Γράφει ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΧΑΡΙΤΙΔΗΣ
Ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα. Ένα μεγάλο θέμα, αφορμή πολλών παρεξηγήσεων ή καλύτερα εσκεμμένων παρερμηνειών. Έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες, έχουν ειπωθεί αμέτρητοι λόγοι, τις περισσότερες φορές δίχως την παραμικρή αλήθεια, σχεδόν πάντα ερμηνεύοντας εσφαλμένα συγκεκριμένες φιλοσοφικές τοποθετήσεις.
Και πριν ξεκινήσουμε την οποιαδήποτε αναφορά, θα πρέπει ευθύς εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε κάτι πολύ βασικό. Οι σημερινές έννοιες «ομοφυλοφιλία», «ομοφυλόφιλος» και «ετεροφυλόφιλος» δεν υφίσταντο για τους αρχαίους Έλληνες.
Και πώς θα μπορούσαν εξάλλου να υπήρχαν τέτοιοι χαρακτηρισμοί σ' ένα κατ' εξοχήν φυσιολατρικό και φυσιοκεντρικό πολιτισμό (με την ευρύτερη έννοια της λέξεως Φύσις ως το Σύνολο, ως το Εν, το αρμονικό, το αιώνιο, το άφθαρτο) ή σε μια κοινωνία όπου η «αιδώς» δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας -απαγορευμένης ή μη- «διαφωτίσεως» ούτε αποτέλεσμα κάποιας αόριστης, εμβόλιμης και κατασκευασμένης αμαρτίας.
Όχι βέβαια.
Σε μια κοινωνία όπου το αίσθημα της αιδούς εθεωρείτο έμφυτο στον άνθρωπο, συσχετιζόμενο με την συμπαντική τάξη και αρμονία αλλά που συγχρόνως και εκαλλιεργείτο με την παιδεία, σε μια κοινωνία όπου η ατομική τιμή ή υπόληψη και το προσωπικό συμφέρον καθωρίζετο από το συμφέρον της Πόλεως -και συνάμα εταυτίζετο με αυτό- ήταν αδιανόητο να επινοηθούν έννοιες που εμπεριείχαν και υιοθετούσαν α-φύσικες συμπεριφορές, συμπεριφορές που ουσιαστικά καταργούσαν την κοσμική τάξη των πραγμάτων.
Όλα τα ανωτέρω, από την άλλη, ίσως φαντάζονται περίεργα για μια κοινωνία που είχε δημιουργήσει τον θεσμό της δημοκρατίας και όπου το δικαίωμα σε μια άλλη, διαφορετική άποψη ήταν κατοχυρωμένο. Όμως εδώ κυριαρχεί το πρόβλημα της αλλοιώσεως των λέξεων και κατ' επέκταση των εννοιών μια που σήμερα ταυτίζουμε, ασυνείδητα ίσως, το δικαίωμα της ελεύθερης εκφράσεως, την ελευθερία εν γένει, με την δίχως όρια αυθαιρεσία. Οι απόψεις των Ελλήνων, όπως εκφράστηκαν μέσα από τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές, αποσκοπούσαν κύρια στην ερμηνεία των πραγμάτων. Η βάση, η Ηθική βάση πάντα υπήρχε και πάνω σε αυτήν την Ηθική κτίστηκε το οικοδόμημα της Ελληνικής Φιλοσοφικής Σκέψεως. Δεν υπήρχε αμφισβήτηση της Ηθικής. Αντιθέτως σήμερα, οι «άλλες απόψεις» αποσκοπούν στην δικαιολόγηση συμπεριφορών και ενεργειών που θα ήταν απορριπτέες από τους Έλληνες ως μη Ηθικές - με την αρχαιοελληνική βέβαια ματιά της Ηθικής. (Φυσικά δεν γίνεται λόγος για τα διάφορα εκφυλιστικά, αλαζονικά φαινόμενα που έκαναν την εμφάνισή τους την περίοδο παρακμής των Ελλήνων και που, καθόλου περίεργα, πολλοί μελετητές παίρνουν εκείνες τις τάσεις, όχι ως εκφυλιστικές αλλά ως καθιερωμένες και ενδεικτικές).
Επειδή ακριβώς οι Έλληνες είχαν Ηθική που δεν πήγαζε από διάφορα περίεργα, απάνθρωπα, μεσσιανικά δόγματα ούτε και είχε ξεπηδήσει μέσα από σαδιστικού τύπου απειλές για αιώνιες τιμωρίες, αλλά αντιθέτως είχαν Ηθική έμφυτη, εναρμονισμένη με την Φύση, εν αντιθέσει με την σημερινή μας κοινωνία, όπου η δική μας (η όποια) ηθική ουσιαστικά είναι μια Αν-ηθική ή μια ψευδο-ηθική, αφού βασίζεται κύρια πάνω σε ψευδο-θεόπνευστα δόγματα, γι' αυτό ακριβώς και οι τότε έννοιες διαφόρων λέξεων όπως «έρως», «φίλος», «ερωμένος», «εραστής», σήμερα ακούγονται διαστρεβλωμένες - εξαιτίας, επαναλαμβάνω, της διαστρεβλώσεως που έχει υποστεί η έννοια της λέξεως Ηθική.
Η εργασία που ακολουθεί θα κινηθεί γύρω από τρεις βασικούς άξονες. Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στην νομοθεσία που ίσχυε για περιπτώσεις που αφορούσαν την ομοφυλοφιλία. Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με τον αποκαλούμενο «κοινωνικό έλεγχο» ή την «κοινωνική αντιμετώπιση» του συγκεκριμένου φαινομένου. Δηλαδή, με απλά λόγια ποια στάση κρατούσε η τότε ελληνική κοινωνία απέναντι στους ομοφυλοφίλους. Πηγές μας θα αποτελέσουν μαρτυρίες των τότε συγγραφέων και αναφορές σε έργα αλλά και σε γνωστούς μύθους. Τέλος, θα ασχοληθούμε και με τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων, και πιο συγκεκριμένα, το έργο του «Συμπόσιο», αποτελεί ουσιαστικά το μέγα επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες ήσαν στην πλειοψηφία τους ομοφυλόφιλοι ή και παιδεραστές.
