Κώστας Λαδάκης
Σεβαστός
- Εγγρ.
- 21 Απρ 2011
- Μηνύματα
- 24.125
- Κριτικές
- 7
- Like
- 10.161
- Πόντοι
- 1.686
Σοκαριστικές αποκαλύψεις από τους καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου, Γιώργου Γεραπετρίδη και Φιλίππου Σπυρόπουλου καθώς αναφέρουν πως μόνο εν ενεργεία βουλευτής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα πάντα με το ελληνικό σύνταγμα, να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Πράγμα που σημαίνει ότι λόγω της συνταγματικής "τρικλοποδιάς" ο Απόστολος Τζιτζικώστας δε μπορεί να εκλεγεί βουλευτής μέχρι το 2019.
Με λίγα λόγια αν γίνει πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και κερδίσει στις επόμενες εκλογές δε μπορεί να πάρει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Πιο αναλυτικά ακολουθεί το άρθρο των δύο συνταγματολόγων:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ*, ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ**
Μόνο βουλευτής μπορεί να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης κατά το Σύνταγμα
Ενόψει της εκλογής αρχηγού στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ετέθη εκ νέου ένα κλασικό ζήτημα συνταγματικού δικαίου, εάν δηλαδή είναι δυνατόν να υπάρξει μη κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός. Η αφορμή είναι γνωστή: ο ένας εκ των υποψηφίων προέδρων, ανώτερο αιρετό μονοπρόσωπο όργανο οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού (περιφέρεια), έχει, σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 1 του Συντάγματος, απόλυτο κώλυμα εκλογιμότητας. Συνεπώς, δεν μπορεί να ανακηρυχθεί υποψήφιος ούτε να εκλεγεί βουλευτής κατά τη διάρκεια της θητείας, για την οποία εξελέγη (έως 31 Αυγούστου 2019), ακόμη και αν παραιτηθεί. Το ισχύον Σύνταγμα, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, προβλέπει στο άρθρο 37 παρ. 4 ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο ή αν ο αρχηγός/εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ’ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Από τη διατύπωση της διάταξης και την ένταξή της στη μηχανική του κοινοβουλευτικού συστήματος και της κομματικής δημοκρατίας συνάγεται ότι αποσκοπεί εκείνος που λαμβάνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή τη διερευνητική εντολή να είναι βουλευτής. Αλλως, η διάταξη δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα, αφού ο αρχηγός του κόμματος θα μπορούσε ούτως ή άλλως να λάβει την εντολή, ακόμη και αν ο ίδιος δεν ήταν βουλευτής. Κατά την τελολογία της διάταξης ο εντολοδόχος, εν δυνάμει πρωθυπουργός, οφείλει να διαθέτει λαϊκή νομιμοποίηση, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα η κοινοβουλευτική διαδικασία και ιδίως ο κοινοβουλευτικός έλεγχος. Υπό την έννοια αυτή, το ισχύον Σύνταγμα ανέχεται τον δυισμό μεταξύ του (μη κοινοβουλευτικού) αρχηγού του κόμματος και του (κοινοβουλευτικού) πρωθυπουργού, αντίθετα με ό,τι ίσχυε υπό το αρχικό Σύνταγμα του 1975 έως την αναθεώρησή του, το 1986, όπου προβλεπόταν στο άρθρο 37 παρ. 2 ότι σε περίπτωση μη ύπαρξης αρχηγού ή μη εκλογής του ως βουλευτού θα έπρεπε να προηγείται η ανάδειξη αρχηγού, στον οποίο θα εδίδετο και η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, για να μην υφίσταται δυαρχία.
