανική οικονομία δανείζεται ασταμάτητα: η ιδιωτική αποταμίευση πέφτει από το 1997, ενώ η περικοπή της φορολογίας το 2000 από τους ρεπουμπλικάνους, καθώς και το κόστος της εισβολής στο Ιράκ, έχουν ρίξει στο κόκκινο τη δημόσια αποταμίευση. Γι’αυτό άλλωστε το αμερικανικό ισοζύγιο πληρωμών, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα σε πόρους που εξάγονται από τη, και πόρους που εισάγονται στη, χώρα είναι τόσο ελλειματικό: ο υπόλοιπος κόσμος αποταμιεύει για να χρηματοδοτήσει την αμερικανική κατανάλωση. Αυτό δεν είναι περίεργο, ή παράδοξο: πολλές χώρες, όπως η Ιαπωνία, κατέχουν μεγάλα ποσοστά αμερικανικών ομολόγων -και άρα αμερικανικού δημοσίου χρέους- για ιστορικούς και πολιτικούς λόγους (για συναφή στοιχεία, δες εδώ). Όσο οι επενδυτές των χωρών αυτών έχουν κάποια εμπιστοσύνη στο δολάριο, θα συνεχίσουν να κρατούν αμερικανικά ομόλογα. Αν πάψουν να έχουν εμπιστοσύνη στο νόμισμα, τότε η αμερικανική κατανάλωση θα πρέπει να καλυφθεί από εγχώριους πόρους (viz. ιδιωτική ή δημόσια αποταμίευση). Αλλά, τουλάχιστο προς το παρόν, ο αμερικανικού τύπου -μανιώδης- καταναλωτισμός δεν φαίνεται να απειλείται.
Υπάρχουν διαφωνίες αναφορικά με τα ακριβή αίτια της κρίσης υπερδανεισμού στις αγορές subprime. Όμως οποιαδήποτε λογική διάγνωση του φαινομένου οφείλει να λάβει υπόψη της οτι η ελεύθερη αγορά, εδώ όπως και σε παλιότερες κρίσεις, απέτυχε να αξιολογήσει σωστά τη τιμή του ρίσκου. Η κερδοσκοπία, τουλάχιστον όπως εκδηλώνεται στις χρηματαγορές και τα χρηματιστήρια, είναι θρασύδειλη: επωμίζεται υπερβολικά χαμηλό ρίσκο όταν όλοι οι κερδοσκόποι είναι επιφυλακτικοί, και υπερβολικά υψηλό ρίσκο όταν όλοι οι κερδοσκόποι αυθαδιάζουν (γι’αυτό άλλωστε, διάσημοι bourgeois οικονομολόγοι όπως ο J.M. Keynes παρομοίαζαν τις χρηματαγορές με τα καλλιστεία ομορφιάς του καθημερινού τύπου). Αυτή η κυκλική τάση υπερ- και υπο-τίμησης του ρίσκου φαίνεται πως είναι ενδημική στην κερδοσκοπική δραστηριότητα, πράγμα το οποίο δεν εξηγεί μόνο κρίσεις όπως η subprime, αλλά και τις τεράστιες ταλαντεύσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε χώρες της ΝΑ Ασίας το 1997, την κρίση dot-com του 1999, την σταθερή υπερτίμηση συναλλαγματικών ισοτιμιών (όπως της στερλίνας -για μία συναφή μελέτη δες εδώ), κ.ο.κ.
Όπως συμβαίνει συνήθως, έτσι και τώρα, η κρίση subprime θα επεκταθεί σταδιακά σε όλες τις τράπεζες και επιχειρήσεις, αμερικανικές και μη, με βρώμικα δάνεια. Παράλληλα η προσφορά δανείων σταδιακά θα πέσει, καθώς οι τράπεζες προσπαθούν να περικόψουν τις ζημίες τους, πιέζοντας προς τα πάνω τα επιτόκια για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια. Οι κεντρικές τράπεζες ήδη τρέχουν πίσω από διάφορους χρηματοοικονομικούς γίγαντες για να ενισχύσουν τη ρευστότητα και να περικόψουν τα επιτόκια, φοβούμενες οικονομική ύφεση. Την ίδια στιγμή πολλές μεγάλες τράπεζες (όπως η Goldman Sachs) διακηρύσσουν πόσο αλώβητες και ατραυμάτιστες παραμένουν από την κρίση. Εντούτοις λίγοι αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο περιορίζονται οι χρηματικές απώλειες, viz. με την αύξηση των κατασχέσεων, με περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, περαιτέρω αύξηση των κατασχέσεων, κλπ. Σε περιόδους κρίσης, μία απλή μέθοδος συντήρησης της κερδοφορίας μιας μεγάλης τράπεζας είναι το ροκάνισμα της πίττας που προσήκει στους δανειολήπτες, δηλαδή στους επίδοξους ιδιοκτήτες. Συνοπτικά, οι ζημίες πολλών τραπεζών που βρίσκονται εκτεθειμένες στην αγορά subprime μετριάζονται με την αυξημένη απορρόφηση προσόδων από δανειολήπτες, η οποία προφανώς χτυπάει ασύμμετρα τους λιγότερο προνομιούχους.
Το 2005, αμέσως μετά το σκάνδαλό με τη WorldCom, τράπεζες όπως η Citigroup διακήρυσσαν πως ‘αποσκοπούμε να καλλιεργήσουμε μία απόλυτα ηθική κουλτούρα.’ Τότε, όπως και σήμερα, κάποιος έχει όσο καλό λόγο να τους εμπιστευτεί το πορτοφόλι του, όσο να το εμπιστευτεί σε ένα πάρτυ κλεπτομανών.