ΕΤΣΙ «ΦΤΙΑΧΤΗΚΕ» Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ
Οι δέκα μύθοι του «Σκοπιανού»
Τα 'παμε τόσες φορές, που σε λίγο θα τα πιστέψουμε κι οι ίδιοι. Για την εθνική προπαγάνδα περί Μακεδονικού ο λόγος, που ανασύρεται πάλι από τα χρονοντούλαπα για να στηρίξει την πολιτική αμηχανία των δεκαπέντε τελευταίων χρόνων.
Δώδεκα χρόνια μετά την κυνική προφητεία του Κων/νου Μητσοτάκη για τις αντοχές του εθνικού μας μνημονικού, το «Σκοπιανό» επανεμφανίζεται στον πολιτικό ορίζοντα της χώρας.
Με αφορμή τις προτάσεις Νίμιτς και την εκκρεμή εξέταση του αιτήματος εισδοχής της ΠΓΔΜ στην Ε.Ε., οι ατυχήσαντες μακεδονομάχοι της περασμένης δεκαετίας ξανασηκώνουν κεφάλι, επιδιώκοντας να ξαναγίνουν ρυθμιστές της εξωτερικής πολιτικής. Επιστέγασμα της διαφαινόμενης στροφής αποτελούν οι νύξεις (ή διπλωματικές απειλές) για δημοψήφισμα, όπου ο ελληνικός λαός θα αποφανθεί για το όνομα και την ευρωπαϊκή προοπτική των γειτόνων μας.
Αφήνοντας κατά μέρος την προβληματική δημοκρατικότητα μιας τέτοιας ενέργειας, αναρωτιέται κανείς με ποια κριτήρια θα κληθεί ο ελληνικός λαός να κρίνει υπέρ ή κατά της όποιας προτεινόμενης λύσης.
Με δεδομένο το μοντέλο των τηλεοπτικών παραθύρων, που αποκλείει οποιαδήποτε ψύχραιμη κι εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων για τα λεγόμενα «εθνικά θέματα», το πιθανότερο είναι να κληθούμε απλώς να επικυρώσουμε τα στερεότυπα που επιβλήθηκαν πριν από μία δεκαετία σε συνθήκες εθνικιστικής υστερίας, πατριδοκάπηλης μικροκομματικής πλειοδοσίας, κατευθυνόμενης πληροφόρησης και δικαστικών διώξεων των αντιφρονούντων. Στερεότυπα που ποτέ δεν συζητήθηκαν σοβαρά (έξω από τους κύκλους των επαγγελματιών επιστημόνων) και ως εκ τούτου εξακολουθούν ν' αποτελούν «κτήμα» (και να καθορίζουν τις επιλογές) της κοινής γνώμης.
Γιατί η ουσία του «Σκοπιανού» είναι ακριβώς αυτή: η εικόνα που διαμορφώθηκε γι' αυτό στην ελληνική κοινωνία, σφυρηλατημένη το 1991-92 με μεθόδους «Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης», στηρίζεται σε «ανιστόρητα στερεότυπα» κι «ένα μείγμα από παραχαραγμένα ιστορικά στοιχεία και μισές αλήθειες», όπως διαπιστώνει ο επίσημος κρατικός μακεδονολόγος, Ευάγγελος Κωφός. Με αποτέλεσμα το μπλοκάρισμα οποιασδήποτε πραγματιστικής πολιτικής ή ακόμα και τη διεθνή γελοιοποίηση.
Ας δούμε όμως από κοντά τα βασικά συστατικά στοιχεία αυτής της πρόσφατης «εθνικής μας τύφλωσης».
Μύθος 1ος
Η ονομασία «Μακεδόνες» των βορείων γειτόνων μας πρωτοεμφανίζεται το 1943-44 και αποτελεί κατασκεύασμα του Τίτο.
Στην πραγματικότητα η επίμαχη ονομασία χρησιμοποιείται ήδη από τα μέσα του ΙΘ' αι., όταν πρώτη φορά ετέθη δημόσια το ζήτημα του εθνικού χαρακτήρα των σλαβόφωνων χριστιανών της ευρύτερης Μακεδονίας. Οι τελευταίοι δηλώνουν «Μακεδόνες» την ίδια στιγμή που διαπραγματεύονται την υποστήριξή τους στην ελληνική, βουλγαρική ή σερβική εθνική ιδέα.
