Η ίδρυση της σχολής
Επιστολή του τότε Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη προς την ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας με την οποία ζητεί να δοθεί
άδεια στους αποφοίτους της σχολής ώστε να ξεκουραστούν πριν από την αποστολή τους στην Ελλάδα
Αμέσως μόλις τελείωσε ο Εμφύλιος, τον Νοέμβριο του 1949, σε γράμμα τους προς τον τσεχοσλοβάκο ηγέτη Κλέμεντ Γκότβαλντ και τον γενικό
γραμματέα του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας Ρούντολφ Σλάνσκι, τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ Γιάννης Ιωαννίδης και Πέτρος Ρούσος διατύπωσαν τα αιτήματα του κόμματος:
«(...).3. Χρειαζόμαστε τη βοήθειά Σας για τη λειτουργία σεμιναρίου για 40-50 συντρόφους που θα ειδικευτούν στην παράνομη
τεχνική δουλειά,δηλαδή στην πρακτορειακή εξειδίκευσή τους σε ό,τι αφορά ασυρμάτους, κωδικοποίηση, φωτογραφήσεις, έκδοση
ταυτοτήτων, βεβαιώσεων,σφραγίδων κλπ.,καθώς και για την έκδοση παράνομου Τύπου.
4. Θέλουμε να αποστείλουμε στη χώρα Σας 300 συντρόφους από το στρατό και τη νεολαία προκειμένου να λάβουν στρατιωτική
εκπαίδευση στα νέα όπλα:αεροπορία- πτώση με αλεξίπτωτο,άρματα,πυροβολικό, μηχανικό κλπ.
5. Παρακαλούμε να μας εξασφαλίσετε 100 ασυρμάτους οι οποίοι είναι απαραίτητοι στις αντάρτικες ομάδες και για την
επικοινωνία με τη χώρα μας. Χρειαζόμαστε 1.500 άρβυλα,φλογοβόλα και κονσέρβες για 1.500 άτομα για περίοδο έξι μηνών.»
«Επιστολή Γ. Ιωαννίδη και Π. Ρούσου προς Κλ. Γκότβαλντ και Ρ. Σλάνσκυ, 19-11-1949».
Ναrodnν archiv Ρraha (ΝΑΡ, Εθνικό Αρχείο Πράγας), ΚSΘ, ΪV, 100/24,
Κlement Gottwald (Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας/ΚΕ, 100/24, Κλέμεντ Γκότβαλντ) - κ. 99/ φ. 1142.
Οι εγκαταστάσεις και η εποπτεία
Οι παραπάνω αξιώσεις υλοποιήθηκαν σε σημαντικό βαθμό από τους τσεχοσλοβάκους συντρόφους.
Η πρώτη αναφορά των τσεχοσλοβακικών αρχείων στο θέμα της λειτουργίας της «Σχολής των Ελλήνων συντρόφων» στο
Μικουλοβίτσε του νομού Γέσενικ στη Βόρεια Τσεχία (πολύ κοντά στα σύνορα με την Πολωνία) γίνεται στις 15 Δεκεμβρίου του
1949 και αφορά τις προετοιμασίες και τα μέτρα ασφαλείας των χώρων όπου επρόκειτο να εγκατασταθεί η «Σχολή». Ο τόπος εκπαίδευσης
αποτελούσε τμήμα ενόςαπομακρυσμένου από τα μάτια των περιέργων- πρώην στρατοπέδου.
Την υψηλή εποπτεία για τη λειτουργία της σχολής είχαν ο Μπέντριχ Γκέμιντερ, επικεφαλής του τμήματος
Διεθνών Σχέσεων του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, και ο Κάρελ Σβαμπ, υφυπουργός Εθνικής Ασφαλείας και στέλεχος του «σκληρού» πυρήνα
της ηγεσίας του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας σε θέματα «ειδικών επιχειρήσεων».
Από το ΚΚΕ την ευθύνη είχαν ο Γ. Ιωαννίδης, ο οποίος επέλεξε τη λίστα των επίδοξων κατασκόπων
(τα ονόματά τους βρίσκονται στο αρχείο), ο Β. Μπαρτζιώτας, ο οποίος κατάρτισε το πρόγραμμα της θεωρητικής τους εκπαίδευσης
και ο Βάσος Γεωργίου, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποίος ήταν παρών στην πρώτη φάση τουλάχιστον της εκπαίδευσης.
Ενήμεροι ήταν επίσης οι Βλαντάς και Πορφυρογένης. Η «Σχολή» είχε τρεις διευθυντές: έναν Ελληνα (πιθανότατα τον Βάσο Γεωργίου)
και δύο Τσεχοσλοβάκους, τους Μύλλερ και Ρέβελακ, οι οποίοι και επέλεξαν τους τσεχοσλοβάκους εκπαιδευτές των «Ελλήνων συντρόφων».