Η συνταγματική απαγόρευση να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή μη κοινοβουλευτικό πρόσωπο είναι αποτύπωση μιας ιστορικής εξέλιξης που κορυφώθηκε το 1986 και οδήγησε σε ένα εξαιρετικά αυστηρό και αναλυτικό πλαίσιο ανάδειξης της κυβέρνησης. Το πλαίσιο αυτό μηδενίζει ουσιαστικά τη δυνατότητα παρέμβασης του Προέδρου της Δημοκρατίας (έναντι του οποίου το Σύνταγμα διατήρησε εν πολλοίς την πολιτική δυσπιστία προς τον βασιλέα) και αναδεικνύει και εξαίρει τον ρόλο της Βουλής. Σε άλλες συνταγματικές τάξεις, ιδίως όπου λόγω της υφής του εκλογικού συστήματος και της πολιτικής πραγματικότητας ανθούν οι κυβερνήσεις συνεργασίας, ο διορισμός μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού είναι συνήθης συνταγματική λύση. Στις περιπτώσεις αυτές ελλείπουν αναλυτικές συνταγματικές ρυθμίσεις. Το ιταλικό Σύνταγμα, π.χ., αφιερώνει στο πρωτότυπο κείμενο 20 μόνο λέξεις για την ανάδειξη της κυβέρνησης και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο διορισμού μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού («ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και με πρότασή του τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου»). Το ελληνικό Σύνταγμα, αντίθετα, ρυθμίζει το θέμα της ανάδειξης του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης σε 353 λέξεις, οι οποίες, μάλιστα, δημιουργούν εκάστοτε έντονους ερμηνευτικούς προβληματισμούς.
Κατά το ελληνικό Σύνταγμα, μη κοινοβουλευτικό πρόσωπο είναι δυνατόν να διοριστεί πολιτικός (μη υπηρεσιακός) πρωθυπουργός μόνο κατά το στάδιο που έπεται των διερευνητικών εντολών, όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων ως τελευταίο καταφύγιο για τον σχηματισμό βιώσιμης πολιτικής κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Στο στάδιο ακριβώς αυτό προέκυψαν οι δύο μεταπολιτευτικές (μη υπηρεσιακές) κυβερνήσεις υπό μη κοινοβουλευτικούς πρωθυπουργούς: τον Ξενοφώντα Ζολώτα (Νοέμβριος 1989 – Απρίλιος 1990) και τον Λουκά Παπαδήμο (Νοέμβριος 2011 – Μάιος 2012). Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί με το ουσιαστικό περιεχόμενο των συνταγματικών μας διατάξεων που αφορούν την ανάδειξη της κυβέρνησης. Εντούτοις, με την υφιστάμενη συνταγματική αρχιτεκτονική, μη κοινοβουλευτικός αρχηγός κόμματος δεν μπορεί να διοριστεί πρωθυπουργός ή να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Τούτο μπορεί να αλλάξει μόνο στο πλαίσιο αναθεώρησης και όχι μέσω δημιουργικής πολιτικής ερμηνείας της σαφούς διατύπωσης και έννοιας του Συντάγματος. Το Σύνταγμα είναι και οφείλει να παραμείνει υπεράνω της πολιτικής και όχι όργανό της.
*Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Αθηνών
**Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Αθηνών
Με λίγα λόγια αν γίνει πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και κερδίσει στις επόμενες εκλογές δε μπορεί να πάρει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Πιο αναλυτικά ακολουθεί το άρθρο των δύο συνταγματολόγων:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ*, ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ**
Μόνο βουλευτής μπορεί να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης κατά το Σύνταγμα
Ενόψει της εκλογής αρχηγού στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ετέθη εκ νέου ένα κλασικό ζήτημα συνταγματικού δικαίου, εάν δηλαδή είναι δυνατόν να υπάρξει μη κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός. Η αφορμή είναι γνωστή: ο ένας εκ των υποψηφίων προέδρων, ανώτερο αιρετό μονοπρόσωπο όργανο οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού (περιφέρεια), έχει, σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 1 του Συντάγματος, απόλυτο κώλυμα εκλογιμότητας. Συνεπώς, δεν μπορεί να ανακηρυχθεί υποψήφιος ούτε να εκλεγεί βουλευτής κατά τη διάρκεια της θητείας, για την οποία εξελέγη (έως 31 Αυγούστου 2019), ακόμη και αν παραιτηθεί. Το ισχύον Σύνταγμα, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, προβλέπει στο άρθρο 37 παρ. 4 ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο ή αν ο αρχηγός/εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ’ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Από τη διατύπωση της διάταξης και την ένταξή της στη μηχανική του κοινοβουλευτικού συστήματος και της κομματικής δημοκρατίας συνάγεται ότι αποσκοπεί εκείνος που λαμβάνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή τη διερευνητική εντολή να είναι βουλευτής. Αλλως, η διάταξη δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα, αφού ο αρχηγός του κόμματος θα μπορούσε ούτως ή άλλως να λάβει την εντολή, ακόμη και αν ο ίδιος δεν ήταν βουλευτής. Κατά την τελολογία της διάταξης ο εντολοδόχος, εν δυνάμει πρωθυπουργός, οφείλει να διαθέτει λαϊκή νομιμοποίηση, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα η κοινοβουλευτική διαδικασία και ιδίως ο κοινοβουλευτικός έλεγχος. Υπό την έννοια αυτή, το ισχύον Σύνταγμα ανέχεται τον δυισμό μεταξύ του (μη κοινοβουλευτικού) αρχηγού του κόμματος και του (κοινοβουλευτικού) πρωθυπουργού, αντίθετα με ό,τι ίσχυε υπό το αρχικό Σύνταγμα του 1975 έως την αναθεώρησή του, το 1986, όπου προβλεπόταν στο άρθρο 37 παρ. 2 ότι σε περίπτωση μη ύπαρξης αρχηγού ή μη εκλογής του ως βουλευτού θα έπρεπε να προηγείται η ανάδειξη αρχηγού, στον οποίο θα εδίδετο και η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, για να μην υφίσταται δυαρχία.