Τυπικό δείγμα, το κήρυγμα του (πρώην κομιτατζή και εν συνεχεία μακεδονομάχου) καπετάν Κώττα προς τους προεστούς των Κορεστίων, όπως καταγράφηκε από τον αυτόπτη Παύλο Μελά: «Ημείς οι Μακεδόνες διά ν' αποκτήσωμεν ελευθερίαν έχομεν δύο δρόμους ν' ακολουθήσωμεν. Ο ένας πηγαίνει εις την Βουλγαρίαν, ο άλλος πηγαίνει εις την Ελλάδα» (Ναταλία Μελά, «Παύλος Μελάς», Αθήνα 1964, σ. 242). Καθώς η παραπάνω ομιλία έγινε στη γλώσσα που ο ίδιος ο Μελάς αποκαλεί «μακεδονικά», οι κατά Κώτταν «Μακεδόνες» αυτοαποκαλούνταν -προφανώς- «Μακεντόντσι».
Δεν πρόκειται για τη μοναδική καταγραφή του είδους. Κατά την είσοδό τους στις ΗΠΑ, την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., πολλοί σλαβόφωνοι μετανάστες απαντούν στο ερώτημα ποια είναι η «φυλή» ή ο «λαός» τους με τη λέξη «Μακεδόνας». Οι σχετικές καταχωρήσεις είναι ηλεκτρονικά προσπελάσιμες, στην πρωτότυπη μορφή τους, στην ιστοσελίδα του Ελις Αϊλαντ.
Ενδιαφέρουσα είναι η προβολή αυτού του αυτοπροσδιορισμού από την ελληνική προπαγάνδα της εποχής, που από τη «μακεδονικότητα» των σλαβοφώνων έσπευδε να συναγάγει την «ελληνικότητά» τους. «Και αυταί αι παραδόσεις των βουλγαροφώνων Ελλήνων εισίν ελληνικαί, ως και το παρ' αυτοίς αίσθημα της εθνότητος, διότι αυτοί εαυτούς Μακεδόνας ονομάζουσιν, ουδέποτε δε χρώνται τη λέξει Βούλγαρος» διαβάζουμε, π.χ. στον εθνογραφικό χάρτη του Στάνφορντ (1877), που είχε συνταχθεί από τον έλληνα διπλωμάτη Ιωάννη Γεννάδιο. Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Δημήτριος Φιλιππίδης τονίζει κι αυτός ότι «οι χριστιανοί κάτοικοι, άνευ διακρίσεως οι τε Ελληνες και οι σχισματικοί, ονομάζουσιν εαυτούς υπό το γενικόν όνομα "Μακεδόνας"» («Η Μακεδονία», Εν Αθήναις 1906, σ. 30).
Το 1905, τέλος, ο επίσημος χαρτογράφος του ελληνικού μηχανισμού λοχαγός Πάτροκλος Κοντογιάννης, εισηγείται υπηρεσιακά την ενιαία χρήση του όρου «Μακεδόνες» για τους σλαβόφωνους χριστιανούς της ευρύτερης περιοχής, αναφερόμενος σε «Μακεδόνας ελληνίζοντας» και «Μακεδόνας βουλγαρίζοντας» και υποστηρίζοντας ότι «η εθνότης είναι η αυτή και εις τας δύο ταύτας κατηγορίας, ήτοι η Μακεδονική» (βλ. «Ιός» 5.6.05).
Η τάση διακριτού αυτοπροσδιορισμού ενισχύθηκε προοδευτικά ως απάντηση στις αιματηρές προσηλυτιστικές εκστρατείες Βουλγάρων, Ελλήνων και Σέρβων. Η πρώτη πανηγυρική διατύπωση της συγκρότησης ενός σύγχρονου, σλαβικού «μακεδονικού έθνους» γίνεται το 1903 από τον (γεννημένο στην Πέλλα των Γιαννιτσών) Κάρστε Μισίρκωφ. Για τις αντίστοιχες αποκρυσταλλώσεις στη βάση των τοπικών κοινωνιών, αποκαλυπτική είναι η διαπίστωση του Στράτη Μυριβήλη το 1917: «Αυτοί εδώ οι χωριάτες», γράφει για τους οικοδεσπότες του στη Βελούσινα, «δε θέλουν νάναι μήτε "Μπουλγκάρ", μήτε "Σρρπ", μήτε "Γκρρτς". Μοναχά "Μακεντόν ορτοντόξ"» («Η ζωή εν τάφω», 1η έκδοση [1924], επανέκδ. Αθήνα 1991, σ. 104-5).
Ολα αυτά, μερικές δεκαετίες τουλάχιστον πριν ο Τίτο κάνει τη δημόσια εμφάνισή του στην πολιτική σκηνή των Βαλκανίων.