Ο λόγος που επελέγη η αναφορά στον Πλάτωνα να γίνει στο τελευταίο μέρος της ομιλίας και όχι στην αρχή -μια που όπως αναφέρθηκε, από τον Πλάτωνα ουσιαστικά ξεκινά η πηγή των όλων κατηγοριών και χαρακτηρισμών- είναι πολύ συγκεκριμένος. Αν κάποιος, έχοντας πλήρη άγνοια της νομοθεσίας της αρχαίας Αθήνας αλλά και της Σπάρτης, αν κάποιος δίχως να μελετήσει προσεκτικά την εν γένει κοινωνική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων, διαβάσει το «Συμπόσιο» και δίχως να έχει υπόψη του τα άλλα έργα του Πλάτωνος -ιδίως τους «Νόμους» και την «Πολιτεία»- τότε είναι πιθανόν να του δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πράγματι οι Έλληνες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία και την παιδεραστία ως μέγα αγαθό. Και έχοντας πάντα κατά νου ότι οι περισσότερες εκδόσεις που κυκλοφορούν δεν είναι παρά μεταφράσεις όχι από το αυθεντικό κείμενο αλλά από την απόδοση των αρχικών γραπτών στην αγγλική κυρίως γλώσσα, με αποτέλεσμα να υφίσταται ήδη μια σημαντική παραποίηση λόγω τεραστίας διαφοράς εννοιολογικής, ετυμολογικής και ερμηνευτικής δυναμικότητος μεταξύ της αρχαιοελληνικής γλώσσας και της αγγλικής.
Έτσι λοιπόν, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ορθώς τα γραπτά του Πλάτωνα και τις θέσεις του για το συγκεκριμένο ζήτημα -ιδίως τα έργα του «Συμπόσιο» και «Φαίδρος»- θα πρέπει να γνωρίζουμε τόσο την νομοθεσία όσο και την κοινωνία στην οποία έζησε και έδρασε ο Πλάτων. Και βέβαια δίχως να αγνοήσουμε τους «Νόμους» του, που αποτελούν -όσο και αν ενοχλεί αυτού κάποιους- το σημαντικότερο έργο του Πλάτωνος.
Με αυτά υπ' όψιν θα ξεκινήσουμε την πορεία μας προς την ορθή ερμηνεία και κατανόηση του ζητήματος περί ομοφυλοφιλίας στην Αρχαία Ελλάδα, με την παράθεση της νομοθεσίας.
[glow=red,2,300]Νομοθεσία[/glow]
Είναι εντυπωσιακό πως η σημερινή κοινωνία μας, αν και δεν διαθέτει κανέναν νόμο κατά της ομοφυλοφιλίας, αντιθέτως διαθέτει τρομακτικές ανοχές σε σημείο μάλιστα που σε πολλά μέρη του κόσμου επιτρέπονται και οι γάμοι μεταξύ των ανδρών, εντούτοις θεωρείται -κυρίως από τους κατηγόρους της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας- ότι αποτελεί μια ηθικότατη κοινωνία -με τις όποιες εξαιρέσεις της- δημιούργημα βεβαίως της ηθικής διδασκαλίας των εβραιοχριστιανικών κειμένων και απόψεων.
Αντιθέτως, η αρχαία ελληνική κοινωνία, θεωρείται έκφυλη και ακόλαστη, ενώ διέθετε αυστηρούς, αυστηρότατους νόμους κατά της ομοφυλοφιλίας και προέβλεπε σκληρότατες ποινές σε όσους διέπρατταν τον παρα-φύσιν έρωτα - όπως αποκαλεί την ομοφυλοφιλία ο Πλάτων στους «Νόμους».
Το γεγονός ότι υπήρχαν νόμοι κατά της ομοφυλοφιλίας στην τότε κοινωνία, σαφώς υποδεικνύει υπήρχαν ομοφυλόφιλοι. (Σημείωση: Με τον όρο ομοφυλοφιλία εννοείται ο παρα-φύσιν έρωτας). Όπως σε κάθε κοινωνία, όπως σε κάθε εποχή. Θα έλεγα μάλιστα, ότι συμπερασματικά -από τα κείμενα που έχουν διασωθεί- το ποσοστό των αποκαλουμένων κιναίδων ήταν πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό στην σημερινή κοινωνία. Και επειδή ακριβώς οι ομοφυλόφιλοι ήσαν σχετικά λίγοι γι' αυτό και αποτελούσαν στόχο.
Τις κύριες πηγές μας για την νομοθεσία αποτελούν αναφορές του Δημοσθένους, του Αριστοτέλους, του Ξενοφώντος και άλλων πολλών συγγραφέων. Όμως στον «Κατά Τιμάρχου» λόγο του Αισχίνου, έχουμε την πλήρη καταγραφή των σχετικών νόμων.
Πριν όμως αναφέρουμε τους νόμους όπως είναι γραμμένοι στο κείμενο, ας πούμε λίγα λόγια για την υπόθεση «Κατά Τιμάρχου», γιατί και από μόνη της, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Ο Δημοσθένης και ο Τίμαρχος, το 345 προ της απαρχής της χριστιανικής χρονολογήσεως, κατηγόρησαν τον Αισχίνη δια «γραφήν παραπρεσβείας», δηλαδή τον κατηγόρησαν ότι ως πρεσβευτής των Αθηναίων, δωροδοκήθηκε από τον Φίλιππο και ενήργησε κατά τρόπον βλαβερόν για την Αθήνα. Και συγκεκριμένα όταν ο Φίλιππος, παραβιάζοντας την συμφωνία του με τους Αθηναίους, επετέθη εναντίον των Φωκαέων.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο κάθε Αθηναίος, επιφορτισμένος με δημόσια υπηρεσία, άρα κα
ι οι πρεσβευτές, ήταν υποχρεωμένος εντός τριάντα ημερών από το πέρας της αποστολής του ή της επιστροφής του, να λογοδοτήσει για την δράση του αλλά και να δικαιολογήσει το πώς χρησιμοποίησε το δημόσιο χρήμα που η Πόλις του εμπιστεύθηκε. Ο Δημοσθένης λοιπόν μαζί με τον Τίμαρχο -που παρουσιάζονταν ως ο κύριος μηνυτής- κατηγόρησε τον Αισχίνη ότι δεν εξετέλεσε πιστά το καθήκον του ως πρεσβευτής των Αθηνών και κατά συνέπεια πρόδωσε το συμφέρον της πόλεως.
(Φυσικά θα πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας -για το συγκεκριμένο θέμα- πως ενώ ο Αισχίνης ήταν φιλο-μακεδών, ο Δημοσθένης υπήρξε ανέκαθεν αντίπαλος των Μακεδόνων).
Ο Αισχίνης αμέσως προσπάθησε να επιβραδύνει μια επικίνδυνη γι' αυτόν, δίκη. Έτσι, χρησιμοποίησε την «αντιγραφήν», προέβαλε δηλαδή, ζήτημα το οποίον έπρεπε να εξετασθεί προ της εκδικάσεως της εναντίων του δίκης. (παρένθεση. Εδώ συναντάμε ίσως την πρώτη περίπτωση δικαστικού τεχνάσματος της ιστορίας)
Κατηγόρησε λοιπόν ο Αισχίνης τον Τίμαρχο ως «ηταιρηκότα» δηλαδή ότι διάγει βίον ανήθικο και ότι σπατάλησε την πατρική του περιουσία. Κατηγορίες, που αν απεδεικνύοντο αφαιρούσαν από τον ένοχο το δικαίωμα του «ομιλείν δημοσίως» τόσο εις στα δικαστήρια όσο και στις συνελεύσεις του Δήμου.
