Στο μαγαζί πρώτος ηρθε ο Σταύρος που εκτελούσε χρέη μάγειρα όσο ο άλλος ήταν διακοπές στην Ελλάδα. Ειχε να κάνει μεγαλη προετοιμασία εκεινη τη μέρα και ηρθε νωρίτερα. Του ειπα τα νέα μου. Μετα ήρθε η Σαντρα. Μόλις της ειπα τι μου είχε συμβει άρχισε να ψαχνει στο internet για να μου βρει κάποιο φτηνο ξενοδοχείο ή hostel. Τελικα βρήκε ένα hostel μια ωρα μακριά από το μαγαζι. 14 ευρώ η μερα και θα κοιμόμουν σε ένα δωματιο με αλλα 18 ατομα. Ειχα ξανά κοιμηθει σε hostel πριν πολλα χρονια στο Αμστερνταμ και δεν μου άρεσε. Δυο βραδιά αντεξα εκει μέσα, μετα τα μάζεψα και πηγα σ΄ένα ξενοδοχειο. Φτηνο χωρις πολυτέλειες, αλλα ειχα την ησυχία μου.
Σιγα μην εδινα 14 ευρω και να τρώω στη μαπα μεθύστακες, μεταναστες και αφραγκους τουρίστες. Αρνηθηκα.
-Και τι θα κανεις, με ρωτησε η Σάντρα.
-Θα κοιμηθώ εδώ αποψε και αύριο βλεπουμε.
Αυτό και εκανα. Η Σάντρα μου εφερε ένα στρώμα, σεντονια, μαξιλάρι και μια κουβερτα. Όταν τέλειωσε η δουλεια κλείδωσα το μαγαζί, εστρωσα το “κρεβάτι” μου και αφού ήπια μερικες μπύρες την επεσα να κοιμηθώ στο εστιατοριο. Το πρωτο βράδυ δεν κοιμηθηκα καλά. Εκανε κρυο και εκεί που ειχα βάλει το στρωμα με χτυπούσε ένα φως που αφηναν τα βράδια αναμμένο. Το πρωι με ξύπνησε η γυναικα που ερχόταν να καθαρισει το εστιατοριο μια Πολωνέζα στα 50+ Ειχα κλειδωσει κι αφήσει το κλειδι στην κλειδωνιά οποτε δεν μπορούσε να ανοιξει. Την άκουσα όμως που προσπαθουσε, σηκωθηκα και της άνοιξα. Δεν περιμενε να βρει κάποιον να κοιμαται μέσα στο μαγαζι.
Τις επομενες μέρες ή μαλλον νύχτες οργανωθηκα καλυτέρα. Μετέφερα το στρώμα σε άλλη θεση για να μη με κτυπάει το φως. Η Σάντρα μου έφερε ακομα μια κουβέρτα και ειπα στην Πολωνέζα καθαριστρια να ερχετε λίγο αργοτερα για να μην με ξυπναει νωρίς. Όταν εφευγαν αφεντικά και προσωπικο, κλείδωνα την πορτα, κουβαλούσα το στρωμα μου από το υπόγειο πανω, το εστρωνα, επινα μερικές μπυρες, εσκαγα κι ένα μπάφο και την επεφτα για υπνο. Το πρωι σηκωνόμουν, επερνα το πρωινό μου και ή επινα καφέ στο μαγαζι ή “έβγαινα” για καφε.
Το πρόβλημα ηταν το μπάνιο. Τις 2 πρωτες μερες δεν εκανα μπάνιο, αλλα δεν μπορείς να εισαι απλυτος, όταν μάλιστα δουλευεις σε κουζίνα. Βρηκα όμως την λύση. Επερνα κουβάδες, εβαζα χλιαρό νερο κι εκανα μπάνιο στο υπογειο που ηταν τα ψυγεία και οι αποθηκες. Μετα τραβούσα τα νερα προς το λούκι. Ηταν λιγο ταλαιπωρία, κρυωνα, αλλα δεν είχα άλλη επιλογη.
Κάθε μέρα εψαχνα στο internet αγγελιες για σπιτια ή επερνα τηλεφωνα φίλους και γνωστους μήπως μου βρουν κατι, ώσπου την εκτη μέρα που κοιμομουν στο μαγαζί, η Κάτια η Ρωσίδα που ειχε δουλεψει για λιγο διαστημα στην κουζινα, με πηρε τηλεφωνο.
Στο σπιτι που εμενε ενας γνωστος της Ρωσσος, εψαχναν συγκατοικο. Προσφέρθηκε μαλιστα να με συνοδεύει ως εκει και να με βοηθήσει στη συνεννόηση, αφου τα γερμανικά μου ηταν και είναι για τον πουτσο.
Με δεχτηκαν εύκολα. Το σπιτι ήταν μεγαλο. Ειχα ένα υπνοδωμάτιο σχετικα μεγάλο, με διπλο κρεβάτι, μια τηλεοραση, ένα γραφείο και μια ντουλαπα στο δωμάτιο. Υπηρχε επίσης το μπανιο, η κουζινα, ευρυχωρη κι ένα μεγάλο σαλονι, που τα μοιραζόμουν με τον Ρώσο κι έναν πιτσιρικα Ιταλό. Μετα από 8 μηνες στο Βερολινο ειχα δικο μου “σπιτι”.
Με τους συγκατοικους δεν ειχα και ουτε εχω ακομα και σημερα πολλα-πολλα. Όπως όταν εμενα και με τις δυο αδελφές που με φιλοξενουσαν, ειχαμε διαφορετικα ωραρια και παρολο που μενουμε στο ιδιο σπιτι, σπανια βλεπομαστε. Ουτε παρεα κανουμε. Το Ρωσο αν και αυτος μεσολαβησε να ερθω εδώ, δεν τον πολύ-γουσταρω. Ο Ιταλος μου είναι πιο συμπαθης.
Αφού λοιπον ειχα βολευτει με το σπίτι ειχα και τη δουλεια, τι μου ελειπε ? Μια καινουργια σχέση, αλλα πριν από αυτό λίγες μερες διακοπες στην Ελλάδα.