Οι εκπαιδευτές ήταν ως επί το πλείστον αξιωματικοί του τσεχοσλοβακικού στρατού, «πολιτικά αξιόπιστοι». Το «τεχνικό πρόγραμμα» της εκπαίδευσης
σχεδιάστηκε από το τσεχοσλοβακικό υπουργείο Εσωτερικών.
Για τη φρούρηση της «Σχολής» επελέγησαν δέκα νεαροί αστυνομικοί με την ένδειξη «πολιτικά αξιόπιστος». Ο ίδιος χαρακτηρισμός
ίσχυε για τον οικονομικό υπεύθυνο της σχολής (Νοβάκ, στέλεχος της Γραμματείας της ΚΕ του ΚΚΤσ.), τον μάγειρο, τους οδηγούς, τους γιατρούς και όποιο
άλλο άτομο ερχόταν σε επαφή με τους εκπαιδευομένους (γινόταν προσπάθεια ο κύκλος αυτών των ατόμων να είναι όσο το δυνατόν περιορισμένος).
Το πρόγραμμα μαθημάτων
Εγγραφο των Τσεχοσλοβάκων που αναφέρεται σε διάφορα αιτήματα του Δ. Βλαντά Η λειτουργία της σχολής, με την πρώτη
σειρά εκπαιδευομένων, άρχισε στις 14 Φεβρουαρίου 1950. Ελαβαν μέρος 41 εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι «αποφοίτησαν» τον Αύγουστο του 1950.
Πέρα από τα μαθήματα πολιτικής επιμόρφωσης, την ευθύνη την οποίων είχε το ΚΚΕ, η «τεχνική εκπαίδευση» της πρώτης σειράς επικεντρώθηκε
σε θέματα επικοινωνιών (ασύρματος, κρυπτογράφηση, αποκρυπτογράφηση), η δε δεύτερη σειρά μαθητών ειδικεύτηκε σε θέματα
παραχαράξεων εγγράφων και παράνομων εκτυπώσεων. Από το πρόγραμμα διδασκαλίας δεν έλειπαν μαθήματα χρήσης όπλων, αυτοάμυνας, κατασκευής
εκρηκτικών μηχανισμών, μέθοδοι λειτουργίας παράνομων δικτύων κλπ. Το πρόγραμμα της «πολιτικής εκπαίδευσης» κατάρτισε ο Βασίλης Μπαρτζιώτας.
Σε ό,τι αφορά την «τεχνική εκπαίδευση» για το διάστημα από 16.2.1950 ως 6.5.1950 (προτού δηλαδή περάσουν στο πρόγραμμα ειδίκευσης) οι δύο
διευθυντές αναφέρουν ότι οι εκπαιδευόμενοι διδάχτηκαν συνολικά 494 ώρες, δηλαδή 43 ώρες την εβδομάδα. Οι περισσότερες διδακτικές ώρες (135) ήταν αφιερωμένες
στη ραδιοτηλεογραφία (εκπαιδευτής: Βάλντμαν), δηλαδή στην επικοινωνία μέσω ασυρμάτου.
Για την εκπαίδευση χρησιμοποιούνταν τσεχοσλοβακικοί ασύρματοι Μeopta. Σαράντα τρεις διδακτικές ώρες αφιερώθηκαν
στην κρυπτογραφία (εκπαιδευτής: Γκρουν). Σαράντα οκτώ ώρες στη χημεία (εκπαιδευτής: Χαλούπα)-
αφορούσε την εργασία με σινική μελάνη καθώς και την προετοιμασία εκρηκτικών μηχανισμών με νιτρογλυκερίνη ή άλλα
υλικά που μπορούσε κάποιος εύκολα να τα προμηθευτεί στην ελεύθερη αγορά. Εξήντα μία διδακτικές
ώρες αφιερώθηκαν στη φωτογράφιση (εκπαιδευτής: Τσίχαρζ), δηλαδή στη δουλειά με φωτογραφική μηχανή, εμφάνιση φιλμ, φωτογράφιση
ντοκουμέντων και εγγράφων, προετοιμασία χημικών για την εμφάνισή τους κλπ.
Είκοσι οκτώ διδακτικές ώρες αφιερώθηκαν στις εκτυπώσεις (εκπαιδευτής: Μύλλερ)- ανατύπωση ντοκουμέντων, παραχάραξη εγγράφων, αναπαραγωγή σφραγίδων.
Τριάντα έξι διδακτικές ώρες αφιερώθηκαν στο σαμποτάζ (εκπαιδευτής: Στρόουγκαλ).
συνεχίζεται.....