Πράγματι, ο Αισχίνης κέρδισε την δίκη και έτσι απεσύρθη η κατηγορία της παραπρεσβείας εναντίον του - τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Τοιουτοτρόπως, ο Τίμαρχος, ο οποίος καταδικάστηκε για ομοφυλοφιλία και για το ότι συζούσε με άλλους άνδρες, έχασε το ύψιστο δικαίωμα του δημοσίου βήματος.
Τέλος να τονίσουμε ότι: Οι νομικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις διάφορες μορφές ομοφυλόφιλης συμπεριφοράς μπορούν να ενταχθούν σε τρεις κατηγορίες:
Α) Νόμοι που αφορούν την πορνεία
Β) Νόμοι που αφορούν στην εκπαίδευση και την ερωτοτροπία
Γ) Γενικές διατάξεις που σχετίζονται με την σεξουαλική κακοποίηση.
Αναφέρει λοιπόν ο πρώτος νόμος:
(Σημείωση: Η μετάφραση είναι του Κ.Θ Αραποπούλου, όπως δημοσιεύτηκε στους «Λόγους του Αισχίνου» από τις εκδόσεις «Πάπυρος»)
12. « Οι δάσκαλοι να μη ανοίγουν τα σχολεία πριν ανατείλη ο ήλιος και να τα κλείνουν πριν δύση ο ήλιος.
Να μη επιτρέπεται εις τους έχοντας ηλικίαν ανωτέραν της παιδικής να εισέρχονται εις τα σχολεία, όταν υπάρχουν εντός αυτών παιδιά, εκτός εάν πρόκειται περί υιού, αδελφού ή γαμπρού του διδασκάλου. Εάν δε κάποιος παρά την απαγόρευσιν ταύτην εισέρχεται εις το σχολείο, να τιμωρήται με την ποινήν του θανάτου.
Επίσης οι επί κεφαλής της παλαίστρας να μη επιτρέπουν εις κανένα ενήλικον να κάθηται μαζί με τα παιδιά κατά τας εορτάς του Ερμού, με καμμίαν δικαιολογίαν. Εάν δε επιτρέπη τούτο εις αυτούς και δεν τους εκδιώκη εκ της παλαίστρας, ο επί κεφαλής της παλαίστρας θα είναι ένοχος παραβάσεως του νόμου περί διαφθοράς των ελευθέρων παίδων. Οι δε χορηγοί οι οριζόμενοι υπό του λαού, πρέπει να έχουν συμπληρώσει το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας των.»
Είναι γνωστόν ότι σχολείο παρακολουθούσαν μόνο τα αγόρια. ʼρα εδώ έχουμε ξεκάθαρα έναν νόμο που προστατεύει τα ανήλικα παιδιά από τυχόν ανώμαλους.
Είναι αστείο το επιχείρημα διαφόρων «σοβαρών» μελετητών ότι αφού υπήρχε τέτοιος αυστηρός νόμος τότε θα πρέπει η παιδεραστία να ήταν διαδεδομένη. Με την ίδια λογική, αφού σήμερα υπάρχει νόμος περί παιδεραστίας και περί βιασμού και περί δολοφονίας, άρα και οι περισσότεροι από μας είμεθα είτε βιαστές είτε παιδεραστές είτε δολοφόνοι είτε και τα τρία μαζί.
Vanzel από την εγκυκλοπαίδεια wikipedia:
Ο όρος παιδεραστία περιέχει τις δύο έννοιες παις (=παιδί) και έράν (ποθώ, ερωτεύομαι). Ενώ ο όρος "παις" σημαίνει γενικά είτε το αρσενικό είτε το θηλυκό παιδί, εντούτοις, στην περίπτωση αυτή αναφέρεται μόνο στο αγόρι και συγκεκριμένα σ' εκείνο που βρίσκονταν προς το τέλος της εφηβείας.
Ο σύνδεσμος αυτός, ήταν μια ιδιαίτερη μορφή ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, στην οποία κύριος στόχος ήταν η διαπαιδαγώγηση του εφήβου από τον ενήλικο άνδρα που όφειλε να διδάσκει το αγαπημένο του αγόρι πρότυπα συμπεριφοράς και να του δίνει μέτρα αξιών για τη ζωή του. Καθώς η αγωγή σε πολλές περιπτώσεις δεν δινόταν από δημόσια σχολεία αλλά βρισκόταν στα χέρια των ιδιωτών, στο πλαίσιο αυτό ο εραστής, όφειλε να παιδαγωγεί τον νεαρό ώστε να γίνει όμορφος και καλός άνθρωπος (καλοκαγαθία), ένα πρότυπο αρετής που περιελάμβανε σωματική ομορφιά, ηθική ανεπίληψία και μόρφωση. Ως προς το παιδαγωγικό σκοπό της παιδεραστίας, τα κείμενα της ελληνικής γραμματείας δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία.
Αυτή η ερωτικά χρωματισμένη ιδιότητα του Μέντορος, την οποίαν είχε ένας ενήλικος, ο οποίος εύρισκε ανταπόκριση στο θαυμασμό και στην ευγνωμοσύνη του αναπτυσσόμενου, ήταν η προϋπόθεση που έκανε αποδεκτή μία τέτοια σχέση, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, χωρίς δηλ. τον παιδαγωγικό έρωτα, ήταν απλώς βλαπτική πορνεία ή και παρά φύσιν ασέλγεια (Πλάτ. Νόμοι 636c, 835c - 842a). Αντίθετα, η σεξουαλική επαφή όταν υπήρχε, αποτελούσε μόνο το συμπλήρωμα στον παιδαγωγικό αυτό έρωτα. (σε αυτό το σημείο διαφωνώ και ο Ηρακλής Χαριτίδης όπως θα δείτε καταρρίπτει αυτό το επιχείρημα)
Είναι άξιο αναφοράς ότι αν ένας νεαρός ερώμενος διέπραττε κάτι ανάρμοστο, δε θα του ήταν τόσο οδυνηρό να τον έβλεπε ο πατέρας του, όσο ο εραστής του αφού στα μάτια του αγοριού εκπλήρωνε τη λειτουργία ενός προτύπου που ασφαλώς ήταν στενά συνδεδεμένο με το κοινωνικό γόητρο και την κοινωνική θέση. ʼλλωστε, όταν παιζόταν μία θέση για την προτίμηση ενός όμορφου αγοριού με πολλούς θαυμαστές, ο συχνότερα κερδισμένος ήταν ο πιο ισχυρός κοινωνικά άνδρας.
Η σχέση που αναπτυσσόταν μεταξύ τους, κατέληγε σε μια ισόβια φιλία, αφού έπαυε η παιδεραστική σχέση, όταν ο έφηβος μεγάλωνε και γινόταν άνδρας. Ήταν δεδομένο ότι η σχέση αυτή ήταν πολύ ισχυρή και αυτό είχε μια επιπλέον ιστορική εφαρμογή με τον περίφημο Ιερό Λόχο των Θηβών, όπου στρατολογούνταν αποκλειστικά τέτοια ζευγάρια (Πλούτ. Πελοπ. 287, 6).
