ΕΤΣΙ «ΦΤΙΑΧΤΗΚΕ» Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ
Μύθος 1ος
Η ονομασία «Μακεδόνες» των βορείων γειτόνων μας πρωτοεμφανίζεται το 1943-44 και αποτελεί κατασκεύασμα του Τίτο.
Στην πραγματικότητα η επίμαχη ονομασία χρησιμοποιείται ήδη από τα μέσα του ΙΘ' αι., όταν πρώτη φορά ετέθη δημόσια το ζήτημα του εθνικού χαρακτήρα των σλαβόφωνων χριστιανών της ευρύτερης Μακεδονίας. Οι τελευταίοι δηλώνουν «Μακεδόνες» την ίδια στιγμή που διαπραγματεύονται την υποστήριξή τους στην ελληνική, βουλγαρική ή σερβική εθνική ιδέα.
Τυπικό δείγμα, το κήρυγμα του (πρώην κομιτατζή και εν συνεχεία μακεδονομάχου) καπετάν Κώττα προς τους προεστούς των Κορεστίων, όπως καταγράφηκε από τον αυτόπτη Παύλο Μελά: «Ημείς οι Μακεδόνες διά ν' αποκτήσωμεν ελευθερίαν έχομεν δύο δρόμους ν' ακολουθήσωμεν. Ο ένας πηγαίνει εις την Βουλγαρίαν, ο άλλος πηγαίνει εις την Ελλάδα» (Ναταλία Μελά, «Παύλος Μελάς», Αθήνα 1964, σ. 242). Καθώς η παραπάνω ομιλία έγινε στη γλώσσα που ο ίδιος ο Μελάς αποκαλεί «μακεδονικά», οι κατά Κώτταν «Μακεδόνες» αυτοαποκαλούνταν -προφανώς- «Μακεντόντσι».
Δεν πρόκειται για τη μοναδική καταγραφή του είδους. Κατά την είσοδό τους στις ΗΠΑ, την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., πολλοί σλαβόφωνοι μετανάστες απαντούν στο ερώτημα ποια είναι η «φυλή» ή ο «λαός» τους με τη λέξη «Μακεδόνας». Οι σχετικές καταχωρήσεις είναι ηλεκτρονικά προσπελάσιμες, στην πρωτότυπη μορφή τους, στην ιστοσελίδα του Ελις Αϊλαντ.
Ενδιαφέρουσα είναι η προβολή αυτού του αυτοπροσδιορισμού από την ελληνική προπαγάνδα της εποχής, που από τη «μακεδονικότητα» των σλαβοφώνων έσπευδε να συναγάγει την «ελληνικότητά» τους. «Και αυταί αι παραδόσεις των βουλγαροφώνων Ελλήνων εισίν ελληνικαί, ως και το παρ' αυτοίς αίσθημα της εθνότητος, διότι αυτοί εαυτούς Μακεδόνας ονομάζουσιν, ουδέποτε δε χρώνται τη λέξει Βούλγαρος» διαβάζουμε, π.χ. στον εθνογραφικό χάρτη του Στάνφορντ (1877), που είχε συνταχθεί από τον έλληνα διπλωμάτη Ιωάννη Γεννάδιο. Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Δημήτριος Φιλιππίδης τονίζει κι αυτός ότι «οι χριστιανοί κάτοικοι, άνευ διακρίσεως οι τε Ελληνες και οι σχισματικοί, ονομάζουσιν εαυτούς υπό το γενικόν όνομα "Μακεδόνας"» («Η Μακεδονία», Εν Αθήναις 1906, σ. 30).
Το 1905, τέλος, ο επίσημος χαρτογράφος του ελληνικού μηχανισμού λοχαγός Πάτροκλος Κοντογιάννης, εισηγείται υπηρεσιακά την ενιαία χρήση του όρου «Μακεδόνες» για τους σλαβόφωνους χριστιανούς της ευρύτερης περιοχής, αναφερόμενος σε «Μακεδόνας ελληνίζοντας» και «Μακεδόνας βουλγαρίζοντας» και υποστηρίζοντας ότι «η εθνότης είναι η αυτή και εις τας δύο ταύτας κατηγορίας, ήτοι η Μακεδονική» (βλ. «Ιός» 5.6.05).
Η τάση διακριτού αυτοπροσδιορισμού ενισχύθηκε προοδευτικά ως απάντηση στις αιματηρές προσηλυτιστικές εκστρατείες Βουλγάρων, Ελλήνων και Σέρβων. Η πρώτη πανηγυρική διατύπωση της συγκρότησης ενός σύγχρονου, σλαβικού «μακεδονικού έθνους» γίνεται το 1903 από τον (γεννημένο στην Πέλλα των Γιαννιτσών) Κάρστε Μισίρκωφ. Για τις αντίστοιχες αποκρυσταλλώσεις στη βάση των τοπικών κοινωνιών, αποκαλυπτική είναι η διαπίστωση του Στράτη Μυριβήλη το 1917: «Αυτοί εδώ οι χωριάτες», γράφει για τους οικοδεσπότες του στη Βελούσινα, «δε θέλουν νάναι μήτε "Μπουλγκάρ", μήτε "Σρρπ", μήτε "Γκρρτς". Μοναχά "Μακεντόν ορτοντόξ"» («Η ζωή εν τάφω», 1η έκδοση [1924], επανέκδ. Αθήνα 1991, σ. 104-5).
Ολα αυτά, μερικές δεκαετίες τουλάχιστον πριν ο Τίτο κάνει τη δημόσια εμφάνισή του στην πολιτική σκηνή των Βαλκανίων.