Μύθος 2ος
Η εδαφική επικράτεια της ΠΓΔΜ βρίσκεται ως επί το πλείστον εκτός «ιστορικής» Μακεδονίας.
Στην πραγματικότητα, όπως ο ίδιος ο εθνικός μας ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος επισημαίνει σε υπηρεσιακή έκθεσή του το 1885, ολόκληρη η σημερινή ΠΓΔΜ περιλαμβάνεται στα όρια της αρχαίας Μακεδονίας (επί Φιλίππου). Η πολυδιαφημισμένη διάκριση της μείζονος Μακεδονίας σε «γεωγραφική» και «ιστορική» δεν είναι αντίθετα παρά ένα τέχνασμα του τότε ελληνικού υπ.Εξ., με σκοπό την αυθαίρετη ταύτιση της Μακεδονίας με «το μέρος εκείνο της χώρας ταύτης εις το οποίον ο Ελληνισμός δύναται να παρασταθή επικρατών». Την αποκαλυπτική αυτή έκθεση εντοπίσαμε στα αρχεία του υπ.Εξ. και δημοσιεύσαμε αυτούσια παλιότερα («Ε» 24.2.2001).
Ο Παπαρρηγόπουλος αρνήθηκε να δεχτεί τις σχετικές εισηγήσεις, τονίζοντας πως «επ' ουδεμιάς ιστορικής βάσεως δυνάμεθα να στηρίξωμεν νέαν της Μακεδονίας οριοθέτησιν» και προειδοποιώντας ότι «ουδείς ήθελε αποδεχθή» διεθνώς τον «νέον γεωγραφικόν όρον» που κατασκεύασε η ελληνική πολιτική ηγεσία για τις βορειότερες μακεδονικές περιοχές. Παρ' όλο που τότε δεν ακούστηκε, η Ιστορία έμελλε να τον δικαιώσει: η μετονομασία της Βόρειας Μακεδονίας σε «Δαρδανία» παρέμεινε ένα σόφισμα για εσωτερική κατανάλωση, χωρίς οποιοδήποτε αντίκρισμα στη διεθνή επιστημονική και διπλωματική σκηνή -ούτε καν καθολική αποδοχή από τους εν Ελλάδι μακεδονολογούντες.
Μύθος 3ος
Το πραγματικό ιστορικό όνομα της ΠΓΔΜ είναι «Βαρντάρσκα Μπανοβίνα».
Στην πραγματικότητα, η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε απ' το γιουγκοσλαβικό κράτος 12 χρόνια όλα κι όλα (1929-1941) και μάλιστα κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τον τεχνητό χαρακτήρα της.
Οταν η στρατιωτική δικτατορία του βασιλιά Αλέξανδρου επιχείρησε το 1929 να εξαλείψει τις εθνότητες της χώρας συγχωνεύοντάς τις σε ένα ενιαίο «γιουγκοσλαβικό» έθνος υπό σερβική ηγεμονία, όλες οι «ιστορικές» περιφέρειες της Γιουγκοσλαβίας αντικαταστάθηκαν από Διοικήσεις («Μπανοβίνες») με τα ονόματα των τοπικών ποταμών. Η αλλαγή παγιώθηκε με το σύνταγμα του 1931 (άρθρο 83) και αντιμετωπίστηκε ειρωνικά από το διεθνή τύπο της εποχής.
Αν πάρουμε στα σοβαρά αυτή τη διοικητική διαίρεση, τότε εκτός από (γιουγκοσλαβική) Μακεδονία δεν υπάρχουν επίσης Σλοβενία (αλλά «Ντράβσκα» Μπανοβίνα), Κροατία («Σάβσκα» και «Πριμόρσκα» Μπανοβίνα), Μαυροβούνιο («Ζέτσκα» Μπανοβίνα), Βοσνία-Ερζεγοβίνη («Ντρίνσκα» και «Βρμπάσκα» Μπανοβίνα), Βοϊβοδίνα («Ντουνάβσκα» Μπανοβίνα) και -φυσικά- ούτε Σερβία («Μοράβσκα» Μπανοβίνα). Η γελοιότητα του όλου επιχειρήματος, που προπαγανδίστηκε κι από επίσημα χείλη (βλ. επιστολή Παπαθεμελή, «Ε» 17.3.01), είναι παραπάνω από προφανής.
Μύθος 4ος
Ονομασία των βορείων γειτόνων μας ως «Μακεδονία» συνεπάγεται αλυτρωτικές βλέψεις εις βάρος της Ελληνικής Μακεδονίας.