Το κοινωνικά αντιφατικό σε αυτού του είδους τις σχέσεις ήταν πως η δια του πρωκτού γενετήσια επικοινωνία, προκύπτει σαφώς από τα κείμενα ότι εθεωρείτο ταπεινωτική για τον παθητικό συμμέτοχο. Στην αττική κωμωδία, η προσβλητική λέξη καταπύγων (Αριστοφ. Θεσμοφ. 201) ήταν εξαιρετικά μειωτική για τέτοιες σεξουαλικές συμπεριφορές όπως και ο χαρακτηρισμός ευρύπρωκτος (Αριστοφ. Νεφ. 1023).
Η περιφρόνηση, προς τον παθητικό συνεργό της δια του πρωκτού συνουσίας, βρίσκεται θεμελιωμένη στην αντίληψη, ότι ο άνδρας συμπεριφέρεται θηλυπρεπώς, "κατεβαίνοντας" στο επίπεδο της γυναίκας αφού υποτασσόταν σε άλλο άνδρα ως σεξουαλικό αντικείμενο.
(και τώρα η συνέχεια)
Είναι εκπληκτικό το γεγονός πως συναντάμε έναν τέτοιο νόμο σε μια κοινωνία 500 χρόνια πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως, την στιγμή που παρόμοιοι νόμοι, θεσπίστηκαν αιώνες αργότερα -και με σαφώς ελαφρύτερες ποινές- στις αυτοαποκαλούμενες «ηθικές» και «χριστιανικές» κοινωνίες.
Ας δούμε όμως με προσοχή τον νόμο. Πρώτα απ' όλα εντύπωση δημιουργεί η κοινωνική θέση και ισχύς του δασκάλου. Ο δάσκαλος υπήρξε στην τότε ελληνική κοινωνία ένα πρόσωπο ιδιαίτερο, που διακατείχε μια πολύ υψηλή θέση. Και βέβαια όταν μια κοινωνία έχει τέτοια άποψη για τον δάσκαλο και κατά συνέπεια έδινε τέτοια σημασία στην παίδευση, είναι φυσικό αυτή κοινωνία να φτάσει σε πολιτιστικά, φιλοσοφικά, πνευματικά και επιστημονικά επίπεδα τέτοια, όπως αυτά των Ελλήνων 3000 και πλέον, χρόνια πριν. (Εν αντιθέσει με το σημερινό κατάντημα της εκπαίδευσης)
Ο δάσκαλος λοιπόν είχε την ευχέρεια να καταγγείλει τον οποιονδήποτε που παρεβίαζε το σχολικό άσυλο, ακόμα και πατέρα κάποιου μαθητού - με κίνδυνο να υποστεί ο εισβολεύς ακόμα και την θανατική ποινή.
Πέρα από το περιβάλλον του σχολείου, ο νόμος προεκτείνετο και στις παλαίστρες αλλά και στις γιορτές. Στις παλαίστρες που τα παιδιά γυμνάζονταν γυμνά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν εύκολο στόχο για κάποιον ανώμαλο, Το κράτος λοιπόν όριζε επιτρόπους που συνόδευαν τα παιδιά στις παλαίστρες αλλά και σε όλες τις εκδηλώσεις. Γιατί όριζε επιτρόπους; Για να εξαλείψει και την περίπτωση που ο δάσκαλος δεν συμπεριφερόταν όπως του άρμοζε. Σήμερα έχουμε περιπτώσεις ό
που μαθητές καταγγέλλουν εκπαιδευτικούς για ασέλγεια. Οι Έλληνες έχοντας προβλέψει και αυτές τις ελάχιστες περιπτώσεις, έπαιρναν μέτρα για την αποτροπή τους.
Ο επόμενος νόμος αναφέρει:
16. « Αν κάποιος Αθηναίος προσβάλη ελεύθερον παίδα, να διώκεται ενώπιον των θεσμοθετών από εκείνον, ο οποίος έχει εξουσίαν επί του παιδιού, αφού αναγράψη εις την μήνυσίν του την ποινήν, της οποίας θεωρεί τούτον άξιον. Αν δε ο μηνυσθείς καταδικασθή, να παραδοθή εις τους ένδεκα και να θανατωθή την ιδίαν ημέραν. Εάν δε του επιβληθή χρηματική ποινή, να την καταβάλη εντός ένδεκα ημερών μετά την δίκην, εάν δεν δύναατι να την καταβάλη αμέσως, μέχρις ότου δε την καταβάλη, να φυλακισθή. Εις την ιδίαν ποινήν να υπόκεινται και εκείνοι, οι οποίοι υποπίπτουν εις τας ιδίας παραβάσεις και όσον αφορά τους δούλους.»
Αξίζει να μνημονεύσουμε το εδάφιο που αναφέρεται και στους δούλους. Οι δούλοι λοιπόν είχαν και αυτοί νομική κάλυψη. Και όπως αναφέρει πάρα κάτω ο Αισχίνης:
«..αλλά βουλόμενος υμάς εθίσαι πολύ απέχειν της των ελευθέρων ύβρεως, προέγραψε μηδ' εις τους δούλους υβρίζειν» Δηλαδή: « ..αλλά θέλων να σας συνηθίση να σέβεσθε τους ελευθέρους άνδρας, ώρισε να μην προσβάλλη κανείς ούτε τους δούλους»
Παρακάτω:
21. « Ο Αθηναίος, ο οποίος έγινεν ερωμένος ανδρός αντί χρημάτων, να μη έχη το δικαίωμα να εκλεγή εις εκ των εννέα αρχόντων, ούτε να αναλάβη ιερατικόν αξίωμα, ούτε να παρουσιασθή ως συνήγορος εις δημοσίας δίκας ή να καταλάβη οιανδήποτε εξουσίαν, είτε εντός της πόλεως, είτε εκτός των ορίων αυτής, είτε αύτη ορίζεται δια κλήρου ή δι' εκλογής, ούτε να αποστέλλεται ως δημόσιος κήρυξ, ούτε και να εκφέρη γνώμην, ούτε να μετέχη εις δημοσίας θρησκευτικάς τελετάς, ούτε να φέρη δημοσία τον στέφανον ούτε να περιφέρεται εντός του τμήματος της αγοράς που έχει καθαρισθή δια ραντισμού. Εάν δε τις πράττη παρά τας διατάξεις ταύτας, αφού έχει καταδικασθή επί εταιρήσει, ούτος να τιμωρήται δια θανάτου»
Ας δούμε αναλυτικότερα αυτόν τον νόμο, που αποτελεί και την καρδιά του κατηγορητηρίου του Αισχίνου κατά του Τιμάρχου. Πρώτα βέβαια να σχολιάσουμε ότι ο «καταδικασθείς επί εταιρήσει» εθεωρείτο μιαρός, αφού του απηγορεύετο η παρουσ
Ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα. Ένα μεγάλο θέμα, αφορμή πολλών παρεξηγήσεων ή καλύτερα εσκεμμένων παρερμηνειών. Έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες, έχουν ειπωθεί αμέτρητοι λόγοι, τις περισσότερες φορές δίχως την παραμικρή αλήθεια, σχεδόν πάντα ερμηνεύοντας εσφαλμένα συγκεκριμένες φιλοσοφικές τοποθετήσεις.
