Ένα απόγευμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ
Έχει δίκιο ο Κώστας Κατσουράνης. Έχουν περάσει και κοντά δέκα χρόνια από εκείνο το απόγευμα της 3ης Μαΐου του 2000, όταν ο καλύτερος Παναθηναϊκός της δεκαετίας, έχασε τον τίτλο από την μέγιστη διαιτητική αλητεία, ενός «φαντομά» του χώρου που άκουγε στο όνομα, Νίκου.
Με το πέρας του χρόνου η μνήμη ασθενεί και όντας εκείνο το απόγευμα πρωταγωνιστής των νικητών και όχι του Παναθηναϊκού, δικαιολογημένα δεν θυμάται πολλά.
Να σου θυμίσω λοιπόν μερικά Κώστα μου, γιατί εγώ εκείνο το απόγευμα δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Απεσταλμένος της εφημερίδας SPORTIME έζησα ένα από τα χειρότερα ποδοσφαιρικά εγκλήματα από καταβολής του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ένα έγκλημα για το οποίο ουδείς τιμωρήθηκε ποτέ, Κώστα μου.
Κι αν δεν θυμάσαι και πολλά πράγματα από το παιχνίδι, δεν μπορεί, θα θυμάσαι σίγουρα το «πριμ τίτλου» που εισέπραξες από τον πρόεδρο Λουκόπουλο, που ως εκείνο το απόγευμα σας είχε απλήρωτους για δυόμιση μήνες.
Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο Κώστα μου. Ο άνθρωπος κέρδισε το λαχείο παραμονές του αγώνα, τι να κάνουμε… Αυτός που κέρδισε μία θέση στην ποδοσφαιρική αιωνιότητα, ήταν εκείνος που από λάθος φορούσε μπλε φανέλα αντί κοκκινόμαυρης, προφανώς λόγω των καθηκόντων του στο συγκεκριμένο παιχνίδι να ανακόπτει διαρκώς την κυκλοφορία προς την περιοχή της Παναχαϊκής, δίκην τροχονόμου.
Τι να σου πρωτοθυμίσω Κώστα μου; Να σου θυμίσω ότι μέχρι το μισάωρο η Παναχαϊκή δεν έχει περάσει τη σέντρα και ο Παναθηναϊκός έχει δεχθεί πέντε (!) κίτρινες κάρτες; Ο Νικοπολίδης, ο Νασιόπουλος, ο Σιπνιέφσκι, ο Μπασινάς και ο Καραγκούνης είδαν την κίτρινη κάρτα πριν το 40′ και με τον Παναθηναϊκό εγκατεστημένο στην περιοχή των Πατρινών.
Να σου θυμίσω μέχρι ποιος πήρε κίτρινη κάρτα σ’ εκείνο το παιχνίδι Κώστα μου; Ο Βαζέχα ρε μάγκα! Δεν θυμάμαι άλλη κίτρινη στην καριέρα του… Και έβαλε τα κλάματα, για να ξεσπάσει πριν σκοτώσει άνθρωπο. Ο Βαζέχα ρε μάγκα!
Έξι επιθετικά φάουλ του είχε σφυρίξει ο τροχονόμος, εκτός από τα δύο ανύπαρκτα οφσάιντ με τα οποία τον είχε σταματήσει ο Μαυρόπουλος και το γκολ που του ακύρωσαν…
Κι όταν συνήλθε στα αποδυτήρια, το μόνο που θέλησε να ρωτήσει τον διαιτητή, ήταν «πώς θα αντικρίσεις τα παιδιά σου το βράδυ που θα γυρίσεις σπίτι σου;»… Ο Βαζέχα ρε μάγκα!
Να σου θυμίσω τον Μπασινά να βαράει τις γροθιές του στον μαντρότοιχο των αποδυτηρίων και τους Αποστολάκη, Κιάσσο να προσπαθούν να τον συνεφέρουν με χαστούκια;
Να σου θυμίσω τον Ασάνοβιτς που βημάτιζε μόνος του στο χορτάρι, μισή ώρα μετά το παιχνίδι, μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, θαρρείς κουσούρι από βαρύ εγκεφαλικό με όσα έζησε;
Τι να σου θυμίσω ρε Κώστα; Έχω βουρκώσει 2-3 φορές σε μεγάλες ευρωπαϊκές επιτυχίες, βλέποντας την υπερηφάνεια που πρόσφεραν αυτές στην ελληνική ομογένεια, αλλά εκείνο το βράδυ έκλαψα από θυμό.
Με αγκάλιασε ο Γιάννης ο Κυράστας μ’ ένα νευρικό γέλιο να συντροφεύει κάθε του λέξη. «Ηρέμησε ρε. Τι θα κάνουμε τώρα; Θα πεθάνουμε γι’ αυτούς τους αλήτες; Όχι ρε, δεν θα πεθάνουμε, θα πολεμήσουμε»…
Κάποτε έφυγε ο Γιάννης. Αλλά έφυγε ως πολεμιστής. Και τις μάχες του εκείνης της περιόδου ακόμη τις μνημονεύουμε, ως τις καλύτερες αναμνήσεις της δεκαετίας.
Εκείνο το βράδυ, με μία πινακίδα «Προς Αθήνα» όσο κι αυτό, το πούλμαν της ομάδας έφυγε για Τρίπολη, Κώστα μου. Κι από κοντά τα δύο δημοσιογραφικά αυτοκίνητα που το ακολουθούσαμε μέχρι να βγούμε στην εθνική. Χάθηκε η μπάλα. Αλλού γι’ αλλού Κώστα μου.
Γι’ αυτό σου λέω. Κάποια πράγματα δεν θα ξεχαστούν ποτέ. Και καλό θα είναι να τα θυμάσαι κι εσύ. Θα σου φανούν χρήσιμα, όταν κάποια στιγμή χρειαστείς να αντλήσεις δύναμη από κάπου για να εκπληρώσεις τους στόχους. Και να τους αφιερώσεις σ’ εκείνους που δεν τους άφησαν να γευτούν τους κόπους των προσπαθειών τους…
καταλαβες χρηστιδη? ;)
>