Στην πραγματικότητα, οι παλιότερες εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της ελληνικής Μακεδονίας ουδέποτε στηρίχτηκαν σε «ονοματολογικές» παρανοήσεις. Κεντρικό επιχείρημα της Βουλγαρίας και της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας (πριν από το 1950) ήταν η συνεχιζόμενη παρουσία μιας συμπαγούς σλαβόγλωσσης μειονότητας σε περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας ή τα «ιστορικά δίκαια» που (υποτίθεται ότι) συνεπαγόταν η πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και την εγκατάσταση των προσφύγων της Μικρασίας.
Ακόμη κι αν η ΠΓΔΜ μετονομαζόταν «Δαρδανία», αυτό δεν θα εξαφάνιζε τις αναφορές των εκεί εθνικιστών σε «αλύτρωτους Δαρδανούς» της Β. Ελλάδας. Στη δε χώρα μας, θα γινόμασταν απλώς μάρτυρες της μετάλλαξης των «σλαβόφωνων Ελλήνων» σε «δαρδανόφωνους».
Της μόδας μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε επίσης η «γεωπολιτική» επιχειρηματολογία («δικαίωμα» των εθνών να «αναζητήσουν» καλλιεργήσιμα εδάφη, θαλάσσιες οδούς κ.λπ.). Παρόμοια επιχειρήματα πρόβαλε τότε κι η επίσημη Αθήνα, ζητώντας επέκταση των ελληνικών συνόρων προς βορρά. Σήμερα, τέτοιοι ισχυρισμοί θεωρούνται από το Διεθνές Δίκαιο απαράδεκτοι, ενώ η ύπαρξη και προστασία των κατά τόπους μειονοτήτων έχει πλήρως αποσυνδεθεί από εδαφικές «διευθετήσεις».
Μύθος 5ος
Η (φαντασιακή) σχέση των Σλαβομακεδόνων με τους αρχαίους Μακεδόνες είναι μια ιστορική πλαστογραφία που χαλκεύθηκε από τα Σκόπια στα μεταπολεμικά χρόνια.
Στην πραγματικότητα, η υποτιθέμενη καταγωγή των σλαβόφωνων από τους αρχαίους Μακεδόνες υπήρξε αγαπημένο θέμα της ελληνικής προπαγάνδας, ήδη από τα μέσα του ΙΘ' αι.
Το πιστοποιούν σλαβόγλωσσα έντυπα που οι μακεδονομάχοι μοίραζαν στον τοπικό πληθυσμό, όπως η «Διακήρυξη του Ελληνομακεδονικού Συλλόγου της Αθήνας για τους αδελφούς μας Μακεδόνες» (1905) ή οι υποτιθέμενες «Προφητείες του Μεγαλέξανδρου» (1907). Ανάλογες θεωρίες συναντάμε και σε προφορικά κηρύγματα προς τους σλαβόφωνους χωρικούς (Στ. Ράπτης «Ιστορία του Μακεδονικού Αγώνος», Εν Αθήναις 1910, σ. 168). Πασίγνωστη είναι τέλος η αναγόρευση της σλαβομακεδονικής σε μετεξέλιξη της «ομηρικής» γλώσσας των αρχαίων Μακεδόνων από λογίους της εποχής (Τσιούλκας, Μπουκουβάλας κ.ά.), τα πονήματα των οποίων βρίσκουν μέχρι σήμερα ανταπόκριση σε ελληνικούς εθνικιστικούς κύκλους.
Εξίσου παλιά είναι η οικειοποίηση αυτής της «ιστορικής» επιχειρηματολογίας από τους ίδιους τους σλαβόφωνους Μακεδόνες -είτε αυτοί συντάσσονταν με τον ελληνικό εθνικισμό είτε όχι. Προξενική έκθεση του 1871 καταγράφει το στολισμό του «σλαβοβουλγαρικού» βιβλιοπωλείου των Βιτωλίων με την εικόνα του Μεγαλέξανδρου, ενώ το 1902 κομιτατζήδες κηρύσσουν πως «θέλουν να αναζωώσουν τον Μέγαν Αλέξανδρον» και το κράτος του. Την ίδια χρονιά, σλαβόφωνος πράκτορας του ελληνικού μηχανισμού καυτηριάζει δημόσια τους συμπατριώτες του που «πλανώνται πλάνην μεγάλην φρονούντες ότι είνε δυνατόν να είνε απόγονοι συγχρόνως τε του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Κρούμου» (Γ. Π. Κώνστας, «Ενέργειαι και δολοφονικά όργια του βουλγαρικού κομιτάτου», Εν Αθήναις 1902, σ. ιθ').