Και πριν ξεκινήσουμε την οποιαδήποτε αναφορά, θα πρέπει ευθύς εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε κάτι πολύ βασικό. Οι σημερινές έννοιες «ομοφυλοφιλία», «ομοφυλόφιλος» και «ετεροφυλόφιλος» δεν υφίσταντο για τους αρχαίους Έλληνες.
Και πώς θα μπορούσαν εξάλλου να υπήρχαν τέτοιοι χαρακτηρισμοί σ' ένα κατ' εξοχήν φυσιολατρικό και φυσιοκεντρικό πολιτισμό (με την ευρύτερη έννοια της λέξεως Φύσις ως το Σύνολο, ως το Εν, το αρμονικό, το αιώνιο, το άφθαρτο) ή σε μια κοινωνία όπου η «αιδώς» δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας -απαγορευμένης ή μη- «διαφωτίσεως» ούτε αποτέλεσμα κάποιας αόριστης, εμβόλιμης και κατασκευασμένης αμαρτίας.
Όχι βέβαια.
Σε μια κοινωνία όπου το αίσθημα της αιδούς εθεωρείτο έμφυτο στον άνθρωπο, συσχετιζόμενο με την συμπαντική τάξη και αρμονία αλλά που συγχρόνως και εκαλλιεργείτο με την παιδεία, σε μια κοινωνία όπου η ατομική τιμή ή υπόληψη και το προσωπικό συμφέρον καθωρίζετο από το συμφέρον της Πόλεως -και συνάμα εταυτίζετο με αυτό- ήταν αδιανόητο να επινοηθούν έννοιες που εμπεριείχαν και υιοθετούσαν α-φύσικες συμπεριφορές, συμπεριφορές που ουσιαστικά καταργούσαν την κοσμική τάξη των πραγμάτων.
Όλα τα ανωτέρω, από την άλλη, ίσως φαντάζονται περίεργα για μια κοινωνία που είχε δημιουργήσει τον θεσμό της δημοκρατίας και όπου το δικαίωμα σε μια άλλη, διαφορετική άποψη ήταν κατοχυρωμένο. Όμως εδώ κυριαρχεί το πρόβλημα της αλλοιώσεως των λέξεων και κατ' επέκταση των εννοιών μια που σήμερα ταυτίζουμε, ασυνείδητα ίσως, το δικαίωμα της ελεύθερης εκφράσεως, την ελευθερία εν γένει, με την δίχως όρια αυθαιρεσία. Οι απόψεις των Ελλήνων, όπως εκφράστηκαν μέσα από τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές, αποσκοπούσαν κύρια στην ερμηνεία των πραγμάτων. Η βάση, η Ηθική βάση πάντα υπήρχε και πάνω σε αυτήν την Ηθική κτίστηκε το οικοδόμημα της Ελληνικής Φιλοσοφικής Σκέψεως. Δεν υπήρχε αμφισβήτηση της Ηθικής. Αντιθέτως σήμερα, οι «άλλες απόψεις» αποσκοπούν στην δικαιολόγηση συμπεριφορών και ενεργειών που θα ήταν απορριπτέες από τους Έλληνες ως μη Ηθικές - με την αρχαιοελληνική βέβαια ματιά της Ηθικής. (Φυσικά δεν γίνεται λόγος για τα διάφορα εκφυλιστικά, αλαζονικά φαινόμενα που έκαναν την εμφάνισή τους την περίοδο παρακμής των Ελλήνων και που, καθόλου περίεργα, πολλοί μελετητές παίρνουν εκείνες τις τάσεις, όχι ως εκφυλιστικές αλλά ως καθιερωμένες και ενδεικτικές).
Επειδή ακριβώς οι Έλληνες είχαν Ηθική που δεν πήγαζε από διάφορα περίεργα, απάνθρωπα, μεσσιανικά δόγματα ούτε και είχε ξεπηδήσει μέσα από σαδιστικού τύπου απειλές για αιώνιες τιμωρίες, αλλά αντιθέτως είχαν Ηθική έμφυτη, εναρμονισμένη με την Φύση, εν αντιθέσει με την σημερινή μας κοινωνία, όπου η δική μας (η όποια) ηθική ουσιαστικά είναι μια Αν-ηθική ή μια ψευδο-ηθική, αφού βασίζεται κύρια πάνω σε ψευδο-θεόπνευστα δόγματα, γι' αυτό ακριβώς και οι τότε έννοιες διαφόρων λέξεων όπως «έρως», «φίλος», «ερωμένος», «εραστής», σήμερα ακούγονται διαστρεβλωμένες - εξαιτίας, επαναλαμβάνω, της διαστρεβλώσεως που έχει υποστεί η έννοια της λέξεως Ηθική.
Η εργασία που ακολουθεί θα κινηθεί γύρω από τρεις βασικούς άξονες. Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στην νομοθεσία που ίσχυε για περιπτώσεις που αφορούσαν την ομοφυλοφιλία. Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με τον αποκαλούμενο «κοινωνικό έλεγχο» ή την «κοινωνική αντιμετώπιση» του συγκεκριμένου φαινομένου. Δηλαδή, με απλά λόγια ποια στάση κρατούσε η τότε ελληνική κοινωνία απέναντι στους ομοφυλοφίλους. Πηγές μας θα αποτελέσουν μαρτυρίες των τότε συγγραφέων και αναφορές σε έργα αλλά και σε γνωστούς μύθους. Τέλος, θα ασχοληθούμε και με τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων, και πιο συγκεκριμένα, το έργο του «Συμπόσιο», αποτελεί ουσιαστικά το μέγα επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες ήσαν στην πλειοψηφία τους ομοφυλόφιλοι ή και παιδεραστές.
Ο λόγος που επελέγη η αναφορά στον Πλάτωνα να γίνει στο τελευταίο μέρος της ομιλίας και όχι στην αρχή -μια που όπως αναφέρθηκε, από τον Πλάτωνα ουσιαστικά ξεκινά η πηγή των όλων κατηγοριών και χαρακτηρισμών- είναι πολύ συγκεκριμένος. Αν κάποιος, έχοντας πλήρη άγνοια της νομοθεσίας της αρχαίας Αθήνας αλλά και της Σπάρτης, αν κάποιος δίχως να μελετήσει προσεκτικά την εν γένει κοινωνική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων, διαβάσει το «Συμπόσιο» και δίχως να έχει υπόψη του τα άλλα έργα του Πλάτωνος -ιδίως τους «Νόμους» και την «Πολιτεία»- τότε είναι πιθανόν να του δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πράγματι οι Έλληνες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία και την παιδεραστία ως μέγα αγαθό. Και έχοντας πάντα κατά νου ότι οι περισσότερες εκδόσεις που κυκλοφορούν δεν είναι παρά μεταφράσεις όχι από το αυθεντικό κείμενο αλλά από την απόδοση των αρχικών γραπτών στην αγγλική κυρίως γλώσσα, με αποτέλεσμα να υφίσταται ήδη μια σημαντική παραποίηση λόγω τεραστίας διαφοράς εννοιολογικής, ετυμολογικής και ερμηνευτικής δυναμικότητος μεταξύ της αρχαιοελληνικής γλώσσας και της αγγλικής.