Η συνταγματική απαγόρευση να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή μη κοινοβουλευτικό πρόσωπο είναι αποτύπωση μιας ιστορικής εξέλιξης που κορυφώθηκε το 1986 και οδήγησε σε ένα εξαιρετικά αυστηρό και αναλυτικό πλαίσιο ανάδειξης της κυβέρνησης. Το πλαίσιο αυτό μηδενίζει ουσιαστικά τη δυνατότητα παρέμβασης του Προέδρου της Δημοκρατίας (έναντι του οποίου το Σύνταγμα διατήρησε εν πολλοίς την πολιτική δυσπιστία προς τον βασιλέα) και αναδεικνύει και εξαίρει τον ρόλο της Βουλής. Σε άλλες συνταγματικές τάξεις, ιδίως όπου λόγω της υφής του εκλογικού συστήματος και της πολιτικής πραγματικότητας ανθούν οι κυβερνήσεις συνεργασίας, ο διορισμός μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού είναι συνήθης συνταγματική λύση. Στις περιπτώσεις αυτές ελλείπουν αναλυτικές συνταγματικές ρυθμίσεις. Το ιταλικό Σύνταγμα, π.χ., αφιερώνει στο πρωτότυπο κείμενο 20 μόνο λέξεις για την ανάδειξη της κυβέρνησης και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο διορισμού μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού («ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και με πρότασή του τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου»). Το ελληνικό Σύνταγμα, αντίθετα, ρυθμίζει το θέμα της ανάδειξης του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης σε 353 λέξεις, οι οποίες, μάλιστα, δημιουργούν εκάστοτε έντονους ερμηνευτικούς προβληματισμούς.
Κατά το ελληνικό Σύνταγμα, μη κοινοβουλευτικό πρόσωπο είναι δυνατόν να διοριστεί πολιτικός (μη υπηρεσιακός) πρωθυπουργός μόνο κατά το στάδιο που έπεται των διερευνητικών εντολών, όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων ως τελευταίο καταφύγιο για τον σχηματισμό βιώσιμης πολιτικής κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Στο στάδιο ακριβώς αυτό προέκυψαν οι δύο μεταπολιτευτικές (μη υπηρεσιακές) κυβερνήσεις υπό μη κοινοβουλευτικούς πρωθυπουργούς: τον Ξενοφώντα Ζολώτα (Νοέμβριος 1989 – Απρίλιος 1990) και τον Λουκά Παπαδήμο (Νοέμβριος 2011 – Μάιος 2012). Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί με το ουσιαστικό περιεχόμενο των συνταγματικών μας διατάξεων που αφορούν την ανάδειξη της κυβέρνησης. Εντούτοις, με την υφιστάμενη συνταγματική αρχιτεκτονική, μη κοινοβουλευτικός αρχηγός κόμματος δεν μπορεί να διοριστεί πρωθυπουργός ή να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Τούτο μπορεί να αλλάξει μόνο στο πλαίσιο αναθεώρησης και όχι μέσω δημιουργικής πολιτικής ερμηνείας της σαφούς διατύπωσης και έννοιας του Συντάγματος. Το Σύνταγμα είναι και οφείλει να παραμείνει υπεράνω της πολιτικής και όχι όργανό της.
*Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Αθηνών
**Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Αθηνών