Παρά την οφθαλμοφανή αυθαιρεσία του, το όλο «γενεαλογικό» σχήμα έχει συνεπώς τη δική του προϊστορία. Στο κάτω κάτω, τι φταίνε αυτοί αν πήραν τοις μετρητοίς όσα τους κανοναρχούσαν οι «δικοί μας» φωστήρες;
Διαφορετικής τάξης ζήτημα αποτέλεσε η υιοθεσία του «Ηλιου της Βεργίνας» ως εθνικού εμβλήματος της ΠΓΔΜ το 1992. Ευθύς εξαρχής ήταν προφανές πως επρόκειτο για (εσπευσμένη) κατασκευή ενός διαπραγματευτικού χαρτιού προς ανταλλαγή, ενόψει μελλοντικού διακανονισμού. Το αποδεικνύει όχι μόνο η άνετη απεμπόλησή του το 1995, αλλά και η προνοητικότητα της ηγεσίας των Σκοπίων να απεικονίσει έναν διαφορετικό «ήλιο» στα κέρματα που έκοψε το 1993.
Μύθος 6ος
Το ελληνικό κράτος αδιαφόρησε επί μισόν αιώνα για τις κινήσεις των Σκοπίων.
Στην πραγματικότητα, όπως εξηγεί σε απολογιστικό του κείμενο ο επίσημος ιστορικός του Μακεδονικού (κι εμπειρογνώμονας του ΥΠΕΞ επί τρεις τουλάχιστον δεκαετίες), Ευάγγελος Κωφός, «για τη διπλωματική μας Υπηρεσία, το θεωρούμενο από πολλούς ως "ανύπαρκτο θέμα" ήταν ένα πολύ υπαρκτό και ακανθώδες πρόβλημα. Υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες το 50% των εισερχομένων ημερησίως εγγράφων στο αρμόδιο Βαλκανικό Τμήμα του Υπουργείου αναφέρονταν άμεσα ή έμμεσα στο Μακεδονικό».
Η σχετική παρανόηση οφείλεται στην επιλογή της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να θεωρεί το θέμα επισήμως «ανύπαρκτο», επιβάλλοντας αυτή τη γραμμή στα ελληνικά ΜΜΕ.
Ο Κων/νος Καραμανλής (ο παλιότερος) δεν είχε π.χ. κανένα πρόβλημα να εξηγήσει το 1980 στο γιουγκοσλάβο ομόλογό του, Μιγιάτοβιτς, πώς υποχρέωσε τον ελληνικό τύπο ν' αποσιωπήσει την απάντηση του γιουγκοσλαβικού ΥΠΕΞ σε ερώτηση «ενός δικού μας ανόητου δημοσιογράφου για το Μακεδονικό» («Αρχείο Καραμανλή», τ. 12ος, σ. 61).
Η αιτία αυτής της διατεταγμένης αυτολογοκρισίας δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Χάρη στη (μυστική) ελληνογιουγκοσλαβική «συμφωνία κυρίων» του 1962 για εκατέρωθεν αποχή από οποιαδήποτε δημόσια ανακίνηση του Μακεδονικού, το ελληνικό κράτος μπόρεσε να οργανώσει -χωρίς διεθνείς περιπλοκές- ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αφομοίωσης της σλαβόφωνης μειονότητας του βορειοελλαδικού χώρου. Σε αντάλλαγμα αποδέχθηκε de facto την ύπαρξη της Σ. Δ. Μακεδονίας, όπως πιστοποιεί η αναγραφή της ονομασίας σε ΦΕΚ όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων.
Μύθος 7ος
Η ηγεσία των Σκοπίων υπήρξε σταθερά αδιάλλακτη στο ζήτημα του ονόματος, απορρίπτοντας κάθε συμβιβαστική λύση.
Στην πραγματικότητα, η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να απορρίψει πρώτη όλες τις εκδοχές σύνθετης ονομασίας που πρότειναν το 1992-93 οι μεσολαβητές της Ε.Ε. και του ΟΗΕ, όπως «Νέα Μακεδονία» (1.4.92) και «Nova Makedonija» (28.5.93).
Η δεύτερη απορρίφθηκε επίσημα (και) από τον Γκλιγκόροφ, μια μέρα όμως μετά το Μητσοτάκη.