Έτσι λοιπόν, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ορθώς τα γραπτά του Πλάτωνα και τις θέσεις του για το συγκεκριμένο ζήτημα -ιδίως τα έργα του «Συμπόσιο» και «Φαίδρος»- θα πρέπει να γνωρίζουμε τόσο την νομοθεσία όσο και την κοινωνία στην οποία έζησε και έδρασε ο Πλάτων. Και βέβαια δίχως να αγνοήσουμε τους «Νόμους» του, που αποτελούν -όσο και αν ενοχλεί αυτού κάποιους- το σημαντικότερο έργο του Πλάτωνος.
Με αυτά υπ' όψιν θα ξεκινήσουμε την πορεία μας προς την ορθή ερμηνεία και κατανόηση του ζητήματος περί ομοφυλοφιλίας στην Αρχαία Ελλάδα, με την παράθεση της νομοθεσίας.
[glow=red,2,300]Νομοθεσία[/glow]
Είναι εντυπωσιακό πως η σημερινή κοινωνία μας, αν και δεν διαθέτει κανέναν νόμο κατά της ομοφυλοφιλίας, αντιθέτως διαθέτει τρομακτικές ανοχές σε σημείο μάλιστα που σε πολλά μέρη του κόσμου επιτρέπονται και οι γάμοι μεταξύ των ανδρών, εντούτοις θεωρείται -κυρίως από τους κατηγόρους της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας- ότι αποτελεί μια ηθικότατη κοινωνία -με τις όποιες εξαιρέσεις της- δημιούργημα βεβαίως της ηθικής διδασκαλίας των εβραιοχριστιανικών κειμένων και απόψεων.
Αντιθέτως, η αρχαία ελληνική κοινωνία, θεωρείται έκφυλη και ακόλαστη, ενώ διέθετε αυστηρούς, αυστηρότατους νόμους κατά της ομοφυλοφιλίας και προέβλεπε σκληρότατες ποινές σε όσους διέπρατταν τον παρα-φύσιν έρωτα - όπως αποκαλεί την ομοφυλοφιλία ο Πλάτων στους «Νόμους».
Το γεγονός ότι υπήρχαν νόμοι κατά της ομοφυλοφιλίας στην τότε κοινωνία, σαφώς υποδεικνύει υπήρχαν ομοφυλόφιλοι. (Σημείωση: Με τον όρο ομοφυλοφιλία εννοείται ο παρα-φύσιν έρωτας). Όπως σε κάθε κοινωνία, όπως σε κάθε εποχή. Θα έλεγα μάλιστα, ότι συμπερασματικά -από τα κείμενα που έχουν διασωθεί- το ποσοστό των αποκαλουμένων κιναίδων ήταν πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό στην σημερινή κοινωνία. Και επειδή ακριβώς οι ομοφυλόφιλοι ήσαν σχετικά λίγοι γι' αυτό και αποτελούσαν στόχο.
Τις κύριες πηγές μας για την νομοθεσία αποτελούν αναφορές του Δημοσθένους, του Αριστοτέλους, του Ξενοφώντος και άλλων πολλών συγγραφέων. Όμως στον «Κατά Τιμάρχου» λόγο του Αισχίνου, έχουμε την πλήρη καταγραφή των σχετικών νόμων.
Πριν όμως αναφέρουμε τους νόμους όπως είναι γραμμένοι στο κείμενο, ας πούμε λίγα λόγια για την υπόθεση «Κατά Τιμάρχου», γιατί και από μόνη της, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Ο Δημοσθένης και ο Τίμαρχος, το 345 προ της απαρχής της χριστιανικής χρονολογήσεως, κατηγόρησαν τον Αισχίνη δια «γραφήν παραπρεσβείας», δηλαδή τον κατηγόρησαν ότι ως πρεσβευτής των Αθηναίων, δωροδοκήθηκε από τον Φίλιππο και ενήργησε κατά τρόπον βλαβερόν για την Αθήνα. Και συγκεκριμένα όταν ο Φίλιππος, παραβιάζοντας την συμφωνία του με τους Αθηναίους, επετέθη εναντίον των Φωκαέων.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο κάθε Αθηναίος, επιφορτισμένος με δημόσια υπηρεσία, άρα κα
ι οι πρεσβευτές, ήταν υποχρεωμένος εντός τριάντα ημερών από το πέρας της αποστολής του ή της επιστροφής του, να λογοδοτήσει για την δράση του αλλά και να δικαιολογήσει το πώς χρησιμοποίησε το δημόσιο χρήμα που η Πόλις του εμπιστεύθηκε. Ο Δημοσθένης λοιπόν μαζί με τον Τίμαρχο -που παρουσιάζονταν ως ο κύριος μηνυτής- κατηγόρησε τον Αισχίνη ότι δεν εξετέλεσε πιστά το καθήκον του ως πρεσβευτής των Αθηνών και κατά συνέπεια πρόδωσε το συμφέρον της πόλεως.
(Φυσικά θα πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας -για το συγκεκριμένο θέμα- πως ενώ ο Αισχίνης ήταν φιλο-μακεδών, ο Δημοσθένης υπήρξε ανέκαθεν αντίπαλος των Μακεδόνων).
Ο Αισχίνης αμέσως προσπάθησε να επιβραδύνει μια επικίνδυνη γι' αυτόν, δίκη. Έτσι, χρησιμοποίησε την «αντιγραφήν», προέβαλε δηλαδή, ζήτημα το οποίον έπρεπε να εξετασθεί προ της εκδικάσεως της εναντίων του δίκης. (παρένθεση. Εδώ συναντάμε ίσως την πρώτη περίπτωση δικαστικού τεχνάσματος της ιστορίας)
Κατηγόρησε λοιπόν ο Αισχίνης τον Τίμαρχο ως «ηταιρηκότα» δηλαδή ότι διάγει βίον ανήθικο και ότι σπατάλησε την πατρική του περιουσία. Κατηγορίες, που αν απεδεικνύοντο αφαιρούσαν από τον ένοχο το δικαίωμα του «ομιλείν δημοσίως» τόσο εις στα δικαστήρια όσο και στις συνελεύσεις του Δήμου.
Πράγματι, ο Αισχίνης κέρδισε την δίκη και έτσι απεσύρθη η κατηγορία της παραπρεσβείας εναντίον του - τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Τοιουτοτρόπως, ο Τίμαρχος, ο οποίος καταδικάστηκε για ομοφυλοφιλία και για το ότι συζούσε με άλλους άνδρες, έχασε το ύψιστο δικαίωμα του δημοσίου βήματος.
Τέλος να τονίσουμε ότι: Οι νομικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις διάφορες μορφές ομοφυλόφιλης συμπεριφοράς μπορούν να ενταχθούν σε τρεις κατηγορίες:
Α) Νόμοι που αφορούν την πορνεία
Β) Νόμοι που αφορούν στην εκπαίδευση και την ερωτοτροπία
Γ) Γενικές διατάξεις που σχετίζονται με την σεξουαλική κακοποίηση.
Αναφέρει λοιπόν ο πρώτος νόμος:
(Σημείωση: Η μετάφραση είναι του Κ.Θ Αραποπούλου, όπως δημοσιεύτηκε στους «Λόγους του Αισχίνου» από τις εκδόσεις «Πάπυρος»)
12. « Οι δάσκαλοι να μη ανοίγουν τα σχολεία πριν ανατείλη ο ήλιος και να τα κλείνουν πριν δύση ο ήλιος.
Να μη επιτρέπεται εις τους έχοντας ηλικίαν ανωτέραν της παιδικής να εισέρχονται εις τα σχολεία, όταν υπάρχουν εντός αυτών παιδιά, εκτός εάν πρόκειται περί υιού, αδελφού ή γαμπρού του διδασκάλου. Εάν δε κάποιος παρά την απαγόρευσιν ταύτην εισέρχεται εις το σχολείο, να τιμωρήται με την ποινήν του θανάτου.
Επίσης οι επί κεφαλής της παλαίστρας να μη επιτρέπουν εις κανένα ενήλικον να κάθηται μαζί με τα παιδιά κατά τας εορτάς του Ερμού, με καμμίαν δικαιολογίαν. Εάν δε επιτρέπη τούτο εις αυτούς και δεν τους εκδιώκη εκ της παλαίστρας, ο επί κεφαλής της παλαίστρας θα είναι ένοχος παραβάσεως του νόμου περί διαφθοράς των ελευθέρων παίδων. Οι δε χορηγοί οι οριζόμενοι υπό του λαού, πρέπει να έχουν συμπληρώσει το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας των.»
Είναι γνωστόν ότι σχολείο παρακολουθούσαν μόνο τα αγόρια. ʼρα εδώ έχουμε ξεκάθαρα έναν νόμο που προστατεύει τα ανήλικα παιδιά από τυχόν ανώμαλους.
Είναι αστείο το επιχείρημα διαφόρων «σοβαρών» μελετητών ότι αφού υπήρχε τέτοιος αυστηρός νόμος τότε θα πρέπει η παιδεραστία να ήταν διαδεδομένη. Με την ίδια λογική, αφού σήμερα υπάρχει νόμος περί παιδεραστίας και περί βιασμού και περί δολοφονίας, άρα και οι περισσότεροι από μας είμεθα είτε βιαστές είτε παιδεραστές είτε δολοφόνοι είτε και τα τρία μαζί.
Vanzel από την εγκυκλοπαίδεια wikipedia:
Ο όρος παιδεραστία περιέχει τις δύο έννοιες παις (=παιδί) και έράν (ποθώ, ερωτεύομαι). Ενώ ο όρος "παις" σημαίνει γενικά είτε το αρσενικό είτε το θηλυκό παιδί, εντούτοις, στην περίπτωση αυτή αναφέρεται μόνο στο αγόρι και συγκεκριμένα σ' εκείνο που βρίσκονταν προς το τέλος της εφηβείας.
Ο σύνδεσμος αυτός, ήταν μια ιδιαίτερη μορφή ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, στην οποία κύριος στόχος ήταν η διαπαιδαγώγηση του εφήβου από τον ενήλικο άνδρα που όφειλε να διδάσκει το αγαπημένο του αγόρι πρότυπα συμπεριφοράς και να του δίνει μέτρα αξιών για τη ζωή του. Καθώς η αγωγή σε πολλές περιπτώσεις δεν δινόταν από δημόσια σχολεία αλλά βρισκόταν στα χέρια των ιδιωτών, στο πλαίσιο αυτό ο εραστής, όφειλε να παιδαγωγεί τον νεαρό ώστε να γίνει όμορφος και καλός άνθρωπος (καλοκαγαθία), ένα πρότυπο αρετής που περιελάμβανε σωματική ομορφιά, ηθική ανεπίληψία και μόρφωση. Ως προς το παιδαγωγικό σκοπό της παιδεραστίας, τα κείμενα της ελληνικής γραμματείας δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία.
Αυτή η ερωτικά χρωματισμένη ιδιότητα του Μέντορος, την οποίαν είχε ένας ενήλικος, ο οποίος εύρισκε ανταπόκριση στο θαυμασμό και στην ευγνωμοσύνη του αναπτυσσόμενου, ήταν η προϋπόθεση που έκανε αποδεκτή μία τέτοια σχέση, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, χωρίς δηλ. τον παιδαγωγικό έρωτα, ήταν απλώς βλαπτική πορνεία ή και παρά φύσιν ασέλγεια (Πλάτ. Νόμοι 636c, 835c - 842a). Αντίθετα, η σεξουαλική επαφή όταν υπήρχε, αποτελούσε μόνο το συμπλήρωμα στον παιδαγωγικό αυτό έρωτα. (σε αυτό το σημείο διαφωνώ και ο Ηρακλής Χαριτίδης όπως θα δείτε καταρρίπτει αυτό το επιχείρημα)
Είναι άξιο αναφοράς ότι αν ένας νεαρός ερώμενος διέπραττε κάτι ανάρμοστο, δε θα του ήταν τόσο οδυνηρό να τον έβλεπε ο πατέρας του, όσο ο εραστής του αφού στα μάτια του αγοριού εκπλήρωνε τη λειτουργία ενός προτύπου που ασφαλώς ήταν στενά συνδεδεμένο με το κοινωνικό γόητρο και την κοινωνική θέση. ʼλλωστε, όταν παιζόταν μία θέση για την προτίμηση ενός όμορφου αγοριού με πολλούς θαυμαστές, ο συχνότερα κερδισμένος ήταν ο πιο ισχυρός κοινωνικά άνδρας.
Η σχέση που αναπτυσσόταν μεταξύ τους, κατέληγε σε μια ισόβια φιλία, αφού έπαυε η παιδεραστική σχέση, όταν ο έφηβος μεγάλωνε και γινόταν άνδρας. Ήταν δεδομένο ότι η σχέση αυτή ήταν πολύ ισχυρή και αυτό είχε μια επιπλέον ιστορική εφαρμογή με τον περίφημο Ιερό Λόχο των Θηβών, όπου στρατολογούνταν αποκλειστικά τέτοια ζευγάρια (Πλούτ. Πελοπ. 287, 6).