Το ίδιο συνέβη και με τις βολιδοσκοπήσεις σε διμερές επίπεδο. Το Μάρτιο του 1992, κατά τη συνδιάσκεψη «Ελσίνκι-2» της ΔΑΣΕ, ο ΥΠΕΞ της ΠΓΔΜ Μάλεφσκι παρέδωσε σε μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας κατάλογο με πέντε εκδοχές σύνθετης ονομασίας («Μακεδονία του Βαρδάρη», «Βόρεια Μακεδονία» κ.λπ.) παροτρύνοντας σε άμεση από κοινού επίλυση του προβλήματος. Η ελληνική πλευρά απέρριψε το διάβημα με τη δικαιολογία ότι «η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη». Τις ίδιες μέρες κλιμακώθηκε η εκστρατεία του (τότε) έλληνα ΥΠΕΞ, Αντώνη Σαμαρά, για αποτροπή οποιουδήποτε συμβιβασμού με το «ψευδοκράτος» - με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα σημερινά αδιέξοδα.
Μύθος 8ος
Οι εθνικιστικοί κύκλοι της ΠΓΔΜ απειλούν άμεσα την ασφάλεια κι εδαφική ακεραιότητα της Β. Ελλάδας.
Η ύπαρξη εθνικιστών σε οποιαδήποτε χώρα είναι κάτι το αυτονόητο. Εντελώς διαφορετικό ζήτημα είναι η πραγματική επικινδυνότητά τους. Στην περίπτωση της ΠΓΔΜ, πολύς λόγος έγινε το 1991-93 για την αλυτρωτική συνθηματολογία του δεύτερου σε μέγεθος κόμματος της χώρας, του ΒΜΡΟ. Στην πραγματικότητα, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα από τον τοπικό τύπο, η ηγεσία του ΒΜΡΟ ήδη από το 1992 βρισκόταν σε επαφή με τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες -και συγκεκριμένα με τον ειδικό απεσταλμένο του Μητσοτάκη, στρατηγό Γρυλλάκη («Ιός» 22.12.2001).
Οταν το 1998 το ΒΜΡΟ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της ΠΓΔΜ, ακολούθησε έτσι πιο «ενδοτική» πολιτική απ' ό,τι οι προκάτοχοί του (ξεπούλημα στρατηγικών βιομηχανιών στο ελληνικό κεφάλαιο, κ.λπ.). Σύμφωνα με το «Βήμα» (3.6.2001), σύμβουλος του «εθνικιστή» πρωθυπουργού Γκεοργκίεφσκι «στις διαβουλεύσεις με την Αθήνα για την ονομασία» δεν ήταν άλλος από το Σταμάτη Μαλέλη -τον ίδιο άνθρωπο που, ως υπάλληλος του ελληνικού προξενείου, είχε ξεκινήσει το 1992 τις επαφές Γρυλλάκη-ΒΜΡΟ!
Απομένει το ζήτημα των εθνικιστικών αναφορών σε σχολικά βιβλία της ΠΓΔΜ. Κάποιες είναι όντως αλυτρωτικές, ενώ άλλες απλώς διαφέρουν από τη δική μας εικόνα για την ιστορία της περιοχής. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, που έχει ευρύτερες βαλκανικές διαστάσεις, υπάρχουν διακρατικές επιτροπές επιφορτισμένες με την αμοιβαία εκκαθάριση των σχολικών βιβλίων από κηρύγματα μίσους και σοβινιστικές υπερβολές.
Προϋπόθεση της δουλειάς τους συνιστά, ωστόσο, η απουσία έντασης μεταξύ των ενδιαφερόμενων χωρών.
Μύθος 9ος
Στην επικράτεια της ΠΓΔΜ ζει μια ευμεγέθης ελληνική μειονότητα.
Πρόκειται για ανυπόστατη κατασκευή που δεν στηρίζεται σε κανένα πραγματικό δεδομένο. Το αρχικό έναυσμα δόθηκε από μια σφυγμομέτρηση του περιοδικού «PULS» (1991) κατά την οποία, σε περίπτωση διάλυσης της ΠΓΔΜ, ένα 10,88 % των ερωτηθέντων θα προτιμούσε να ζήσει στην Ελλάδα κι όχι σε κάποια άλλη γειτονική χώρα -προτίμηση που από ελληνικά ΜΜΕ (και το Α2 του ΓΕΣ) ερμηνεύθηκε σαν εκδήλωση ελληνικής εθνικής συνείδησης!