Το κοινωνικά αντιφατικό σε αυτού του είδους τις σχέσεις ήταν πως η δια του πρωκτού γενετήσια επικοινωνία, προκύπτει σαφώς από τα κείμενα ότι εθεωρείτο ταπεινωτική για τον παθητικό συμμέτοχο. Στην αττική κωμωδία, η προσβλητική λέξη καταπύγων (Αριστοφ. Θεσμοφ. 201) ήταν εξαιρετικά μειωτική για τέτοιες σεξουαλικές συμπεριφορές όπως και ο χαρακτηρισμός ευρύπρωκτος (Αριστοφ. Νεφ. 1023).
Η περιφρόνηση, προς τον παθητικό συνεργό της δια του πρωκτού συνουσίας, βρίσκεται θεμελιωμένη στην αντίληψη, ότι ο άνδρας συμπεριφέρεται θηλυπρεπώς, "κατεβαίνοντας" στο επίπεδο της γυναίκας αφού υποτασσόταν σε άλλο άνδρα ως σεξουαλικό αντικείμενο.
(και τώρα η συνέχεια)
Είναι εκπληκτικό το γεγονός πως συναντάμε έναν τέτοιο νόμο σε μια κοινωνία 500 χρόνια πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως, την στιγμή που παρόμοιοι νόμοι, θεσπίστηκαν αιώνες αργότερα -και με σαφώς ελαφρύτερες ποινές- στις αυτοαποκαλούμενες «ηθικές» και «χριστιανικές» κοινωνίες.
Ας δούμε όμως με προσοχή τον νόμο. Πρώτα απ' όλα εντύπωση δημιουργεί η κοινωνική θέση και ισχύς του δασκάλου. Ο δάσκαλος υπήρξε στην τότε ελληνική κοινωνία ένα πρόσωπο ιδιαίτερο, που διακατείχε μια πολύ υψηλή θέση. Και βέβαια όταν μια κοινωνία έχει τέτοια άποψη για τον δάσκαλο και κατά συνέπεια έδινε τέτοια σημασία στην παίδευση, είναι φυσικό αυτή κοινωνία να φτάσει σε πολιτιστικά, φιλοσοφικά, πνευματικά και επιστημονικά επίπεδα τέτοια, όπως αυτά των Ελλήνων 3000 και πλέον, χρόνια πριν. (Εν αντιθέσει με το σημερινό κατάντημα της εκπαίδευσης)
Ο δάσκαλος λοιπόν είχε την ευχέρεια να καταγγείλει τον οποιονδήποτε που παρεβίαζε το σχολικό άσυλο, ακόμα και πατέρα κάποιου μαθητού - με κίνδυνο να υποστεί ο εισβολεύς ακόμα και την θανατική ποινή.
Πέρα από το περιβάλλον του σχολείου, ο νόμος προεκτείνετο και στις παλαίστρες αλλά και στις γιορτές. Στις παλαίστρες που τα παιδιά γυμνάζονταν γυμνά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν εύκολο στόχο για κάποιον ανώμαλο, Το κράτος λοιπόν όριζε επιτρόπους που συνόδευαν τα παιδιά στις παλαίστρες αλλά και σε όλες τις εκδηλώσεις. Γιατί όριζε επιτρόπους; Για να εξαλείψει και την περίπτωση που ο δάσκαλος δεν συμπεριφερόταν όπως του άρμοζε. Σήμερα έχουμε περιπτώσεις ό
που μαθητές καταγγέλλουν εκπαιδευτικούς για ασέλγεια. Οι Έλληνες έχοντας προβλέψει και αυτές τις ελάχιστες περιπτώσεις, έπαιρναν μέτρα για την αποτροπή τους.
Ο επόμενος νόμος αναφέρει:
16. « Αν κάποιος Αθηναίος προσβάλη ελεύθερον παίδα, να διώκεται ενώπιον των θεσμοθετών από εκείνον, ο οποίος έχει εξουσίαν επί του παιδιού, αφού αναγράψη εις την μήνυσίν του την ποινήν, της οποίας θεωρεί τούτον άξιον. Αν δε ο μηνυσθείς καταδικασθή, να παραδοθή εις τους ένδεκα και να θανατωθή την ιδίαν ημέραν. Εάν δε του επιβληθή χρηματική ποινή, να την καταβάλη εντός ένδεκα ημερών μετά την δίκην, εάν δεν δύναατι να την καταβάλη αμέσως, μέχρις ότου δε την καταβάλη, να φυλακισθή. Εις την ιδίαν ποινήν να υπόκεινται και εκείνοι, οι οποίοι υποπίπτουν εις τας ιδίας παραβάσεις και όσον αφορά τους δούλους.»
Αξίζει να μνημονεύσουμε το εδάφιο που αναφέρεται και στους δούλους. Οι δούλοι λοιπόν είχαν και αυτοί νομική κάλυψη. Και όπως αναφέρει πάρα κάτω ο Αισχίνης:
«..αλλά βουλόμενος υμάς εθίσαι πολύ απέχειν της των ελευθέρων ύβρεως, προέγραψε μηδ' εις τους δούλους υβρίζειν» Δηλαδή: « ..αλλά θέλων να σας συνηθίση να σέβεσθε τους ελευθέρους άνδρας, ώρισε να μην προσβάλλη κανείς ούτε τους δούλους»
Παρακάτω:
21. « Ο Αθηναίος, ο οποίος έγινεν ερωμένος ανδρός αντί χρημάτων, να μη έχη το δικαίωμα να εκλεγή εις εκ των εννέα αρχόντων, ούτε να αναλάβη ιερατικόν αξίωμα, ούτε να παρουσιασθή ως συνήγορος εις δημοσίας δίκας ή να καταλάβη οιανδήποτε εξουσίαν, είτε εντός της πόλεως, είτε εκτός των ορίων αυτής, είτε αύτη ορίζεται δια κλήρου ή δι' εκλογής, ούτε να αποστέλλεται ως δημόσιος κήρυξ, ούτε και να εκφέρη γνώμην, ούτε να μετέχη εις δημοσίας θρησκευτικάς τελετάς, ούτε να φέρη δημοσία τον στέφανον ούτε να περιφέρεται εντός του τμήματος της αγοράς που έχει καθαρισθή δια ραντισμού. Εάν δε τις πράττη παρά τας διατάξεις ταύτας, αφού έχει καταδικασθή επί εταιρήσει, ούτος να τιμωρήται δια θανάτου»
Ας δούμε αναλυτικότερα αυτόν τον νόμο, που αποτελεί και την καρδιά του κατηγορητηρίου του Αισχίνου κατά του Τιμάρχου. Πρώτα βέβαια να σχολιάσουμε ότι ο «καταδικασθείς επί εταιρήσει» εθεωρείτο μιαρός, αφού του απηγορεύετο η παρουσ