Ακολούθησε η πανηγυρική υποδοχή της προκήρυξης μιας «Οργάνωσης Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας» (19.2.93), που σύντομα αποδείχθηκε κατασκεύασμα του εγχώριου «Στόχου». Οπως επισημαίνει και ο Κωφός, η όλη παραφιλολογία (στην οποία μετείχε ακόμη και η υφυπουργός Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού, ανεβάζοντας μάλιστα το ποσοστό της «ελληνικής μειονότητας» σε 18,6) «ενίσχυε την εντύπωση σε τρίτους ότι η Ελλάδα αναζητεί ή κατασκευάζει ερείσματα για επέμβαση στη γειτονική χώρα».
Μύθος 10ος
Η στάση της Αθήνας απέναντι στα Σκόπια υπήρξε σταθερά ενδοτική και καθόλου απειλητική.
Στην πραγματικότητα, ο ελληνικός εθνικισμός φλέρταρε σοβαρά με την ιδέα της διάλυσης του «ψευδοκράτους». Εκτός από χιλιάδες διαδηλωτές που πλημμύρισαν τους δρόμους της Αθήνας ζητώντας «σπάσιμο των συνόρων» και «σύνορα με τη Σερβία» (10.12.92), τη «στρατιωτική πίεση» και το διαμελισμό της ΠΓΔΜ υποστήριξαν επίσης δημόσια προσωπικότητες όπως ο Στέλιος Παπαθεμελής, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ο Κων/νος Βακαλόπουλος, ο Σαράντος Καργάκος, ο Χρήστος Πασσαλάρης ή ο τέως πρόεδρος Χρήστος Σαρτζετάκης. Στον αθηναϊκό τύπο δημοσιεύθηκαν σενάρια προέλασης του ελληνικού στρατού στο έδαφος της ΠΓΔΜ («Βήμα» 15.12.91 και 31.5.92), ακόμη και χάρτης με τις προτάσεις του ΓΕΕΘΑ για τα νέα σύνορα της Ελλάδας («Εθνος» 7.12.92).
Σ' ένα άλλο επίπεδο, ο ΥΠΕΞ Σαμαράς βάσισε μεγάλο μέρος της στρατηγικής του στην προοπτική αποσύνθεσης και κατάρρευσης του «κρατιδίου» (χάρη και στο πρώτο άτυπο ελληνικό εμπάργκο του 1992), ενώ γνωστές είναι οι διαβουλεύσεις με τους Μιλόσεβιτς και Ντράσκοβιτς για ελληνοσερβική «μοιρασιά» της ΠΓΔΜ.
Τέλος, διαφορετικής τάξης σχεδιασμοί για την «προληπτική» κατάληψη μιας «υγειονομικής ζώνης» εντός της ΠΓΔΜ σε περίπτωση επέκτασης των εκεί διακοινοτικών ταραχών συζητήθηκαν επίσημα στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής τον Αύγουστο του 2001.
Οι διαμορφωτές της εθνικής γνώμης
Μια σχεδόν ξεχασμένη πτυχή της εθνικιστικής υστερίας του 1991-94 αφορά την πολιτική ταυτότητα των «ειδημόνων» που ανέλαβαν να διαφωτίσουν εν μία νυκτί την εγχώρια κοινή γνώμη για την προϊστορία, τη φύση και τις πραγματικές διαστάσεις ενός ζητήματος που μέχρι τότε εθεωρείτο «ανύπαρκτο» από το επίσημο κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του.
Την κάλυψη του πολιτικού, ιδεολογικού και βιβλιογραφικού κενού που παρήγαγε η διατεταγμένη κρατική σιωπή (αλλά και η αδιαφορία της τότε αριστεράς και προοδευτικής διανόησης για παρόμοια ζητήματα) ανέλαβαν να καλύψουν οι εκπρόσωποι κι οργανικοί διανοούμενοι της μετεμφυλιακής και χουντικής εθνικοφροσύνης που μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 είχαν μπει στο περιθώριο.
*Συντάκτης της ιδρυτικής διακήρυξης (17.1.92) της «Επιτροπής Μακεδόνων» που οργάνωσε το πρώτο εθνικιστικό συλλαλητήριο (Θεσσαλονίκη 14.2.92), δίνοντας τον τόνο και αποκρυσταλλώνοντας την επιχειρηματολογία της «λαϊκής διπλωματίας» της περιόδου, ήταν ο Νικόλαος Μέρτζος, συγγραφέας του βιβλίου «Εμείς οι Μακεδόνες» (Αθήνα 1986), σύμβουλος του Μητσοτάκη για τα «εθνικά ζητήματα» αλλά και αντιπρόεδρος επί χούντας της (διορισμένης από τον Παπαδόπουλο) «Συμβουλευτικής».
*Συγγραφέας του best seller «Οι Ελληνες Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας» (Αθήνα 1991), ο Ιωάννης Χολέβας υπήρξε γενικός γραμματέας του υπουργείου Β. Ελλάδος επί ΕΡΕ αλλά και υπουργός Ναυτιλίας επί χούντας.
*Συμπληρωματικό ρόλο έπαιξαν «Η συνωμοσία κατά της Μακεδονίας» (Αθήνα 1987) του κατοχικού νομάρχη Τρικάλων και χουντικού υφυπουργού Εσωτερικών Θεόδωρου Σαράντη και το κλασικό μετεμφυλιακό εγχειρίδιο του Γεωργίου Λεβέντη «Η εναντίον της Μακεδονίας βουλγαροκομμουνιστική επιβουλή» (Αθήνα 1963 και 1966).
*Για πιο σκληρά γούστα, ανακαλύφθηκε ξανά ο «φίρερ» της 4ης Αυγούστου, Κώστας Πλεύρης. Τρεις μέρες πριν από το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, κλήθηκε να διαφωτίσει για το Μακεδονικό τους μαθητές του 4ου Γυμνασίου Χαλανδρίου. Σύμφωνα με το δελτίο ειδήσεων του Tele-City, γύριζε τότε «από σχολείου εις σχολείον, μπας και ξυπνήσουμε τον εθνικό μας οίστρο» («Ε» 12.2.92).
*Η δραστηριότητά του αυτή δεν έμεινε απαρατήρητη από τους υπόλοιπους λάτρεις της εθνικής αφύπνισης. Αρθρο της «Καθημερινής» διαφημίζει π.χ. τον «καθηγητή» Πλεύρη σαν «διαπρεπή αναλυτή, σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο, ιστορικό, φιλόλογο και νομικό», που «παρουσιάζει κατά τρόπο μοναδικό τις αξίες της αρχαιοελληνικής μας κληρονομιάς, τον κλασικό μας πλούτο, τις μεγάλες μορφές της Φιλοσοφίας, της Τέχνης και της πολιτικής των προχριστιανικών χρόνων, με ιδιαίτερη πάντα αναφορά στους Ελληνες Μακεδόνες Φίλιππο, Αριστοτέλη και Μέγα Αλέξανδρο» (16.2.92).
Σαφώς πιο απειλητική για την ελευθερία του λόγου, αλλά κι ενδεικτική του κλίματος των ημερών, ήταν η επιστράτευση του ίδιου «φίρερ» από τον εισαγγελέα ως βασικού μάρτυρα κατηγορίας σε μία από τις βασικές διώξεις αντιφρονούντων της εποχής. Αντικείμενο της δίωξης ήταν το βιβλίο της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση «Η κρίση στα Βαλκάνια, το Μακεδονικό και η εργατική τάξη» και η κατηγορία αφορούσε τα εμφυλιοπολεμικά αδικήματα της «διασποράς ψευδών ειδήσεων», της «πρόκλησης πολιτών σε διχόνοια» και της «διατάραξης των σχέσεων της χώρας με φιλικά κράτη». Ο Πλεύρης κλήθηκε να καταθέσει με την ιδιότητα του «ειδήμονος περί τα εθνικά θέματα» και, φυσικά, έσπευσε να στηρίξει την κατηγορία.
*Μια άλλη ακροδεξιά παρέα, η «Εθνική Σταυροφορία» (με αρχηγό έναν ιδιοκτήτη πορνομάγαζου καταδικασμένο για μαστροπεία), συνέβαλε κι αυτή στις διώξεις των αντιφρονούντων, «τεκμηριώνοντας» με τις επιδρομές της την «πρόκληση διχόνοιας» που (υποτίθεται ότι) προκαλούσε η δημόσια διαφωνία με την υστερία.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της ζύμωσης ήταν να χαθεί πλήρως ο έλεγχος της κατάστασης, ακόμη κι από τους αρχικούς εμπνευστές της όλης καμπάνιας. Οταν στις αρχές του 1993 ο Μέρτζος αρθρογράφησε πρώτη φορά υπέρ μιας συμβιβαστικής λύσης στο ζήτημα του ονόματος, εισέπραξε τη γενική κατακραυγή. Το τζίνι είχε βγει απ' το μπουκάλι και θα περνούσε καιρός μέχρι να τιθασευτεί.